Το αμερικανικό "MasterChef" βρίσκεται στον τηλεοπτικό αέρα τα τελευταία 12 χρόνια, χωρίς να προβλέπεται σύντομα οι συντελεστές του να κρεμάσουν τις ποδιές τους. Στις αρχές των ‘00s, ο Τζέιμι Όλιβερ μέσω της εκπομπής του εκλαΐκευσε τις περιπλοκότητες της οικιακής κουζίνας, την ώρα που ο Γκόρντον Ράμσι με το "Kitchen Nightmares", χάρη στο "μαγικό" άγγιγμά του, μεταμόρφωνε αποτυχημένες επιχειρήσεις σε μοντέρνα εκλεπτυσμένα εστιατόρια. Παράλληλα, ο δίχως αντίστοιχο Άντονι Μπουρντέν έσμιγε τη μαγεία μιας νόστιμης συνταγής με τον πολιτισμό και τους ανθρώπους που την εμπνεύστηκαν. Όλα τα παραπάνω, δίχως να υπολογίζεται η σταθερή δημοφιλία των αντίστοιχων ελληνικών εκπομπών μαγειρικής και την "έκρηξη" στα social media κάθε λογής food porn, έχουν προσδώσει σήμερα στην κατανάλωση περιεχομένου γύρω από το φαγητό διαστάσεις εμμονής. Για κάθε μία χαριτωμένη γάτα στο TikTok εμφανίζεται και μια λαχταριστή "απλή" και γρήγορη συνταγή.
Την ίδια ώρα, λοιπόν, που στη μικρή οθόνη ευδοκιμούσαν τα ριάλιτι και μη μαγειρικής, οι τηλεοπτικές σειρές, παραδόξως, δεν ακολούθησαν τον ίδιο βηματισμό. Φταίει μήπως ότι η πραγματικότητα ενός εστιατορίου είναι τέτοια που ξεπερνά τη μυθοπλασία; Η πρώτη σεζόν του υπερηχητικού "The Bear" αποκρίνεται εμφατικά πως όχι. Παραγωγής FX και πλέον διαθέσιμο στην Ελλάδα μέσω του Disney+, το "Bear" μέσα σε οκτώ επεισόδια των τριάντα λεπτών, καταφέρνει να αποδώσει με χειροπιαστό ρεαλισμό το χάος και την πίεση μιας επιχείρησης εστίασης, αλλά και να προσφέρει γενναιόδωρα αγνό, αφτιασίδωτο, αγωνιώδες δράμα. Ο δημιουργός και σκηνοθέτης των περισσότερων επεισοδίων Κρίστοφερ Στόρερ, τοποθετεί την πλοκή γύρω από ένα βασανισμένο ήρωα και ένα μαγαζί που πλέει τα λοίσθια. Ο λόγος για τον τρομερά ταλαντούχο σεφ Κάρμεν (Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ), ο οποίος εγκαταλείπει τη Νέα Υόρκη και το "μισελενάτο" εστιατόριο όπου δούλευε, για να επιστρέψει στην πόλη που μεγάλωσε, το Σικάγο. Εκεί τον περιμένει το παρατημένο στην τύχη του οικογενειακό σαντουιτσάδικο, το μέλλον του οποίου απειλείται από τον καλπάζοντα εξευγενισμό (gentrification), τα τεράστια χρέη και την ανοργανωσιά.
