Χειρότερη από τη συνειδητοποίηση της προσωπικής μας δυστυχίας, είναι η συνειδητοποίηση πως κανένας δε θα πάρει την ευθύνη γι’ αυτήν. Ώσπου στο τέλος, αναγκαστικά, το κάνουμε εμείς. "Είμαστε φίδια που τρώνε την ουρά τους", ακούγεται να λέει η πρωταγωνίστρια του "Beef”. Και είναι αλήθεια. Μέχρι όμως να νιώσουμε έτοιμοι να σηκώσουμε έναν εαυτό υπαίτιο για την ίδια του την παρακμή (από φόβο μην τελικά τον μισήσουμε και δεν ξέρουμε τι να τον κάνουμε), ψάχνουμε για αποδιοπομπαίους τράγους που θα φορτωθούν το μένος μας.
Αυτόν τον ρόλο αναλαμβάνουν ο Ντάνι (Στίβεν Γέουν) και Έιμι (Άλι Γουόνγκ), ο ένας στη ζωή του άλλου. Από τη μοιραία συνάντησή τους και για μήνες αργότερα, αποζητούν την κόντρα τους σαν εθισμένοι, εξαπολύοντας με μανία κάθε μορφή βίας. Τι γίνεται όμως όταν αυτό που πολεμάς αρχίζει να σου μοιάζει; Σταματάς και το αγκαλιάζεις ή συνεχίζεις για το τελικό χτύπημα;
Η πρώτη επαφή των πρωταγωνιστών συμβαίνει στο πάρκινγκ ενός εμπορικού κέντρου. Ο Ντάνι έχει βρεθεί εκεί για να επιστρέψει τις ψησταριές αερίου που είχε αγοράσει με σκοπό να αυτοκτονήσει, ενώ η Έιμι για να προσπαθήσει να πείσει την ιδιοκτήτρια του εμπορικού να αγοράσει την εταιρία της, ώστε να αφοσιωθεί επιτέλους στην οικογένεια της. Κανείς από τους δύο δεν πετυχαίνει το στόχο του και εξίσου φορτισμένοι, ετοιμάζονται να φύγουν. Ο Ντάνι θέλει να ξεπαρκάρει. Η Έιμι περνά από πίσω του και του κορνάρει. Προχωράει. Του κάνει χειρονομία. Εκείνος της φωνάζει. Αρχίζουν να κυνηγούν ο ένας τον άλλον και δε σταματάνε. Για μήνες.
Είναι άτυπος νόμος πως ο χειρότερος/πραγματικός εαυτός μας φανερώνεται πίσω απ’ το τιμόνι. Γι’ αυτό και ο τρόπος γνωριμίας των πρωταγωνιστών φέρει συγκεκριμένη σημασία. Πρόκειται για δύο ανθρώπους που συστήθηκαν ο ένας στον άλλον με ό,τι πιο άσχημο δικό τους είχαν να προσφέρουν, εδραιώνοντας πως μεταξύ τους αίρεται η απαίτηση για οποιαδήποτε καλύτερη εκδοχή τους. Και αυτό αποδεικνύεται και για τους δύο απελευθερωτικό· για τον Ντάνι επειδή δεν πιστεύει πως έχει καλύτερη εκδοχή και για την Έιμι επειδή κουράστηκε να την "φοράει”.
Ο δημιουργός, Λι Σουνγκ Τζιν, "σκίζει" την αφήγηση στα δύο για να σκιαγραφήσει τους πρωταγωνιστές του. Από το ακατάστατο σπίτι του και την αστάθεια στα επαγγελματικά του, μέχρι τον ακατέργαστο συναισθηματισμό του, ο Ντάνι βρίσκεται μόνιμα σε υπερένταση. Με την νευρικότητα να καθορίζει τόσο τη συμπεριφορά του όσο τις διαπροσωπικές του σχέσεις, προσελκύει το χάος και δυσκολεύεται να υπάρξει εκτός αυτού. Παρ’ ότι συγκατοικεί με τον μικρότερο αδερφό του, Πολ (Γιανγκ Μαζίνο), ο αρνητισμός του είναι διάχυτος και ασφυκτικός, ωθώντας τον Πολ σε απόσταση ασφαλείας.
Αντιθέτως, η Έιμι έχει τον πλήρη έλεγχο της ζωής της και τα περισσότερα κουτάκια τσεκαρισμένα. Είναι ιδιοκτήτρια μιας κερδοφόρας εταιρείας και παντρεμένη με τον φιλήσυχο Τζορτζ (Τζόζεφ Λι), ο οποίος έχει αναλάβει τη φροντίδα της κόρης τους, Τζουν, όσο η Έιμι εξελίσσεται επαγγελματικά. Η Έιμι και ο Τζορτζ κάνουν ασκήσεις οικειότητας και συμβουλευτικές συνεδρίες για ζευγάρια, φοράνε ρούχα που φοβάσαι συνεχώς μη λερωθούν και ζουν σε ένα σπίτι καλαίσθητο, μίνιμαλ και τεράστιο.
