Μετά από αμέτρητα ινσταγκραμικά clips με τον Τζέικομπ Ελόρντι ("Euphoria") και τον Μπάρι Κίγκαν ("Τα πνεύματα του Ινισέριν") να σπέρνουν gay panic σε κάθε συνέντευξη Τύπου, τα ερωτήματα γύρω από τα κεριά με άρωμα "Jacob Elordi’s bathwater" που κυκλοφόρησαν και τις δυο υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα (α΄ ανδρικού για τον Κίγκαν και β’ γυναικείου για τη Ρόζαμουντ Πάικ), το "Saltburn" έφτασε επιτέλους στο Prime Video.
Η δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους της Έμεραλντ Φένελ, η οποία είχε εντυπωσιάσει το 2020 με το "Υποσχόμενη Νέα Γυναίκα" που της χάρισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου, είναι από εκείνες που δύσκολα κατηγοριοποιούνται. Και ενώ αυτό το υβριδικό στοιχείο συνήθως ευνοεί τη μυθοπλασία, στην περίπτωση του "Saltburn" λειτουργεί αντίθετα. Από την αρχή, η ταινία δίνει την αίσθηση πως δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει να πει, συμπαρασύροντας το θεατή που δεν ξέρει πώς ακριβώς να νιώσει. Όμως, παρ’ όλα αυτά, μέχρι το τέλος, το δυσνόητο αλλά σαγηνευτικό σύμπαν της Φένελ καταφέρνει να γοητεύσει. Πώς; Η ομορφιά του –η φωτογραφία (με την υπογραφή του Λάινους Σάντγκρεν που πήρε το Όσκαρ του 2016 για το "La La Land"), οι ερμηνείες, ο προκλητικός ερωτισμός– είναι ακαταμάχητη.
Ισορροπώντας μεταξύ ψυχολογικού δράματος και μαύρης κωμωδίας, το "Saltburn" αφηγείται μια ιστορία για την εμμονή, καταθέτοντας παράλληλα ένα κάπως παρωχημένο ταξικό σχόλιο μέσω της κωμικής υπερβολής. Το 2006, ο περιθωριακός και λιγομίλητος Όλιβερ (Κίγκαν) φτάνει στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης όπου συναντά τον uber cool, δημοφιλή και εξωφρενικά εύπορο Φίλιξ (Ελόρντι). Με κινητήριο δύναμη την έλξη του πρώτου προς τον τελευταίο, οι δυο τους γίνονται φίλοι στη διάρκεια ενός εξαμήνου. Στο τέλος αυτού, ο Φίλιξ προσκαλεί τον Όλιβερ να περάσει το καλοκαίρι με την οικογένεια του στο αμαρτωλό Saltburn.
Κάπως έτσι "κλείνει" το πρώτο και πιο αδιάφορο μέρος της ταινίας, με τη σχέση των πρωταγωνιστών να έχει αναπτυχθεί ενοχλητικά βιαστικά, αφήνοντας το κοινό να προσπαθεί να τους συναισθανθεί χωρίς επιτυχία. Το επόμενο κεφάλαιο μάς μεταφέρει στην έπαυλη της οικογένειας Kάτον και μας συστήνει τα ιδιόμορφα μέλη της: τη μητέρα του Φίλιξ, Έλσπεθ (Ρόζαμουντ Πάικ), τον πατέρα του, Σερ Τζέιμς (Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ), και την αδερφή του, Βενίσια (Άλισον Όλιβερ). Εκεί, στο Saltburn, η πλοκή αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον, καθώς το χαοτικό estate γίνεται το ταμπλό πάνω στο οποίο η Φένελ στήνει ένα ιντριγκαδόρικο παιχνίδι εξουσίας.
Η οικογένεια του Φέλιξ σκιαγραφείται ως η στερεοτυπική ματεριαλιστική οικογένεια της βρετανικής υψηλής κοινωνίας που ζει εκτός πραγματικότητας, μέσα στα πλούτη, την άρνηση και τα φορεμένα χαμόγελα. Οι γονείς εσκεμμένα θυμίζουν καρικατούρες (όπως όταν για παράδειγμα αναρωτιούνται κατά πού πέφτει το Λίβερπουλ) και τα παιδιά (ειδικότερα η κόρη) αποτελούν συνέχεια των γνώριμων τηλεοπτικών παραμελημένων και damaged προνομιούχων εφήβων (βλ. Μαρίσα του "O.C." και Μπλερ του "Gossip Girl").
Σαν "καλή οικογένεια", οι Κάτον υποδέχονται θερμά τον Όλιβερ και τον κάνουν να αισθάνεται πολύ σημαντικός, πολύ γρήγορα. Όχι επειδή τον συμπαθούν, αλλά επειδή είναι για εκείνους αναλώσιμος. Η εξόφθαλμη αυτή στάση πυροδοτεί τις εμμονές και τα kinks του Όλιβερ, ο οποίος εγκαταλείπει το προφίλ του χαμηλών τόνων brit-boy και αγκαλιάζει τη χειριστική, διαβολική πλευρά του. "Είσαι μια νυχτοπεταλούδα που ελκύεται από τα λαμπερά πράγματα και κολλάει στο τζάμι, απεγνωσμένη να μπει μέσα", του λέει εύστοχα η Βενίσια σε μια σκηνή που παίχτηκε στο replay λόγω της κορυφαίας υποκριτικής παρουσίας της ανερχόμενης Ιρλανδής (την οποία αγαπήσαμε στο "Conversations with Friends" του Hulu).
Ο Όλιβερ θα φτάσει στα άκρα για να περάσει απέναντι. Αυτήν τη διαδρομή, η δημιουργός της ταινίας την εμπλουτίζει με βία αλλά και αισθησιασμό, καταθέτοντας εντέλει αρκετές αξιομνημόνευτες σκηνές λόγω του προκλητικού χαρακτήρα και της αισθητικής τους. "Νιώθω απόλυτη αποστροφή προς οτιδήποτε άσχημο", ακούγεται να λέει η Έλσπεθ της Πάικ. Κάπως έτσι εικάζουμε πως αισθάνεται και η Φένελ. Από το αψεγάδιαστο καστ μέχρι τον φανταστικό κόσμο της δημιουργού και τα πλάνα που τον περιβάλλουν, η ομορφιά του "Saltburn" δεν του επιτρέπει να περάσει αδιάφορο. Και επειδή η ομορφιά είναι υποκειμενική, η ταινία αξίζει έτσι κι αλλιώς να ιδωθεί για τις αρτιότατες ερμηνείες των πρωταγωνιστών της. Εντάξει, και για τον τελευταίο χορό του εθιστικού Κίγκαν στο ρυθμό του "Murder on the Dancefloor".