Παρά τον συλλογικό "πόνο" που βιώνει το παγκόσμιο κοινό έχοντας ολοκληρώσει τα 14 επεισόδια του "One Day", για εμάς που είχαμε δει την ομότιτλη ταινία του 2011 με την Αν Χάθαγουεϊ και τον Τζιμ Στράτζες ή για όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο του Ντέιβιντ Νίκολς (2009) που αποτελεί τη βάση του σεναρίου, η εμπειρία της σειράς αποδείχτηκε λιγότερο φορτισμένη. Ήταν όμως η εξοικείωση με το στόρι που απέτρεψε τη σύνδεσή μας με την τηλεοπτική εκδοχή του ή μήπως η σειρά κινήθηκε στα ασφαλή μονοπάτια των παραγωγών του Netflix, στερώντας τελικά από το βάθος και την πρωτοτυπία της ιστορίας;
Το πρώτο επεισόδιο μας συστήνει την Έμα (Άμπικα Μοντ) και τον Ντέξτερ (Λίο Γούνταλ), μια πολιτικοποιημένη Βρετανίδα με όνειρο να γίνει συγγραφέας και ένα pretty boy της καλής κοινωνίας χωρίς φιλοδοξίες. Οι δυο τους γνωρίζονται το βράδυ της αποφοίτησής τους από το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου το 1988, ξημερώματα 15ης Ιουλίου. Η προσπάθειά τους να κάνουν σεξ αποτυγχάνει, όμως η κοινή επιθυμία να περάσουν χρόνο μαζί παραμένει και εκείνο το πρωινό καταλήγει να αποτελέσει την αφετηρία μιας σχέσης ζωής. Κάθε επόμενο επεισόδιο τους συναντά αυτήν τη "μία ημέρα" μέσα στα 20 χρόνια που ακολουθούν, κατά τα οποία θα τους δούμε "μαζί", χώρια, με νέους συντρόφους, καθώς οι ζωές τους αλλάζουν και γίνονται πιο περίπλοκες.
Η αφήγηση δομείται έτσι ώστε να εξάπτεται η αγωνία για το κοινό, που δεν ξέρει τι να περιμένει και καλείται σε κάθε νέο επεισόδιο να ενώσει τα κομμάτια του παζλ όσων μεσολάβησαν. Ως αποτέλεσμα, πολλά κλισέ δεν κινηματογραφούνται (απλώς εννοούνται). Κάθε 25 περίπου τηλεοπτικά λεπτά, τόσο οι χαρακτήρες όσο και ο κόσμος γύρω τους χρίζουν επαναπροσδιορισμού, γεγονός που προσδίδει τόσο σεναριακό όσο και ψυχαγωγικό ενδιαφέρον στη σειρά, η οποία κάνει πολύ καλή δουλειά στην αναπαράσταση της εποχής – με τη βοήθεια των κουστουμιών, των σκηνικών και του δυναμικότατου soundtrack (New Order, The The, Cocteau Twins, Pixies, LCD Soundsystem, Jeff Buckley, Elliot Smith, Blur, μεταξύ άλλων). Ανακουφιστικά επιδρούν επίσης το ταλέντο των ανερχόμενων πρωταγωνιστών και η μεταξύ τους χημεία.
Αυτά είναι τα στοιχεία που λειτουργούν στο "One Day", αλλά δεν επαρκούν. Και αυτό επειδή το στήσιμο της σειράς δίνει περιθώριο στην αγωνία (και άρα στο binge-watching), στερώντας το χώρο (και το χρόνο) από τα υπόλοιπα συναισθήματα ώστε αυτά να παγιωθούν και να μας συναρπάσουν. Η ιστορία της Έμα και του Ντέξ διέπεται από έναν ρομαντισμό στον οποίο δυσκολευόμαστε να εμβαθύνουμε, μιας και διαταράσσεται συνεχώς, ενώ μέσα από την ατομική πορεία καθενός η σειρά αγγίζει και άλλες θεματικές (απώλεια, καταχρήσεις, μοναξιά). Και το κάνει, αναπόφευκτα, φευγαλέα. Παράλληλα, ο "Netflix χρωματισμός" αποσπά την προσοχή μας από την ουσία – κυριολεκτικά, η ατμόσφαιρα είναι υπερβολικά πολύχρωμη και φωτεινή για μια σειρά που θέλει να θεωρηθεί "σπαρακτική". Για τον ίδιο λόγο αποσυντονίζει και η ενσωμάτωση του κωμικού στοιχείου σε μια κατά κύριο λόγο δραματική ιστορία.
Το "One Day" δεν με άφησε συγκλονισμένη, ούτε καν συγκινημένη. Ίσως η εκ των προτέρων γνώση του τέλους δεν μου επέτρεψε να αφεθώ πλήρως. Ίσως, με το πέρασμα του χρόνου, ο κυνισμός τείνει να υπερισχύσει του ρομαντισμού (όταν είχα δει την ταινία το ’11 το κλάμα έρρεε για ώρες). Ίσως, όμως, απλώς ο πήχης να έχει ανέβει μετά την εμπειρία του ιρλανδικού "Normal People", την απόλυτη διερεύνηση της ενηλικίωσης, της θλίψης του Βορρά και της δυσκολίας του "μαζί".