To 2003, η γνωστή για το σκανδαλοθηρικό περιεχόμενό της βρετανική εφημερίδα The Sun, δημοσίευσε ένα εξώφυλλο με τίτλο "Βρήκαμε τον μοναδικό άνθρωπο που δεν γνωρίζει ποιος είναι ο Μπεκς". Επρόκειτο, υποτίθεται, για έναν βοσκό στο Τσαντ. Είκοσι χρόνια αργότερα, δύσκολα θα συναντήσει κανείς άνθρωπο -ακόμα και στο Τσαντ- που να μην έχει ακούσει τον Ντέιβιντ Μπέκαμ, το ταλαντούχο "pretty boy” του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Το αδιαμφισβήτητο άστρο του στη μπάλα, η θυελλώδης ποδοσφαιρική του πορεία και η σχέση του με την "Posh Spice” Βικτόρια Μπέκαμ, είναι μερικοί από τους λόγους που έκαναν τον βρετανικό και παγκόσμιο Τύπο να ασχολείται ξανά και ξανά με το φαινόμενο Ντέιβιντ Μπέκαμ. Το ντοκιμαντέρ του βραβευμένου με Όσκαρ Φίσερ Στίβενς, "Beckham”, ήρθε στο Netflix για να αναδείξει μια πλευρά του πασίγνωστου Βρετανού, στην οποία τα media της εποχής δεν εστίασαν ποτέ: στο εύθραυστο παιδί που εξελισσόταν παράλληλα με το "άτρωτο" ποδοσφαιρικό -και όχι μόνο- είδωλο.
Ο Ντέιβιντ Μπέκαμ στα 47 του χρόνια, πλέον, κοιτάζει την κάμερα του Στίβενς με ένα βλέμμα περισσότερο διστακτικό παρά αυτάρεσκο. Έχοντας ολοκληρώσει τη σειρά, καταλαβαίνει κανείς πως η πολύπλοκη σχέση του με την έκθεση δεν του επιτρέπει υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, ειδικότερα τις στιγμές που καλείται να ανατρέξει στο παρελθόν του. Ακόμα κι έτσι, δείχνει αποφασισμένος να το κάνει. Θυμάται το ξανθό παιδάκι που κάνει "γκελάκια" στον κήπο του σπιτιού του, θυμάται να υπογράφει με τον Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, προπονητή της Manchester United, στην ηλικία των 16, θυμάται το σουτ από το κέντρο στην Premier League το ’96, που έκανε μια ολόκληρη χώρα να τον αποθεώνει, και την κόκκινη κάρτα στο Μουντιάλ του ’98, που έκανε την ίδια χώρα να στραφεί εμμονικά εναντίον του. Θυμάται να φέρνει στον κόσμο ένα παιδί την περίοδο που δεχόταν απειλές για τη ζωή του, να "διώχνεται" από την οικογένεια της United, να υπογράφει στη Ρεάλ, να φεύγει για τις ΗΠΑ.
Αναφερόμενος σε αυτές τις περιόδους-ορόσημα της ζωής του, ο ίδιος ο Μπέκαμ κρατά μια απόσταση από τα γεγονότα, ασκώντας την αυτοκριτική του χωρίς να εμβαθύνει στον ψυχικό αντίκτυπο – ακριβώς όπως έμαθε η γενιά αθλητών της εποχής. Τις καταθέσεις του συνοδεύει ένα αρχειακό υλικό, από οικογενειακά βίντεο μέχρι αποσπάσματα αγώνων, ρεπορτάζ και συνεντεύξεις από σπουδαία ονόματα του αθλητισμού και του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος. Όλα μαζί, συνθέτουν τα 4 επεισόδια μιας σειράς που έρχεται να επιβεβαιώσει τις παθογένειες που στέρησαν από το "είδωλο" την ανθρωπιά του. Κάθε συμμετέχοντας προσφέρει τη δική του οπτική: ο πατέρας που δε μετανιώνει για την επικίνδυνη πίεση που άσκησε στον γιο του, η μητέρα που φοβόταν αλλά δεν ακουγόταν, η σύζυγος που ήθελε δίπλα της τον άνδρα της, οι προπονητές που απαιτούσαν την απόλυτη αφοσίωσή του.
Ο δημιουργός της σειράς τοποθετεί τον Μπέκαμ στο επίκεντρο ως έναν καθ’ όλα star που είδε κάθε πτυχή της ζωής του να παρέχεται προς κατανάλωση και προσπαθεί να "διορθώσει το λάθος" φέρνοντας στο προσκήνιο κομμάτια της ταυτότητάς του που έμειναν για χρόνια αθέατα: το 23χρονο παιδί που κουβάλησε αδιαχείριστη φήμη και ευθύνες, τον γιο ενός σκληρού άνδρα με απωθημένα, τον σύντροφο μιας διεθνούς αναγνωρισμένης ποπ σταρ, τον νέο και φοβισμένο πατέρα, τον (έναν ακόμη) άνδρα που υπέφερε σιωπηλά. Η απόφαση του Στίβενς να στήσει ένα δημιουργικό και εμβυθιστικό προφίλ, χωρίς να φέρει σε δύσκολη θέση το υποκείμενό του, είναι ξεκάθαρη και το ντοκιμαντέρ καταφέρνει να χρησιμοποιήσει την οικειότητα μεταξύ των δυο υπέρ του. Παράλληλα όμως, επιστρατεύει την κριτική του διάθεση χαρτογραφώντας ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, αυτό της Βρετανίας των 90s και 00s, την προβληματική κουλτούρα των Μέσων και το οπαδικό τοπίο μιας χώρας που ιστορικά εναποθέτει στο ποδόσφαιρο τις ελπίδες της για ένα αίσθημα ατομικής (!) και εθνικής καταξίωσης.