Αυτές είναι οι αγαπημένες σειρές των συντακτών του «α»

Ποιες σειρές θα βλέπουμε εμμονικά ξανά και ξανά μέχρι να σβήσει ο ήλιος; Η συντακτική ομάδα του αθηνοράματος απαντά.

Αυτές είναι οι αγαπημένες σειρές των συντακτών του «α»

Ποιες σειρές θα βλέπουμε εμμονικά ξανά και ξανά μέχρι να σβήσει ο ήλιος; Η συντακτική ομάδα του αθηνοράματος απαντά.

The Wire (ΗΒΟ, 2002-2008) / Γιάγκος Αντίοχος

Αυτές είναι οι αγαπημένες σειρές των συντακτών του «α» - εικόνα 1

Η Βαλτιμόρη, όπου εκτυλίσσονται οι πέντε σεζόν της σειράς, είναι μια πόλη που απεικονίζει με ακρίβεια την παρακμή της αμερικανικής εργατικής τάξης. Αποτέλεσε (καπιταλιστικό) πεδίο δόξης λαμπρό για το φορντιστικό μοντέλο των Η.Π.Α., γνωρίζοντας την απόλυτη ακμή της την δεκαετία του 1950 με πανίσχυρη βιομηχανική παραγωγή, δυνατή ναυτιλιακή δραστηριότητα –λιμάνι γαρ- και πληθυσμό που έφτανε σχεδόν το ένα εκατομμύριο κατοίκους. Μισό αιώνα μετά η Βαλτιμόρη έχει μετατραπεί σε ένα μετα-καπιταλιστικό no man’s land, όπου η αποβιομηχανοποίηση και η μείωση κάθε είδους παραγωγής έχει μειώσει τους κατοίκους της στο μισό, ενώ έχει εκτοξεύσει την εγκληματικότητα στα ύψη.

Σ’ αυτό το «ιδανικό» σκηνικό, ο πρώην αστυνομικός ρεπόρτερ Ντέιβιντ Σάιμον συντελεί μια ανεπανάληπτη κάθετη και οριζόντια χειρουργική τομή στο άρρωστο κορμί μιας υπερδύναμης που ασθμαίνει. Από τη μία πλέκει το σεναριακό ιστό των πέντε σεζόν, πάνω σε πέντε διαφορετικούς πυλώνες: Στην διακίνηση ναρκωτικών, στο διεφθαρμένο βασίλειο του λιμανιού, στα πάρε-δώσε της τοπικής διακυβέρνησης, στην εκπαίδευση και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Από την άλλη, η διαπεραστική ματιά του «The Wire» ξεκινά από τον τοξικό αφρό της βαλτιμοριανής (μικρό)εξουσίας και φτάνει μέχρι την εξαθλιωμένη καθημερινότητα των σύγχρονων πληβείων.

Με αυτό τον τρόπο χαρτογραφεί με ακρίβεια τις βαθύτερες αιτίες των αβυσσαλέων ανισοτήτων που επικρατούν στην μετα-νεωτερική Αμερική, μιας υπερδύναμης που έχει εκχωρήσει το προνόμιο της παραγωγής στην Ασία, αδυνατώντας να συντηρήσει τη δική της εργατική τάξη. Μάλιστα, με αυτόν τον τρόπο γίνεται εν έτει 2002 προφήτης του επερχόμενου τραμπισμού και του κίβδηλου προτάγματος του «Make Amerika Great Again», ο οποίος ηττήθηκε δύσκολα στις πρόσφατες εκλογές και σίγουρα δεν θα εξαφανιστεί.

Όμως την ίδια στιγμή, η επιλογή της Βαλτιμόρης ως σκηνικού του «The Wire» - η οποία ψηφίζει σε ποσοστό πάνω από 80% Δημοκρατικούς, ενώ έχει Αφροαμερικανό δήμαρχο και αφροαμερικανικό πληθυσμό 63,7% (από 19,3% το 1940!) – φέρνει την αφήγηση πέρα και πάνω από κάθε στείρα πολιτική κόντρα και προσπάθειας εξεύρεσης «μαγικών» πολιτικών λύσεων. Ζουμάροντας χωρίς ωραιοποιητικά φίλτρα στην αλήθεια των προβλημάτων των Η.Π.Α., φέρνει σε πρώτο πλάνο τις δομικές παθογένειες ενός ολόκληρου συστήματος.

