Ήταν η μεγαλύτερη ατραξιόν της φετινής κινηματογραφικής Μπιενάλε. Η απόλυτη κινηματογραφική σταρ βιογραφημένη από την κορυφαία λογοτέχνη Τζόις Κάρολ Όουτς, με τον Άντριου Ντόμινικ ("Η Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς", "Σκότωσέ τους Γλυκά") να αφιερώνει σχεδόν 15 χρόνια από τη ζωή του για να μεταφέρει την ιστορία της Μέριλιν Μονρό στη μεγάλη οθόνη. Το σχέδιο πήρε απανωτές αναβολές, άλλαξε πρωταγωνίστριες (Ναόμι Γουότς, Τζέσικα Τσαστέιν) και τελικά κατέληξε στο Netflix και την καυτή Άνα ντε Άρμας ("No Time to Die"), η οποία προετοιμάστηκε έναν ολόκληρο χρόνο για το ρόλο. Η κορυφαία ψηφιακή πλατφόρμα αποφάσισε να διανείμει το διάρκειας 166 λεπτών φιλμ στις αίθουσες μόνο των ΗΠΑ (για ευνόητους οσκαρικούς λόγους) και της Μ. Βρετανίας για σύντομο χρονικό διάστημα, πριν το "βγάλει στον αέρα" παγκοσμίως στις 28 Σεπτεμβρίου. Μετά από όλα αυτά και ούσα η μοναδική ταινία της χρονιάς που έχει λάβει το χαρακτηρισμό NC-17 (κάτι σαν "αυστηρά ακατάλληλο") από την αμερικανική λογοκρισία, η "Ξανθιά" ("Blonde") αποτελεί αναμφίβολα το streaming σινε-γεγονός του φθινοπώρου.
Με τον Άντριου Μπρόντι στο ρόλο του Άρθουρ Μίλερ, τον Μπόμπι Καναβάλε σ’ αυτόν του Τζο ΝτιΜάτζιο και τον Σάβιερ Σάμιουελ ως Τσαρλς Τσάπλιν τζούνιορ, η σχεδόν τρίωρη διαδρομή της Νόρμα Τζιν Μπέικερ προς τη δόξα και την αυτοκαταστροφή ξεκινάει με τα τραυματισμένα παιδικά χρόνια της. Αγνώστου πατρός, κακοποιείται από την ψυχολογικά ασταθή μητέρα της (Τζούλιαν Νίκολσον), η οποία της υπόσχεται πως ο πατέρας της, ισχυρός άντρας της χολιγουντιανής βιομηχανίας, θα επιστρέψει σύντομα για να την αναγνωρίσει. Έτσι, η μοίρα της μικρής Νόρμα Τζιν, που δεν θα αργήσει να καταλήξει σε ορφανοτροφείο, είναι εξαρχής δεμένη με την απατηλή λάμψη της κινηματογραφικής Μέκκας. Μιας ανθρωποφάγας μηχανής παραγωγής ονείρων λαϊκής κατανάλωσης, η γοητεία της οποίας πηγαίνει χέρι χέρι με το υψηλότερο τίμημα. Κι ο Ντόμινικ προσπαθεί να προσωποποιήσει αυτή τη γνωστή τοις πάσι διαπίστωση στη μετεωρική πορεία της Μέριλιν αφενός προς τη "θεοποίηση" και αφετέρου προς τον απόλυτο εξευτελισμό. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή της συνεύρεσής της με τον πρόεδρο Τζον Κένεντι (Κάσπαρ Φίλιπσον), η οποία αναπαριστά γλαφυρά, προκλητικά και χοντροκομμένα (η εν λόγω ερωτική σκηνή είναι και η μόνη δικαιολογία για τον NC-17 χαρακτηρισμό) την ανεξέλεγκτη πτώση της, αλλά και τον λαϊκίστικο τρόπο με τον οποίο η ταινία καυτηριάζει το αποτρόπαιο πρόσωπο της εξουσίας.
Παγιδευμένη στις (υπερ)φιλόδοξες υποσχέσεις τού πρότζεκτ, η "Ξανθιά" δεν σταματά εκεί και προσπαθεί να σχολιάσει τα πάντα: τη σχέση ονείρου και πραγματικότητας, τις πατριαρχικές κοινωνικές δομές, τη σκοτεινή πλευρά της showbiz, το αμερικανικό "κυνήγι της ευτυχίας", τις απάνθρωπες πρακτικές του συστήματος. Το λαμπρότερο και τραγικότερο είδωλο της ποπ κουλτούρας δίνει στον Ντόμινικ όλες τις δυνατότητες κι αυτός, πατώντας σ' ένα υπερφορτωμένο από μελοδραματικές κορώνες σενάριο ("γι' αυτό, λοιπόν, θυσίασα το παιδί μου;"), περιπλανιέται άσκοπα μέσα σε ένα λαβύρινθο από επιδερμικές αναφορές και απλοϊκότατες διαπιστώσεις. Γιατί θέλει να τα πει όλα, αλλά και να τα δείξει όλα: slow motion, "πειραγμένοι" ήχοι, διαρκείς εναλλαγές μεγέθους του κάδρου, έγχρωμου και ασπρόμαυρου φιλμ, θολών και διαφημιστικά αστραφτερών εικόνων. Χαρακτήρες πάνε κι έρχονται, η σινεφίλ ιστορία ξεπετάγεται μέσα από την κλειδαρότρυπα και στη μέση στέκει μια διαρκώς πανικόβλητη Άνα ντε Άρμας, η οποία παλεύει με νύχια και με δόντια (σαν να έχει δανειστεί τη θέληση της ηρωίδας της) για να δώσει υπόσταση σ' ένα χτυπημένο απ' όλα τα δράματα του κόσμου χαρακτήρα. Όπως και η ίδια η Μέριλιν, κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί...