Το τρέιλερ της σειράς "Queen Cleopatra”, η οποία θα κυκλοφορήσει στο Netflix στις 10 Μαΐου, διαρκεί δύο λεπτά. Ήταν όμως αρκετά για να πυροδοτήσουν αντιδράσεις θεατών, ιστορικών και πολιτικών, οι οποίοι στηρίχτηκαν στην πρωτοφανή θέαση μίας μαύρης Κλεοπάτρας για να απορρίψουν ένα ολόκληρο αφήγημα. Ένας Αιγύπτιος δικηγόρος, μάλιστα, κινήθηκε νομικά κατά της παραγωγής, ενώ ο γνωστός Αιγύπτιος αρχαιολόγος Ζάχι Χαουάς πήρε θέση τονίζοντας κατηγορηματικά πως η Κλεοπάτρα ήταν λευκή. Και παρ’ ότι έχει όντως καταγραφεί έτσι στη συλλογική μας μνήμη, το debate παραμένει υπό εξέλιξη, με την καταγωγή της μητέρας της να παραμένει άγνωστη, δίνοντας χώρο και σε άλλα συμπεράσματα.
H σειρά της Τίνα Γκαράβι, με την Τζέιντα Πίνκετ Σμιθ σε θέση παραγωγού και με την μιγά ηθοποιό Αντέλ Τζέιμς στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Βασίλισσας, ανήκει στο είδος docufiction και περιλαμβάνει, πέρα από δραματοποιημένες ιστορικές απεικονίσεις, συνεντεύξεις ιστορικών που επιτρέπουν τη θεώρηση της και ως ντοκιμαντέρ. Εξαιτίας αυτού προκύπτει η απαίτηση ακριβούς απεικόνισης προσώπων και γεγονότων, στην οποία έχουμε την τάση να εμμένουμε, ενδεχομένως για λάθος λόγους και με λάθος τρόπους.
Ξέρουμε πως η Κλεοπάτρα ήταν Αιγύπτια Ελληνικής καταγωγής, άρα εικάζουμε πως ήταν λευκή και είναι σημαντικό για εμάς η συγκεκριμένη εικόνα, όπως και κάθε τι που θεωρούμε δεδομένο, να επιβεβαιώνεται. Όμως αυτή προκύπτει μέσα από ένα σύνολο σύγχρονων αντιλήψεων, όρων και ανθρωπολογικών εργαλείων, βάση των οποίων εξετάζουμε το παρελθόν. Ο συγγραφέας Κίναν Μάλικ της Guardian τονίζει πως μέσω αυτής της διαδικασίας καταλήγουμε να προβάλλουμε σύγχρονες ευαισθησίες και να επιβάλλουμε νοήματα σε έναν κόσμο που αντιλαμβανόταν την ταυτότητά του πολύ διαφορετικά. Έτσι, αμφισβητεί τη "λευκότητα" της Κλεοπάτρας ορίζοντας την ως προϊόν μίας φυλετικής αντίληψης που εδραιώθηκε ανά τα χρόνια, μέσω μίας συνεχούς κοινωνικής διαπραγμάτευσης που έχει τις ρίζες της σε πολιτικές φαντασιώσεις και συμφέροντα.
Για έναν Αιγύπτιο, ο πολύ συγκεκριμένος και σχετικά πρόσφατος διαχωρισμός μεταξύ του Αραβικού Κόσμου και των νοτιότερων χωρών της Αφρικής εξυπηρετεί την αυτό-εικόνα του ως "μη μαύρος". Γι’ αυτό και το ενδεχόμενο η Κλεοπάτρα να ήταν μία μαύρη γυναίκα, απειλεί όχι μόνο ένα κομμάτι της κληρονομιάς του, αλλά και ένα κομμάτι της εικόνας που έχει χτίσει για τον εαυτό του. Ίσως λοιπόν τα μέσα που χρησιμοποιούμε για να κατανοήσουμε το παρελθόν δεν αφορούν απαραίτητα τον κόσμο και τους ανθρώπους του, αλλά περισσότερο εξυπηρετούν τη δική μας ανάγκη να νοηματοδοτήσουμε το παρόν και να διαφυλάξουμε την ταυτότητά μας εντός αυτού.
Τον σκοπό αυτό ενισχύουν κατά κόρον και τα μιντιακά αφηγήματα, που κυρίως επισφραγίζουν αυτά που ήδη (ίσως κακώς) θεωρούμε γεγονότα, παρά τα θέτουν υπό αμφισβήτηση. Στην ποπ κουλτούρα η Κλεοπάτρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η οποία πρωταγωνίστησε στην ομώνυμη ταινία του 1963. Η επιλογή της Τέιλορ, μίας γυναίκας που ενθυλακώνει τη θηλυκότητα αλλά και τη "λευκότητα" ως μία από τις σπουδαιότερες σταρ του Κλασικού Χόλυγουντ, σε συνδυασμό με την τεράστια επιτυχία της ταινίας, αφήνουν ελάχιστο περιθώριο για μία εναλλακτική κινηματογραφική Κλεοπάτρα. Πόσο μάλλον όταν αυτή έρχεται να διαταράξει τόσο τα φυλετικά όσο τα έμφυλα πρότυπα που με πολύ κόπο κατασκευάστηκαν, για να κρεμαστούν από αυτά ολόκληρες γενιές.
Το "Queen Cleopatra” τολμά αυτήν την πρωτοφανή απεικόνιση, όχι για να σοκάρει αλλά για να στρέψει την προσοχή μας προς τις λιγότερο θεατές πτυχές της Κλεοπάτρας, αλλά και των περισσότερων γυναικών που έγραψαν ιστορία. Η ίδια η δημιουργός κάνει λόγο για μία πρωταγωνίστρια που θα μπορούσε να είναι λευκή αλλά θα μπορούσε να είναι και μαύρη, όμως σίγουρα ξεχωρίζει για τον δυναμισμό και το μυαλό της. Και παράλληλα με αυτήν την "άλλη" Κλεοπάτρα, καταθέτει και μία άλλη εκδοχή του κόσμου που ξέρουμε και αρνούμαστε να εγκαταλείψουμε. Μία εκδοχή στην οποία μία τόσο εμβληματική φιγούρα του πολιτισμού μας είναι μαύρη και μία γυναίκα διακρίνεται για την εσωτερική της δύναμη αντί της εξωτερικής της εμφάνισης. Και απ’ ότι φαίνεται, σε αυτόν τον κόσμο είναι πολλοί εκείνοι που δυσκολεύονται ή φοβούνται να ανήκουν.