Και ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να απεικονιστεί αυτό κινηματογραφικά; - συγγνώμη τηλεοπτικά ήθελα να πω αλλά η ποιότητα της παραγωγής και η αφηγηματική λογική των μεγάλων σεκάνς χωρίς πολλά cut σε μπερδεύουν. Φυσικά ο ρεαλισμός. Γυρισμένο σε φυσικούς χώρους, με τη συμμετοχή αρκετών κατοίκων της πόλης που έκαναν κομπαρσιλίκια και την ωμή μεταφοράς μιας άβολης πραγματικότητας στη μικρή οθόνη, το «The Wire» απέχει χιλιάδες μίλια από τον χολιγουντιανό νατουραλισμό, περίπου τόσα όσα η Βαλτιμόρη από το Λος Άντζελες…

Χωρίς εκβιαστικά cliffhanger endings (αλήθεια πόσες φορές οι σεναριογράφοι σκαρφίζονται πρώτα αυτά και μετά γράφουν το σενάριο του επεισοδίου;), χωρίς να παίρνει φωτιά η μονταζιέρα, κυρίως όμως αρνούμενο να χρησιμοποιήσει την προσφιλή στην αμερικανική τηλεόραση/σινεμά προτεσταντική ηθική για να δώσει χιλιοειδωμένους ορισμούς καλού/κακού, η σειρά άνοιξε το δρόμο προς τη παντοδυναμία της σύγχρονης τηλεόρασης μέσω μιας θαρραλέας ανάγνωσης της πραγματικότητας που ουδέποτε θα μπορούσε να βρει χρηματοδότηση στην εθισμένη στη χολιγουντιανή επιφάνεια κινηματογραφική βιομηχανία των Η.Π.Α. Το «The Wire» αποτέλεσε το θριαμβευτικό πέρασμα της τηλεόρασης στη νέα χιλιετία, αφήνοντας πίσω της τις εφηβικές της παθογένειες και ατενίζοντας πιο ώριμη από ποτέ το λαμπρό της μέλλον.

Breaking Bad (AMC, 2008-2013) / Βασιλική Γερονίκου

«Δεν κινδυνεύω εγώ. Εγώ είμαι ο κίνδυνος. Κάποιος ανοίγει την πόρτα του, τον πυροβολούν, και πιστεύεις ότι είμαι εγώ; Όχι. Εγώ είμαι αυτός που του χτύπησε», λέει ο Γουόλτερ Γουάιτ, ο πολυβραβευμένος χαρακτήρας του Μπράιαν Κράνστον στο έκτο επεισόδιο της τέταρτης σεζόν, κι εγώ δηλώνω με σιγουριά πως για εμένα αυτό το «Ι am the one who knocks» είναι η επικότερη ατάκα στην ιστορία της τηλεόρασης.

Το τελευταίο επεισόδιο του «Breaking Bad» προβλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2013 και σήμερα, επτά χρόνια αργότερα, δηλώνω ακόμα εξαρτημένη αλλά ταυτόχρονα και «καθαρή» από αυτό. «Καθαρή» διότι ποτέ δεν γύρισα πίσω για επανάληψη, πολύ απλά γιατί δεν το ξέχασα ποτέ – το story, οι χαρακτήρες, όλα τα επεισόδια είναι ζωντανά στο μυαλό μου. Και εξαρτημένη, γιατί επτά χρόνια αργότερα και έπειτα από αμέτρητες σειρές και άπειρες ώρες μπροστά στην οθόνη, ακόμα πιάνω τον εαυτό μου να ψάχνει μια τζούρα από αυτό το τηλεοπτικά μαγικό «κάτι» του «Breaking Bad» που έκανε κλιμακωτά κάθε επεισόδιό του καλύτερο από το προηγούμενο.

