Με το θάνατο του Γιώργου Σγουράκη, πέθανε κι ένα είδος τηλεόρασης που ούτως ή άλλως είχε πεθάνει προ πολλού. Δεν ξέρω αν η τηλεόραση ήταν καλύτερη τότε, ούτε πιστεύω πως η εκπομπή πολιτισμού που ο Σγουράκης σχεδίασε μαζί με τη γυναίκα του, πριν σαράντα χρόνια, ήταν αξιόλογη κινηματογραφικά. Ωστόσο, απέκτησε υπεραξία, επειδή προβλήθηκε σε μια περίοδο που οι εικόνες ήταν σπάνιες και πολύτιμες, με αποτέλεσμα το "Μονόγραμμα" ν’ αποκτήσει το κύρος που έχουν τα οπτικά τεκμήρια ως εκπρόσωποι μιας ολόκληρης εποχής.
Δεν είναι καθόλου αμελητέο να βλέπεις τον Γιώργο Χειμωνά με μια καδένα στο λαιμό καθώς απαγγέλει μπροστά σ’ ένα βράχο, τον Μιχάλη Κατσαρό να κατεβαίνει τις σκάλες του Συντάγματος φορώντας το γαλάζιο του πουκάμισο ή τη Βάσω Κατράκη να μιλάει για την Κατοχή περπατώντας στην ακτή ενώ το κύμα σκάει στα πόδια της. Αυτές οι εικόνες, που παραλίγο να μην υπήρχαν, σε κάνουν ν’ αναρωτιέσαι πόσες ακόμα δεν βγήκαν στο φως και τελικά χάθηκαν.
Επομένως, δεν έχει σημασία η ποιότητα της λήψης, η ενίοτε άκαμπτη σκηνοθετική προσέγγιση, η ελλιπής ηχοληψία και ο ακαδημαϊσμός στη δομή κάθε επεισοδίου, όσο κι αν η βασική ιδέα του εγχειρήματος μοιάζει πιο σύγχρονη από ποτέ: άνθρωποι, από το πεδίο των τεχνών και της επιστήμης, που αυτοβιογραφούνται μπροστά στην κάμερα, σαν πρώιμη τηλεοπτική εκδοχή της σημερινής μόδας του autofiction. Μόνο που η εκτέλεση δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητική. Βέβαια, για τα δεδομένα της ελληνικής τηλεόρασης, που ήταν, από τότε, αφιλόξενη και τσιγκούνα, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαμε έχουμε σε επίπεδο παραγωγής.
Το χαρακτηριστικό σήμα του "Μονογράμματος" ήταν μία από τις παλαιότερες μου αναμνήσεις ως παιδί. Η αλήθεια είναι πως δεν το άντεχα. Μου φαινόταν σοβαρό, βαρύ, με άγχωνε. Έκλεινα αμέσως την τηλεόραση και επέστρεφα στο δωμάτιό μου. Μου πήρε πολλά χρόνια μέχρι να καταλάβω τι κρυβόταν πίσω από τους τίτλους αρχής. Αργότερα, στα φοιτητικά μου χρόνια, θυμάμαι να πετυχαίνω επαναλήψεις της εκπομπής αργά τη νύχτα, λες και συναντούσα φαντάσματα που, ωστόσο, δεν βοηθούσαν καθόλου να διαλυθεί η αϋπνία μου: Πεντζίκης, Γαΐτης, Κλάρας. Κι έτσι, σταδιακά, άρχισα ν’ ανακαλύπτω το μακρύ κατάλογο της Ηρώς και του Γιώργου Σγουράκη.
Στην πραγματικότητα, αυτές οι μισάωρες εκπομπές που προβάλλονταν στη δημόσια τηλεόραση, σύντομες σαν ένα βλεφάρισμα στα ερείπια του πρόσφατου παρελθόντος, μπορώ να τις δω σαν απομεινάρια, αποσπάσματα, θραύσματα που δεν ενώνονται ποτέ και χάρη στην αδυναμία τους να ολοκληρωθούν σ’ ένα στιβαρό κινηματογραφικό -ή τηλεοπτικό- σύμπαν, διατηρούν τους απαραίτητους βαθμούς ελευθερίας και, άρα, μια παντοτινή φρεσκάδα, παρά τους οικονομικούς περιορισμούς και τους περιορισμένους καλλιτεχνικούς στόχους της σειράς.
Δεν θα έλεγα όμως πως ο θάνατος του ζεύγους Σγουράκη, ή του Λάκη Παπαστάθη, συνδημιουργού του "Παρασκηνίου", αφήνει ένα "δυσαναπλήρωτο κενό", όπως λένε οι δημοσιογράφοι. Απεναντίας. Το κενό έχει γεμίσει, εδώ και καιρό, με εκατομμύρια εικόνες, από τις φωτογραφίες που αποθηκεύονται στο κινητό μας, ενθύμια από τα πολιτιστικά γεγονότα που παρακολουθούμε, μέχρι τα αψεγάδιαστα πλάνα στις παραγωγές τεκμηρίωσης του Netflix, εκτελεσμένες με τόση δεξιοτεχνία που σου προκαλούν οπτική ναυτία.
Τουλάχιστον, αυτή η ακατέργαστη, τραχιά και ατελής κινηματογράφηση, που μπορεί να βρει κανείς στο "Μονόγραμμα", και ειδικά στον πρώτο του κύκλο, τη δεκαετία του ’80, μου φαίνεται ανακουφιστική, επειδή αποκτά αναπάντεχα μια μορφή αντίστασης ενάντια σε μια εποχή που μας πετάει εικόνες, λες και είναι λάσπη. Προτιμώ λοιπόν την όψη μιας σπασμένης εικόνας που προσπάθησε κάποτε να φτιάξει ένα δίκτυο από ρωγμές στην επιφάνεια της γυάλινης οθόνης. Κι ας μην τα κατάφερε.