Δεν βγαίνει κανείς αλώβητος από μια συνάντηση με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Όποιος συχνάζει στο έργο του δεν νιώθει καθησυχασμένος, όλο και μια μετακίνηση συμβαίνει μέσα σου. Από τη συνάντηση με τον «Μέγα Δαμαστή» βγαίνεις ερείπιο ή αναγεννημένος. Ή μπορεί και τα δύο μαζί.
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου δημιουργεί ρωγμές. Σπάει την επιφάνεια της έρημης χώρας που φαντάστηκε, σε κομμάτια για να ανοίξουν τα έγκατα της και να (ανα)γεννηθεί ο άνθρωπος. Μέσα σε τόπο που δεν το περιμένεις βλασταίνει αιφνίδια νέος και ακμαίος βλαστός, ένα ανθρώπινο σώμα. Αυτή η δυνατότητα κάνει τον άνθρωπο να ελπίζει και να περιμένει ακόμα κι όταν ξέρει πως όποια κι αν είναι η επίγεια διαδρομή θα επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Η περιδίνηση γύρω από οντολογικά θέματα δεν έχει σταματήσει για τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, το διαπιστώσαμε και στην προηγούμενη δουλειά του, το «Still life». Αυτή τη φορά στη σκέψη του είδαμε τον έρωτα, τη φιλία, την προδοσία και την σταύρωση, τη μητριαρχική δύναμη, το ανδρόγυνο, τον αιωρούμενο βηματισμό του ανθρώπου που σέρνει μαζί του αυτά που τον κρατούν ριζωμένο στη γη. Είδαμε το παρελθόν αλλά και κάποιο μέλλον σ’ έναν πλανήτη που απέχει έτη φωτός από τον δικό μας.
Λίγοι καλλιτέχνες έχουν καταφέρει να μεταφέρουν την ατμόσφαιρα μιας φαντασίωσης, ενός ονείρου, μιας φιλοσοφικής σκέψης στη σκηνή με μια σχεδόν υπερβατική δύναμη και τόση διαισθητική λεπτομέρεια όσο ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Όπως λεει και ο ίδιος, «Προσπαθώ να μην ξέρω καλά τι ψάχνω ή, μάλλον, να είμαι διαθέσιμος για οτιδήποτε ενδιαφέρον που από ατυχήματα προκύπτει στο ψάξιμο». Η αναζήτηση και η συνάντηση του με μια ομάδα δέκα εξαιρετικών ερμηνευτών (Παυλίνα Ανδριοπούλου, Άλεξ Βαγγέλης, Έκτορας Λιάτσος, Γιάννης Μίχος, Ευαγγελία Ράντου, Καλλιόπη Σίμου, Δρόσος Σκώτης, Χρήστος Στρινόπουλος, Γιώργος Τσιαντούλας, Κώστας Χρυσαφίδης) τον οδήγησαν στη νέα του παράσταση. Απ' ό,τι φαίνεται, σε αυτόν τον «ωκεανό» που έχει ανακαλύψει μέσω του διαλογισμού, της όποιας αναζήτησης, οφείλεται και ο έντονος εσωτερισμός που διαπνέει το έργο του.
Στο «The great tamer» το υπερβατικό με την πραγματικότητα βαδίζουν χέρι με χέρι και ο σκηνοθέτης-χορογράφος, χρησιμοποιεί τη σκηνή σαν καμβά για να συμβολοποιήσει τη ματαιότητα. Έναν καμβά πάνω στον οποίο γεννιέται και πεθαίνει ο άνθρωπος μέσα σ’ ένα μάλλον σκοτεινό σύμπαν. Ο ίδιος μιλά για «ένα αυτοσχέδιο τσίρκο» και η παράσταση του συγγενεύοντας με Vanitas έργα του 1600 υπενθυμίζει μέσα από πολλαπλές εικόνες τη θνητότητα του ανθρώπου και τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, της ομορφιάς και του πλούτου. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έχει κάνει ξεκάθαρο εδώ και χρόνια πως χορευτικά έχει την ανάγκη να εκφραστεί με το σώμα και με κάθε τρόπο, εκτός κωδίκων, αλλά με μια ανάγκη επαναπροσδιορισμού της σχέσης ανάμεσα στον θεατή και τον καλλιτέχνη.
Αυτό που λέμε performance art και dancing είναι μπλεγμένα στα έργα του κι αυτό έχει πάντα κάτι γοητευτικό αλλά εκείνο το ολιγόλεπτο χορευτικό στιγμιότυπο του Βαγγέλη Άλεξ μας θύμισε πόσα ωραία πράγματα μπορεί να μας ξυπνήσει η πλαστικότητα της χορευτικής κίνησης, το σπάσιμο του καρπού, η μεγιστοποίηση της μυϊκής έντασης. Η επανάληψη των εικόνων-στιγμών πέραν του ότι την "μεγένθυνε" σε σημείο που να χάνονται οι λεπτομέρειές τους, σε βάζει για δυο ώρες σε μια διαδικασία αποκωδικοποίησης πάμπολλων εννοιολογικών αναφορών. Έχω την αίσθηση ότι η παράσταση εξαντλείται στο εύρημα της αρχικής ιδέας και στη απόκοσμη ατμόσφαιρα που αναδύει. Κατά τη διάρκεια της παράστασης σκέφτηκα αυτόν τον στίχο του David Bowie από το «Quicksand» ( Κινούμενη άμμο, 1971): «Don't believe in yourself, don't deceive with belief Knowledge comes with death's release». Το μήνυμα του «The great tamer» έχει κάτι σχεδόν ισοπεδωτικό και υπονοεί όχι μόνο την ματαιότητα της ζωής αλλά ίσως και τη ματαιότητα του να κάνεις τέχνη. Κρατώ αυτό που γράφει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στο σημείωμα του προγράμματος: « ‘ Επιτέλους’, μου είπε ένας φίλος, ‘ένα έργο που μοιάζει να μην έχει συγγραφέα’. Μακάρι, σκέφτηκα, ίσως επιτέλους άρχισα να εξατμίζομαι».