Στο «Breaking Bad», όταν ο Γουόλτερ Γουάιτ, ένας φιλήσυχος και πράος 50χρονος καθηγητής χημείας στην Αλμπουκέρκη του Νέου Μεξικού μαθαίνει ότι πάσχει από καρκίνο, αποφασίζει να «μαγειρέψει» ναρκωτικά με σκοπό να εξασφαλίσει οικονομικά την οικογένειά του μετά τον θάνατό του. Σταδιακά μετατρέπεται σε πανίσχυρο βαρόνο ναρκωτικών με το ψευδώνυμο Χάιζενμπεργκ έχοντας τη βοήθεια του πρώην μαθητή του Τζέσι Πίνκμαν (Άαρον Πολ), που από τζάνκι του δρόμου γίνεται κι εκείνος πρόσωπο-κλειδί των καρτέλ. Μέσα στα 62 συνολικά επεισόδια των πέντε σεζόν, ο δημιουργός της σειράς Βινς Γκίλιγκαν χτίζει αυτήν την κλιμακωτή αλλαγή στους χαρακτήρες με ασύγκριτη ακρίβεια και απαράμιλλη προσοχή στη λεπτομέρεια, όπως ακριβώς ο Χάιζενμπεργκ «μαγειρεύει» την πολύτιμη και περιζήτητη μεθαμφεταμίνη του: τα πάντα πρέπει να τρέχουν στην εντέλεια για να πετύχεις το ασύλληπτο 99.1% καθαρότητας (μπορεί κανείς να ξεχάσει το επεισόδιο με τη μύγα;).

Τα βασικά συστατικά της; Σφιχτοδεμένη, ειλικρινής και συνεπής στο σκοπό της τηλεοπτική γραφή που δεν αφήνει ούτε ένα κενό, σπουδαία –κατά τη γνώμη μου η σπουδαιότερη ever– ανάπτυξη (κυριολεκτικά όλων) των χαρακτήρων και υποδειγματική τηλεοπτική μετριοφροσύνη και ταπεινότητα (ποτέ η ένταση σε cliffhanger επεισόδια δεν κράτησε παραπάνω από όσο έπρεπε, ενώ η σειρά δεν φοβήθηκε να κλείσει στο απόλυτο peak της δημοφιλίας της). Και κάπως έτσι το «Breaking Bad» καταλήγει να είναι πιο εθιστικό κι από την κρυσταλλική blue meth του Χάιζενμπεργκ. Για την ιστορία, το συγκλονιστικό 14ο επεισόδιο της πέμπτης σεζόν με τίτλο «Ozymandias» κατέχει το μοναδικό και το απόλυτο 10 στα 10 στη βαθμολογία των χρηστών του IMDB, ενώ στις εκατοντάδες διακρίσεις της σειράς ξεχωρίζουν τα δεκαέξι Emmy και οι δύο Χρυσές Σφαίρες.

Community (NBC και Yahoo!, 2009-2014) / Δέσποινα Ζευκιλή

Το ατμοσφαιρικό Mindhunter και η κατάδυση στην άλλη, ψυχολογική πλευρά του FBI των ‘70s μου άνοιξε ξανά πέρυσι την όρεξη για (αστυνομικές) σειρές που είχα αφήσει κάπου στην εποχή του εμβληματικού Broadchurch (παρεμπιπτόντως, αφού τερμάτισα το είδος ακολουθώντας Βρετανούς, Ουαλλούς, Σκανδιναβούς, Ισπανούς, Πολωνούς και λοιπούς ντετέκτιβ κάθε φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού και ψυχικών τραυμάτων στη λύση κάθε λογής φόνου, παραμένει κορυφαίο).

Με το που ξεκίνησε η πανδημία όμως κύλησα μαζί με τον γιο μου στον comfort ξεκαρδιστικό κόσμο του Community απολαμβάνοντας τις ξεκαρδιστικές περιπέτειες της ετερόκλητης παρέας των, για τους πολλούς, loser πρωταγωνιστών, που γράφονται στο κοινοτικό κολλέγιο της συμφοράς. Και μαζί την πανέξυπνη αποδόμηση του αμερικάνικου ονείρου και των κλισέ των sitcom (μιλάμε για την απόλυτη σειρά μέσα στη σειρά) δια χειρός Νταν Χάρμον, τις αλλεπάλληλες αναφορές στην pop culture, τη δημιουργική οικειοποίηση διαφορετικών κινηματογραφικών ειδών και φορμών και εν τέλει τον καθησυχαστικά μελό κόσμο της κοινότητας, της φιλίας, της εκτεταμένης φοιτητικής ζωής και της αναβολής της ενηλικίωσης.