Οι δύο χαρακτήρες απέχουν ταξικά και ιδιοσυγκρασιακά και η φωτογραφία του Λάρκιν Σέιπλ ("Everything Everywhere All at Once”) αντηχεί την αντίθεσή τους. Ο Ντάνι είναι χείμαρρος και μας παρουσιάζεται με φόντο ένα κράμα χρωμάτων που καθρεφτίζουν την σύγχυσή του. Η Έιμι είναι εγκρατής και τα περιβάλλοντα που την φιλοξενούν είναι μονόχρωμα, ξεκάθαρα, συγκεκριμένα. Το "Beef” έχει φροντίσει από το σενάριο μέχρι τις αισθητικές επιλογές του να δώσει έμφαση στα σημεία απόκλισης των πρωταγωνιστών του. Παράλληλα όμως, μάς προϊδεάζει από νωρίς για τα σημεία τομής τους, όπου και έγκειται τελικά όλη η ουσία της ιστορίας.
Στον πυρήνα της αφήγησης, εντοπίζονται δύο αρχέγονα, πανανθρώπινα και αλληλένδετα συναισθήματα: η οργή και η μοναξιά. Κάθε επεισόδιο ξεκινά με μία εικονογραφημένη κάρτα κι έναν ποιητικό τίτλο κεφαλαίου (με αναφορές στην Άιρις Μέρντοχ, την Σύλβια Πλαθ, την Σιμόν ντε Μποβουάρ κ.ά.), χωρίς ποτέ να διευκρινίζεται το πρόσωπο που αφορά: "Τόσο εσωστρεφή μυστικά πλάσματα”, "Με κατοικεί μία κραυγή”, "Το δράμα της αρχικής επιλογής”. Οι τίτλοι είναι τόσο καθολικοί και υπαρξιακοί όσο και τα θέματα που πραγματεύεται η σειρά, δίνοντας χώρο στην ιδέα πως θα μπορούσε να ταυτιστεί μαζί τους ο οποιοσδήποτε: ο Ντάνι, η Έιμι, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, το ίδιο το κοινό.
Το ίδιο αίσθημα επανέρχεται και στο τέλος κάθε επεισοδίου, με ένα νοσταλγικό soundtrack (The Offspring, System of a Down, Bjork, Smashing Pumpkins) που ανασύρει μια θύμηση εφηβείας - της εποχής που ορίζεται από κοινά βιώματα και ανάγκη για σύνδεση, και ταυτόχρονα από την πεποίθηση πως κανείς δε μας καταλαβαίνει και πουθενά δε χωράμε.
Οι πρωταγωνιστές, καταπιεσμένοι και κενοί, αναζητούν έναν χώρο να ξεσπάσουν. Με ευκολία λοιπόν ενδίδουν στην μεταξύ τους κόντρα, θεωρώντας πως τα ρίσκα είναι μικρά και η ελευθερία κινήσεων μεγάλη. Άλλωστε, είναι δύο άγνωστοι που κατάγονται από διαφορετικούς κόσμους. Καθώς όμως ξετυλίγεται η αφήγηση, καταλαβαίνουμε πως προέρχονται από έναν κοινό τόπο: την τραυματική παιδική ηλικία. Τόσο ο Ντάνι όσο και η Έιμι δρουν με γνώμονα την αυτοκαταστροφή, τις εσωτερικευμένες τύψεις και το φόβο πως δεν μπορούν ή δεν αξίζουν να αγαπηθούν. Γι’ αυτό και η ομοιότητά τους δεν αποτελεί λόγος να σταματήσουν την πάλη τους, αλλά κίνητρο για να συνεχίσουν.
Η δυσκολία τους να ξεφύγουν ο ένας από τον άλλον στέκεται παράλληλα με μια γλυκόπικρη αλήθεια: δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας. Μπορούμε να τον σιχαθούμε, να του επιτεθούμε, να τον πληγώσουμε. Όμως ακόμα κι όταν τα κάνουμε όλα αυτά, και δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο, και τα πάντα γύρω μας θυμίζουν πια εμπόλεμη ζώνη, μόνος επιζών θα είναι εκείνος ο εαυτός που δε συγχωρέσαμε. Και δε θα μας αφήσει σε ησυχία μέχρι να βρούμε έναν τρόπο να το κάνουμε.