Η Τζέιν Μπίρκιν πέθανε κι εγώ βλέπω την ταινία της Ανιές Βαρντά για την Μπίρκιν. Δεν ήξερα πως η Βαρντά είχε γυρίσει αυτό το μυθοπλαστικό ντοκιμαντέρ. Τα φιλμ της Βαρντά είναι όπως του Κρις Μαρκέρ. Γλιστράνε ανεπαίσθητα στον παγκόσμιο κινηματογραφικό ιστό, περιμένοντας υπομονετικά να συναντήσουν το κοινό τους.
Βλέπω λοιπόν με την άκρη του ματιού μου την "Τζέιν Μπ. από την Ανιές Β." (1988) και την ίδια στιγμή γράφω. Είναι Χριστούγεννα και η Μπίρκιν τρέχει στους δρόμους γύρω από τα Ηλύσια Πεδία, λίγο πριν νυχτώσει. Ένας άντρας προπορεύεται και φωτίζει το πρόσωπό της μ’ έναν φορητό προβολέα. Μετά το φως αλλάζει τελείως, είναι μέρα. Η Βαρντά την περιμένει σ’ ένα καφέ και η Μπίρκιν απαντάει στις ερωτήσεις της λαχανιασμένη. Ο φακός της κάμερας είναι μάτι, ένας στρογγυλός καθρέφτης που αντιστρέφει το είδωλό της και το παραμορφώνει. "Θέλω να κοιτάζω εσένα, μα όχι την κάμερα", εξομολογείται στη Βαρντά. Έχουν είκοσι χρόνια διαφορά. Η Μπίρκιν έχει τη συστολή ενός λαγού και η Βαρντά είναι σαν κάρβουνο.
Τώρα η Μπίρκιν έχει ξαπλώσει όπως η "Γυμνή μάχα" του Γκόγια. Ο φακός ξεκινά από τα δάχτυλα των ποδιών, συνεχίζει στις γάμπες, ανεβαίνει στους γοφούς, περνά από τα πλευρά, χαζεύει αδιάφορα το στήθος, για να φτάσει επιτέλους στο στόμα και τα μάτια. Ένας ηλίθιος θα έλεγε πως θυμίζει θηλυκό Μικ Τζάγκερ. Ο Παπαγιώργης θα έγραφε πως "αν με μια κίνηση ανεξήγητης βίας καλύψεις το πρόσωπο, ο άνθρωπος αφανίζεται". Κι εγώ νιώθω τρομερή ενοχή όταν συνειδητοποιώ πως παρατηρώ το γυμνό σώμα της Μπίρκιν που μόλις έχει πεθάνει. Το σινεμά είναι προβοκάτορας, βία. Και η Βαρντά επίσης. Δείχνει ένα όμορφο σώμα για να μας πει πως στο κέντρο του υπάρχει ένα κρεμμύδι.
Μπροστά στον Πύργο του Άιφελ, αδειάζει την τσάντα της χωρίς ντροπές. Αποκόμματα εφημερίδων, χάπια, ένας αναπτήρας, ένας πράσινος μαρκαδόρος, τετράδια γεμάτα σημειώσεις, ένας σουγιάς, βιβλία. Ντοστογιέφσκι, Βιάν, Κενώ. Η Μπίρκιν έπαιξε για χρόνια στον αφρό των ημερών που ήταν γεμάτες και κενές. Είχε ένα ρόλο στο "Μπλόου απ", παντρεύτηκε τον Γκενσμπούρ, τραγούδησαν ντουέτο εκείνο το τόσο γλυκανάλατο τραγούδι, που κατέληξε ν’ ακούγεται πλέον κακοποιητικό. Έκαναν ένα παιδί, τη Σαρλότ.
Η έφηβη Σαρλότ είχε σιχαθεί τα γυρίσματα της ταινίας. Το συνεργείο της Βαρντά είχε στρατοπεδεύσει στο σπίτι τους για καιρό και δεν την αφήνανε σε ησυχία. Να όμως που η μητέρα της ανοίγει το ψυγείο, πιο σαγηνευτική από ποτέ, για να βγάλει το πιάτο με τις μπριζόλες. Τις ρίχνει στο τηγάνι. Έπειτα κόβει το κρεμμύδι και κλαίει. Όλα φαίνονται πολύ ωραία στο σινεμά: τα λουλούδια, το τζάκι, το τραπέζι, το παράθυρο η τηλεόραση, τα δάκρυα. Οτιδήποτε κινηματογραφείται, χάνει κάτι από την αλήθεια του.
Η Βαρντά κινηματογραφεί την Μπίρκιν όπως κάποιος γράφει την αυτοβιογραφία του. Αλλά επειδή δεν μπορεί να στρέψει την κάμερα στο σώμα της, την τοποθετεί απέναντι σε μια εκδοχή του σώματός της, σε μια ονειρική μας εκδοχή που ενώ μας ξεφεύγει, ταυτόχρονα τρυπώνει στην καθημερινότητά μας και μας παροτρύνει ν’ αδειάσουμε τα σωθικά μας στο πεζοδρόμιο.
Η Τζέιν Μπίρκιν δεν ήταν σπουδαία ηθοποιός. Ούτε σπουδαία τραγουδίστρια. Ούτε μας ενδιαφέρει αν ήταν όμορφη ή όχι, αν τα σακάκια της ήταν κομψά και αν ήταν γυναίκα του ενός ή του άλλου. Μας ενδιαφέρει όμως που σ’ εκείνη τη σκηνή στην κουζίνα, ανοίγει απαλά το ψυγείο και μετά κόβει με ήπια αποφασιστικότητα το κρεμμύδι, αφήνοντας ξεφλουδισμένους κύκλους γαλήνης γύρω μας. Κι ας ενοχλεί τη Σαρλότ.