Με λίγα λόγια η ιδανική δόση σοφιστικέ αμερικανιάς και νοσταλγίας για μας που ενηλικιωθήκαμε με ένα συνδυασμό Twin Peaks και Φιλαράκια στα μακρινά ‘90s. Τώρα που η ρήση όταν κάνεις σχέδια ο θεός γελάει μοιάζει να αφορά κάθε βραχυπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο υπολογισμό μας, ας χωθούμε λοιπόν μαζί με τον Άμπετ και τον Τρόι στη πολιτεία των παπλωμάτων (σεζόν 2, επεισόδιο 9) ή ας αφεθούμε στην αέναη Θεωρία του Χάους (σεζόν 3, επεισόδιο 3) κι αύριο βλέπουμε.

Twin Peaks (ABC, 1990-1991, 2017) / Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος

Δεν ξέρω αν για την επιλογή μου φταίει πως όταν ήμουν μερικών μηνών η μάνα μου πάλευε μάταια να με κοιμίσει για να δει το «Twin Peaks» στην τηλεόραση, προτού βρεθεί εν τέλει μπροστά από την οθόνη με εμένα αγκαλιά, πάντως η σειρά του Ντέιβιντ Λιντς έχει αφήσει ακλόνητη επιρροή πάνω μου. Όταν, έφηβος πια, την παρακολούθησα ολόκληρη για πρώτη φορά, παρότι ήμουν γνώριμος με την ικανότητα του Λιντς να δημιουργεί ανοίκειους εφιαλτικούς κόσμους, ήταν αδύνατο να αποδιώξω τη νευρικότητα που μου άφησε η ιστορία της Λόρα Πάλμερ.

Μαζί με τον Μαρκ Φροστ, ο σκηνοθέτης δεν κατασκεύασε απλώς μια αγωνιώδη υπόθεση μυστηρίου γύρω από την ανεξήγητη δολοφονία μιας μαθήτριας λυκείου, αλλά ένα καθρέφτη, όπου αντικατοπτρίζονται οι υποσυνείδητες διεστραμμένες παρορμήσεις των κατοίκων μιας μικρής κοινότητας και κατ’ επέκταση ολόκληρης της Αμερικής. Αισθητικά πρωτόγνωρη για τα τις αρχές των ‘90s όταν και βγήκε στον αέρα, θεματικά τολμηρή και αφηγηματικά αντισυμβατική, η σειρά ήρθε σε ρήξη με τις τηλεοπτικές νόρμες και σέρβιρε ριζοσπαστική ψυχαγωγία στο μαζικό κοινό.

Καθόλου τυχαίο που σύντομα οι φανατικοί θεατές της σειράς ξεπέρασαν τα αμερικανικά σύνορα, με το μύθο του «Twin Peaks» να γιγαντώνεται μετά το πρώιμο αρχικό τέλος του. Στα τελευταία επεισόδια της δεύτερης σεζόν «δίνεται» ραντεβού μετά από 25 χρόνια για να δοθούν οριστικές απαντήσεις στο ερώτημα «ποιος σκότωσε τη Λόρα Πάλμερ;» και οι Λιντς – Φροστ ήταν εκεί. Υπό τους ήχους του μυθικού soundtrack του Άντζελο Μπανταλαμέντι, το 2017 άνοιξαν πάλι οι δρόμοι για το «Twin Peaks», κάτι ασύλληπτο στην ιστορία της τηλεόρασης, με την τρίτη σεζόν να αποδεικνύεται ένα σπουδαίο αριστούργημα που κορυφώθηκε στην αδιανόητη κατακλείδα της.

