"MasterChef", "Survivor" και "Φάρμα": Καλωσορίσατε σε άλλη μία τηλεοπτική σεζόν όπου τα κανάλια εμπιστεύονται τα ριάλιτι στο πρόγραμμά τους, κι ας έχει αλλάξει πλέον πολύ το πεδίο της ελληνικής τηλεοπτικής πραγματικότητας (βλέπε την πρόσφατη άνοδο της μυθοπλασίας, αλλά και εκπομπές που πλέον προσεγγίζονται με επαγγελματισμό). Βέβαια, τα νούμερά τους δεν θυμίζουν σε τίποτα την απόλυτη κυριαρχία παλιότερων χρόνων – ίσως επειδή ειδικά φέτος το κάστινγκ της "Φάρμας" ήταν από τα πιο αδιάφορα, το "Survivor" πλέον βγάζει μάτι ότι παίζεται με ρόλους και σενάριο γραμμένο από την παραγωγή, ενώ το "MasterChef" –όσο απολαυστική κι αν παραμένει η τριάδα των κριτών– έχει επενδύσει περισσότερο από όσο θα άντεχε κανείς στο μελό, όπως τουλάχιστον φαίνεται μέχρι στιγμής από τις άλλοτε ευχάριστες διαδικασίες των οντισιόν για μία ποδιά. Αλήθεια, όμως, είναι η τηλεθέαση κάτι που θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη;
Το ενδεχομένως υψηλό ποσοστό μιας εκπομπής που δεν είναι του γούστου σου δεν θα σε κρατήσει παραπάνω στην οθόνη και, αντίστοιχα, αν απολαμβάνεις κάτι, δεν θα σε σταματήσουν οι χαμηλές επιδόσεις του στους πίνακες τηλεθέασης. Τηλεοπτικό κοινό (και αναγνώστες) δεν θα έπρεπε καν να ασχολούνται με νούμερα, με ποσοστά στο "δυναμικό κοινό" και στο "σύνολο του πληθυσμού" και με όρους όπως prime time και slot winner. Εμείς έχουμε το καρπούζι, εμείς και το μαχαίρι (εν προκειμένω το τηλεκοντρόλ) και καθένας μπορεί να παρακολουθήσει, με το απλό πάτημα ενός κουμπιού, ό,τι πραγματικά τον ευχαριστεί, είτε αυτό είναι "ποιοτικό" πρόγραμμα του 2,0% είτε "ελαφρά ψυχαγωγία" του 30%.
Αυτό όμως που θα πρέπει να μας απασχολεί είναι να υπάρχουν επιλογές για όσους δεν συγκινούνται από φιλόδοξους σεφ που προσπαθούν να πετύχουν το τέλειο ψήσιμο στο σολομό και μαχητές και διάσημους που "σκοτώνονται" για μια καρύδα. Και η αλήθεια είναι ότι η αρχή γίνεται ήδη, με τη μυθοπλασία να παίρνει σημαντικό κομμάτι της τηλεοπτικής πίτας. Αν αυτό είναι τυχαίο (δεδομένων των "ατυχών" σεζόν των ριάλιτι μαγειρικής και επιβίωσης) ή μια αλλαγή που ήρθε για να μείνει, είναι κάτι που θα φανεί μελλοντικά.
Κάπου εδώ να σημειώσουμε ότι μερικές ημέρες πριν, όταν προστέθηκε στο Netflix η νέα σεζόν του dating reality "Too hot to handle", όπου οι παίκτες κερδίζουν μόνο αν καταφέρουν να αντισταθούν στις σεξουαλικές τους ορμές, βρέθηκε αμέσως στο τοπ 3 της ελληνικής δεκάδας – μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι δεν είχε κάτι άλλο να παρακολουθήσει στη συγκεκριμένη πλατφόρμα; Όχι. Guilty pleasure ή μη, τα ριάλιτι υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν και στην ελληνική τηλεόραση για όσους θέλουν να τα παρακολουθήσουν.
Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη τα reality shows, που δεν είναι κάτι παραπάνω από ένα τηλεοπτικό προϊόν, και ας δούμε το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής τηλεόρασης (ή, χειρότερα, κοινωνίας). Τι γίνεται, λοιπόν, όταν η πραγματικότητα, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, είναι αυτή που μετατρέπεται σε σόου; Από πού κι ως πού παρουσιαστές ενημερωτικής εκπομπής κερνάνε κόλλυβα στο τηλεοπτικό πλατό με αφορμή τα υψηλά κρούσματα covid; Γιατί η εφιαλτική περιπέτεια μιας κοπέλας που βιάστηκε, να αναπαράγεται σχεδόν ανθρωποφαγικά ξανά και ξανά και να γίνεται πεδίο προβολής (έστω και αρνητικής) κάποιων αποκαλούμενων influencers και γιατί ο πόνος ενός συνανθρώπου να δίνεται ως βορά για τηλεοπτικά ρεπορτάζ δίχως νόημα; (Βλέπε την πρόσφατη περίπτωση του θανάτου νεαρού ηθοποιού, όπου κάμερα τηλεοπτικής εκπομπής ακολούθησε τη σύντροφό του μέχρι και την πόρτα του σπιτιού της.) Αν έλειπαν όλα τα παραπάνω και άλλα τόσα σχετικά, μιας και αυτά τα αναφέρουμε σαν τρανταχτά παραδείγματα μιας τάσης που επικρατεί πλέον σε τηλεοπτικά δελτία και εκπομπές, τότε θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με το πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο των reality shows. Μέχρι τότε, καλώς ή κακώς, ο Άγιος Δομίνικος θα είναι ο τηλεοπτικός παράδεισος που μας αξίζει.