του Δημήτρη Δημητριάδη. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς.
Παράσταση-δοκιμασία, βασανιστική όσο και λυτρωτική. Το ωμά ποιητικό έργο, αποδομεί τη νόσο του έρωτα, σκηνοθετείται υποδειγματικά κι ερμηνεύεται μοναδικά.
Είναι όλοι τους κομψοί, ψυχροί και αποστασιοποιημένοι. Το ερμηνευτικό ύφος τους δίνει σάρκα και οστά στον αφορισμό του Ρολάν Μπαρτ: «Ο ερωτικός λόγος χαρακτηρίζεται από άκρα μοναξιά. Τον μιλούν χιλιάδες υποκείμενα, αλλά δεν τον στηρίζει κανείς». Γιατί και οι έντεκα μιλούν για έρωτες, σεξουαλικές ορμές και προδοσίες, με φράσεις όπως: «Είμαι καλός γαμιάς» ή «Τι είναι τα αισθήματα για να τα μετρήσεις: οικόπεδο ή ύφασμα;» Η άδεια σκηνή θυμίζει απροσδιόριστα αίθουσα δεξιώσεων ή ομαδικής ψυχοθεραπείας, ίσως και ορχηστρικό pit. Τα όργανα λείπουν – οι ηθοποιοί παράγουν με το λόγο τους τη μουσική. Και στο δεύτερο μισό της παράστασης τα πάντα αλλάζουν: οι ερμηνείες γίνονται αδρές, ωμές, νατουραλιστικές.
Οι ιστορίες παίζονται ξανά, με αδιόρατες παραλλαγές, κάθε φορά πιο ελλειπτικά, με ολοένα λιγότερα λόγια. Ο έρωτας παραμένει το βασικό μοτίβο που θέτει, εκθέτει και μεταθέτει ο Δημητριάδης στον «Κυκλισμό του τετραγώνου», μέσω μιας σειράς από δυσλειτουργικές σχέσεις τις οποίες εξωθεί στα άκρα. Μια γυναίκα που εγκατέλειψε τη συζυγική εστία επιστρέφει σε αυτήν και ο σύζυγος την εκδικείται με μνημειώδη απανθρωπιά. Μια άλλη σκοτώνει τον σύζυγο και τον εραστή της, ένας άλλος πυροβολεί τον ψυχοθεραπευτή/εραστή του, ενώ ακραιφνώς σουρεαλιστικό αποδεικνύεται το ερωτικό τρίγωνο των δύο ομοφυλόφιλων που μοιράζονται τον ίδιο εραστή: ακολουθώντας τη σολομώντεια λύση, τον τεμαχίζουν για να κρατήσει ο καθένας από μισό. Κι όμως, όλα αυτά γίνονται… πολύ πολιτισμένα. Πιθανώς αυτό έχει συντελεστεί: εκπολιτιστήκαμε σε τέτοιο βαθμό, ώστε επιτύχαμε το ακατόρθωτο. Κυκλίσαμε το τετράγωνο, απωλέσαμε δηλαδή τη φύση μας, θυσιάσαμε τα βασικά μας ένστικτα και θεσμοθετήσαμε τον έρωτα, τον ιδρυματοποιήσαμε, γίναμε όλοι ύποπτοι ψυχικών διαταραχών. Ο Δημητριάδης μας προκαλεί σε μια ανελέητη συνείδηση: παρουσιάζει τον έρωτα ως το απόλυτο εγωτικό συναίσθημα, την αγάπη ως αγαθό οριακά υλικό, το σεξ ως προϊόν δοσοληψίας.
Με τις τέσσερις ιστορίες συνθέτει ένα άκρως μοντέρνο κείμενο με τη δομή και τη λειτουργία τετράφωνης φούγκας, ένα δύσθυμο αριστούργημα κοπιαστικά μεγάλης διάρκειας, παράδοξης θεατρικότητας –στα όρια του ραδιοφωνικού έργου– και φαταλιστικού στοχασμού. Η φούγκα σημαίνει φυγή και απόδραση, όμως οι ήρωες είναι καταδικασμένοι στο αναπόδραστο. Και ο θεατής; Αυτός είναι ο μόνος που λυτρώνεται, αφού πρώτα βιώσει, όπως στην αρχαία τραγωδία, μια μεγαλειώδη θεατρική δοκιμασία. Ο 26χρονος Δ. Καραντζάς αντιμετώπισε με οξύνοια το έργο σαν μια τραγική φάρσα, διατηρώντας την επαναληπτικότητα της δομής και την οξύτητα των ερμηνειών, χωλαίνοντας όμως (ιδίως στον πρώτο μέρος) στην ανάπτυξη τεχνικών παραλλαγής και πύκνωσης, με αποτέλεσμα την πρόκληση πλήξης – αφόρητης για κάποιους θεατές. Απόλυτα εναρμονισμένα με το έργο είναι ο ηχητικός σχεδιασμός του Δ. Καμαρωτού, η κινησιολογία της Ζ. Χατζηαντωνίου και ο σκηνικός χώρος της Ελ. Μανωλοπούλου. Οι ηθοποιοί –Κ. Αβαρικιώτης, Γ. Γάλλος, Αλ. Καλτσίκη, Μ. Κεχαγιόγλου, Γ. Κλίνης, Αρ. Μπαλής, Γ. Περλέγκας, Όμ. Πουλάκης, Μ. Πρωτόπαππα, Χρ. Στέργιογλου– πείθουν πως εδώ έχει συντελεστεί ένα μικρό θαύμα: καθένας τους δίνει κι ένα ρεσιτάλ. Επιτρέψτε μου, παρόλα αυτά, να ξεχωρίσω τον Π. Μουστάκη ως σύζυγο εκδικητή.
ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ Διάρκεια: 150΄. Μέχρι 27/10.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο κυκλισμός του τετραγώνου
Ένα ιδιότυπο έργο, μόνο για σκληροπυρηνικούς θεατρόφιλους, με θέμα το αμείλικτο της ζωής και του έρωτα, υποδειγματικά σκηνοθετημένο και ερμηνευμένο