Σε μια εποχή που οι κανόνες της μικρής οθόνης επιβάλλουν ανατροπές, cliffhangers και λοιπά κόλπα για την εξασφάλιση της προσοχής του θεατή, ο Λιντς επέλεξε την αντίθετη κατεύθυνση σκηνοθετώντας επεισόδια που συχνά δεν εξέλισσαν την πλοκή ή πολύ απλά περιείχαν φαινομενικά ακατανόητες σκηνές. Εξάλλου η έμφαση δε δόθηκε ποτέ στη συνεκτική δομή του σεναρίου, τα κρυφά νοήματα ή τις πραγματικές προθέσεις, αλλά στη δημιουργία ενός σύμπαντος στον οποίο μπορούν να γεννηθούν απροσδόκητες ποιητικές εικόνες. Γιατί το «Twin Peaks» συνιστά μια ματιά στο αφανές, μια υπενθύμιση των πιο σκοτεινών ανθρώπινων ενστίκτων και ταυτόχρονα μια ωδή σε όσα δε μας αφήνουν ασυγκίνητους.

Τα Φιλαράκια (NBC, 1994-2004) / Τώνια Καράογλου

Mιλώντας για μένα, μιλάμε για έναν άνθρωπο που για χρόνια λέγοντας «σειρά», εννοούσε τα «Φιλαράκια», το «Sex and the City», άντε και το «True Detective». Δεν έχω δει «Game of thrones» ούτε «Peaky Blinders» (αυτό θα ήταν αιτία χωρισμού από μεριάς του συντρόφου μου, αλλά έχει επιδείξει αξιοσημείωτη μεγαλοψυχία απέναντί μου), ενώ το «House of cards» το είχα παρατήσει κάπου στο δεύτερο κύκλο. Αλλά μετά ήρθε η καραντίνα νο1 και τώρα η καραντίνα the sequel και κάπως έτσι κατάφερα να μπω στον κατάλογο των ανθρώπων που δικαιούνται να μην αισθάνονται εξωγήινοι όταν η συζήτηση έρχεται στο εν λόγω θέμα. Και ενώ θα μπορούσα να μιλάω για ώρες για τη ζημιά που έπαθα με το «Breaking Bad», θα ήταν τεράστια αδικία να αφήσω απ’ έξω τα «Φιλαράκια».

Τα «Φιλαράκια» μπορεί να μην είναι η καλύτερη σειρά που γυρίστηκε ποτέ, σίγουρα όχι η πιο έξυπνη ή η πιο συναρπαστική. Ειδικά τώρα που οι παραγωγές των (ξένων) τηλεοπτικών προϊόντων φτάνουν να συγκρίνονται, ακόμα και να ξεπερνάνε, τις κινηματογραφικές, τα «Φιλαράκια» μοιάζουν με σχεδόν ερασιτεχνικό δείγμα μιας άλλης εποχής. Καταφέρνουν, όμως, δεκαπέντε χρόνια μετά την προβολή του τελευταίου επεισοδίου, να σε τυλίγουν με το πιο comforting, feelgood συναίσθημα που μπορείς να έχεις με το πάτημα ενός κουμπιού. Υπάρχουν πάντα εκεί, στο σταθερό τηλεοπτικό πρόγραμμα του σαββατοκύριακου, και ενώ ξέρω τι θα δω όποιο επεισόδιο και να πετύχω, θα κολλήσω αμέσως, θα γελάσω ξανά με τα ίδια αμήχανα αστεία του Τσάντλερ, την weird Φοίβη, τον ψυχαναγκασμό της Μόνικα, τις φτηνές ατάκες του Τζόι, τον καυγά της Ρέιτσελ και του Ρος για το αν είχαν χωρίσει ή όχι εκείνη την περιβόητη βραδιά. Θα κάνω χάζι τους δεκάδες γκεστ (σούπερ)σταρ που πέρασαν από τα επεισόδια στα δέκα χρόνια της σειράς και θα θυμηθώ πόσο όμορφος ήταν ο Μπραντ Πιτ στα 90s, ενώ όσο βυθίζομαι στον καναπέ μου, βλέποντας απέναντί μου τους έξι φίλους αραχτούς στον καναπέ του Central Perk θα αναρωτιέμαι πώς γίνεται σε αυτή τη σειρά να λειτουργούν στην εντέλεια ακόμη και τα γέλια-κονσέρβα. Και ενώ μπορεί να ξαναμαλώσω τον εαυτό μου που ακόμη δεν κατάφερα να πάω στη Νέα Υόρκη, βλέποντας τα «Φιλαράκια» θα νιώσω ότι επιστρέφω σε ένα ζεστό, φιλόξενο μέρος από τα παλιά.

