Ακολουθούν spoilers
Η ομότιτλη τηλεοπτική μεταφορά του one-man θεατρικού του Ρίτσαρντ Γκαντ είναι μια σοκαριστική σειρά μυθοπλασίας 8 επεισοδίων και ταυτόχρονα ένα βαθιά αυτοβιογραφικό πρότζεκτ, το οποίο ο δημιουργός και πρωταγωνιστής αντιλαμβάνεται ως "100% συναισθηματικά ακριβές" (Variety). Πράγματι, στο "Baby Reindeer", ο Γκαντ αντλεί από βίωμα του με το stalking για να διερευνήσει το πολυεπίπεδο τραύμα του, προσεγγίζοντας τη δαιδαλώδη δυναμική θύματος-θύτη με αφοπλιστικά ωμή ειλικρίνεια, αφιλτράριστο συναισθηματικό οίστρο και υποδειγματική σεναριακή συνοχή.
Η μυθοπλαστική εκδοχή του δημιουργού είναι ο εσωστρεφής Ντόνι Νταν, ένας 30χρονος αποτυχημένος κωμικός που δουλεύει σε μια παμπ στο Κάμντεν και, στο πλαίσιο του τοξικά αρρενωπού και δημιουργικά κενού περίγυρού του, νιώθει αποξενωμένος. Μια μέρα, θα κεράσει ένα ρόφημα στη Μάρθα, μια γυναίκα γύρω στα 40 που θα κάτσει τυχαία από την απέναντι μεριά της μπάρας. Εκείνη θα ξαναπάει στην παμπ την επόμενη μέρα, και την επόμενη, και την επόμενη… Σε διάστημα έξι μηνών, οι τακτικές επισκέψεις της θα ακολουθηθούν από δεκάδες χιλιάδες email σεξουαλικού και απειλητικού περιεχομένου, πολύωρες παρακολουθήσεις, επανειλημμένη παραβίαση προσωπικού χώρου του Ντόνι και παρενόχληση ατόμων από το στενό περιβάλλον του.
Ο πρωταγωνιστής άργησε να καταγγείλει την stalker του, της έδωσε χώρο, την έκανε να αισθανθεί αποδεκτή και, ως αφηγητής, εξηγεί γιατί. "Όταν πρωτογνώρισα την Μάρθα, την λυπήθηκα". Αυτό το αίσθημα συμπόνιας προς εκείνη, όχι μόνο δεν εγκατέλειψε τον Ντόνι (ακόμα κι όταν είχε πια αποδειχθεί επικίνδυνη), αλλά ενισχύεται και στον θεατή. Τόσο η εξέλιξη της πλοκής όσο και η καθηλωτική, γεμάτη φροντίδα προς τον χαρακτήρα ερμηνεία της Τζέσικα Γκάνινγκ, σκιαγραφούν μια γυναίκα χωρίς έλεγχο. Η Μάρθα έχει ταυτίσει την ψευδαίσθησή της με την πραγματικότητα, και λόγου αυτού υποφέρει τόσο ο Ντόνι όσο και η ίδια. Γι’ αυτό και την απαλλάσσει – τουλάχιστον μέσα του – από την ευθύνη των πράξεων της.
Υπάρχει, όμως, άλλος ένας παράγοντας που επηρεάζει τη δυσκολία του πρωταγωνιστή να διαχειριστεί την κατάσταση με διαύγεια. Η Μάρθα ήρθε στη ζωή του Ντόνι κατά τη διάρκεια μιας μετατραυματικής περιόδου και "κούμπωσε" στις ανασφάλειες του: του έδωσε προσοχή ενώ ένιωθε ασήμαντος, του τόνωσε την αυτοπεποίθηση γελώντας με τα αστεία του. Το τέταρτο επεισόδιο, ένα από τα πιο δύσκολα τηλεοπτικά σαρανταπεντάλεπτα των τελευταίων χρόνων, διακόπτει τη γραμμική αφήγηση και πραγματοποιεί μια αναδρομή στα φοιτητικά χρόνια του Ντόνι, στις ημέρες που κακοποιήθηκε σεξουαλικά από έναν άνδρα που τον έκανε να νιώσει σημαντικός. Ήταν, λοιπόν, το ανεπούλωτο τραύμα του που τον κατέστησε επιρρεπή σε μια ακόμα μορφή βίας ή θα υπέκυπτε σε αυτήν έτσι κι αλλιώς, βαδίζοντας σε ένα σταθερά αυτοκαταστροφικό pattern;
Ως πρωταγωνιστής, ο Γκαντ αναβιώνει τις πιο σκοτεινές περιόδους της ζωής του, και ως σεναριογράφος, καταθέτει μία φιλοσοφική διερεύνηση του συγχυσμένου ανθρώπινου ψυχισμού και της σεξουαλικότητας. Η σειρά θέτει και απαντά πολλά ερωτήματα σχετικά με τα σεξουαλικά εγκλήματα και στο τέλος, μας υπενθυμίζει πως τα τραυματισμένα σώματα ελέγχονται από μια διαστρεβλωμένη λογική που έρχεται σε συνεχή σύγκρουση με την αντικειμενική.
Όπως και στην περίπτωση της Μικαέλα Κόουλ και του αυτοβιογραφικού της "I May Destroy You", έτσι και με το "Baby Reindeer", ο δημιουργός δεν ήθελε να θυματοποιηθεί ούτε απλώς να μοιραστεί το βίωμά του. Πραγματικός του σκοπός, ήταν να εκθέσει κομμάτια του εαυτού του που αποτελούν για εκείνον πυρήνες ντροπής - οι διεστραμμένες σκέψεις του, το αυτομαστίγωμα, η ανάληψη ευθύνης/συνενοχής - καθιστώντας τους θεατές μάρτυρες των πιο προσωπικών παραδοχών του. Και είναι η αλήθεια της ιστορίας του, παρότι επώδυνα δυσάρεστη, που καθορίζει τη δύναμη της τέχνης του.