Η σειρά, γυρισμένη σε γοητευτικότατους νεονουάρ τόνους, "φορτώνει" όλα τα βάρη του κόσμου στον πρωταγωνιστή της, ο οποίος καλείται να ανέβει μια δύσβατη ανηφόρα. Γύρω της, ξεδιπλώνονται πολλαπλές δυναμικές οι οποίες απαιτούν λεπτό χειρισμό και τεράστια αποθέματα υπομονής. Ο Κάρμεν οφείλει να βρει το πώς θα μπει τάξη στην απελπιστική δομή του εστιατορίου, αλλά και να φέρεται σωστά στους συναδέλφους του, όπως επίσης πώς να διαφυλάξει τη ψυχική υγεία του ώστε να μην καταρρεύσει. Ο τρόπος γραφής αυτού του περίπλοκου σεφ αντι-ήρωα αποτελεί και το σήμα κατεθέν του "Bear". Είναι ένας ένας αποτυχημένος επιτυχημένος, αρεστός αλλά και βαθιά προβληματικός, ένας άνθρωπος ικανός στην εποχή της υπερκόπωσης. Στις αναπαραστατικές τέχνες έχουμε συνηθίσει η αυτοκαταστροφή να έρχεται από την υπερβολή και τις κραιπάλες, εδώ όμως έμμεση αιτία είναι η επιδημία των μιλένιαλς, το burnout. Τίποτα το πανηγυρικό δε συνοδεύει το τέλος μιας καλής βάρδιας, παρά μόνο ένα βάρος στο στομάχι που δε λέει να φύγει.
Έπειτα, μία ακόμα τομή που καταφέρνει η σειρά αφορά την απεικόνιση του σπάνιου ταλέντου. Αντί να αποθεώσει τις ικανότητες του Κάρμεν σχεδόν τις απομυθοποιεί, καθώς τις συνδέει με τη ματαιότητα. Τι νόημα έχει, εξάλλου, να έχεις σερβίρει ένα αψεγάδιαστο πιάτο όταν δεν αγαπάς ούτε αυτό που φτιάχνεις ούτε αυτούς που σερβίρεις; Επιπλέον, ένα απελευθερωτικό στοιχείο του "Bear" σχετίζεται με το συναισθηματικό κόστος του γαστρονομικού "πρωταθλητισμού". Από την εποχή της αποθέωσης των φτασμένων σεφ οι οποίοι απαιτούσαν από τους φερέλπιδες διαδόχους τους εξουθενωτική εργασία πασπαλισμένη με εξευτελισμό και απαξίωση για να φτάσουν στην κορυφή, τώρα αυτή η καταπίεση αποκαλύπτεται σε όλη της την τοξικότητα.
Το "Bear" υφαρπάζει και για τα νοήματα που υπαινίσσεται, όπως τα παραπάνω, αλλά και εξαιτίας της αβίαστης αυθεντικότητάς του. Είτε μιλάμε για τη φρασεολογία των εστιατορίων είτε την ανθρωπογεωγραφία των μελών τους μπροστά και πίσω από τον πάγκο. Ο Στόρερ, επίσης, δε ξεχνά πως αφηγείται την ιστορία χαρακτήρων "από τα κάτω", έτσι αποδίδει τη λαϊκότητά τους εξίσου με σεβασμό και πειστικότητα σπάνιας ειλικρίνειας. Είναι ενδεικτικός ο χειρισμός της σχέσης του Κάρμεν με τον Ρίτσι (Ίμπον Μος-Μπάκρακ), το συνάδελφο με την οριακή συμπεριφορά και τα καλά κρυμμένα συμπλέγματα. Οι σκηνές που μοιράζονται αποπνέουν τη συμπεριφορά δρόμου του Σικάγο αλλά ταυτόχρονα, φροντίζουν να αναδειχθεί και να ψυχολογηθεί η πνιγηρή ένταση που φέρνουν δύο αποφασισμένοι άντρες στο ίδιο δωμάτιο.
Στο τέλος της ημέρας, το "Bear" προσφέρεται για αμάσητο binging γιατί είναι τηλεοπτικά ακαταμάχητο. Και καλογραμμένο είναι και ένα φανταστικό πρωταγωνιστή στο πρόσωπο του Γουάιτ έχει και γυρισμένο με φρενίτιδα είναι (κρατήστε την ανάσα σας στο μονοπλάνο 20’ του 7ου επεισοδίου), οπότε, γιατί να παραγγείλεις απ’ έξω όταν παίζει αυτό στο σπίτι;