Ρώσικη Κούκλα (Netflix, 2019) / Άγγελος Κλάδης

Κάπως δεσμευτικός ο τίτλος του καλύτερου και πιο αγαπημένου όταν έχεις να διαλέξεις μονάχα ένα, αλλά μια και πάντα δήλωνα φαν των σύντομων, καλογραμμένων ιστοριών (θέλει ταλέντο η συμπύκνωση), αποφάσισα να περιοριστώ στις μίνι σειρές κι η σκηνή της badass, μπουκλομάλλας Νάντιας εμπρός στον καθρέφτη του μπάνιου εκείνο το μυστηριώδες βράδυ γενεθλίων επέστρεφε ξανά και ξανά σαν γλιτς στο μυαλό μου, όπως συνέβαινε στη σειρά οκτώ επεισοδίων με την Νατάσα Λιόνε του 2019. Πώς είναι να ζεις την μέρα που πεθαίνεις ξανά και ξανά; Η πολυπαιγμένη παγίδα της επιθανάτιας λούπας –κι όμως!– ανοίγει άλλες ατραπούς στο σύμπαν της ατίθασης, εκκεντρικής πρωταγωνίστριας.

Βγάζει λεφτά προγραμματίζοντας βιντεοπαιχνίδια, είναι μάλιστα διάσημη για τη ευφυΐα της, αλλά αυτό που απολαμβάνει περισσότερο είναι να ζει στη φάση της: μ’ ένα τσιγάρο συνεχώς στο στόμα και γυαλιά ηλίου, η Νάντια πίνει πολύ, απολαμβάνει τα ναρκωτικά και το γρήγορο σεξ, ενώ ανά πάσα στιγμή μπορεί να βάλει τους πάντες στη θέση τους με μια ατάκα, να πάρει αυτό που θέλει και να φύγει ατάραχη. Όλα αυτά έως ότου προκύψει το bug στη ζωή της και εγκλωβιστεί στη λούπα του χρόνου. Στην αρχή πιστεύει πως φταίει ένα «πειραγμένο» τσιγάρο που ήπιε, ύστερα ότι το σύμπαν θέλει να την τρελάνει –η μητέρα της αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, οπότε κρατήστε το– αλλά σταδιακά μαθαίνει ότι τα πράγματα δεν κινούνται γραμμικά.

Στον κωμικό και ταυτόχρονα τραγικό κόσμο της Νάντια κάθε εκδοχή που βιώνει έχει διαφορετική διάρκεια, ενίοτε κάποια από αυτές επηρεάζει τις επόμενες κι όλες μαζί ξεφλουδίζουν σιγά-σιγά τα τραύματα της ηρωίδας, τραύματα που κρύβουν κι άλλα τραύματα, όπως η μπάμπουσκα κρύβει κι άλλες μικρότερες στο εσωτερικό της. Η σειρά αποκτά νέα τροπή απ’ τη μέση και μετά, όταν –spoiler alert– μπαίνει στο παιχνίδι ο Άλαν (Τσάρλι Μπερνέτ), ένας εκ διαμέτρου αντίθετος χαρακτήρας, ψυχαναγκαστικός με την οργάνωση, την καθαριότητα και την επανάληψη των πραγμάτων, ο οποίος πεθαίνει και ξαναγεννιέται την ίδια ακριβώς στιγμή με την Νάντια. Και όχι, η «Ρώσικη Κούκλα» δεν ξεθυμαίνει μ’ ένα ρομαντικό κλισέ αλλά επεκτείνεται επ’ άπειρον με αναλύσεις και Easter Eggs έως ότου βαρεθείς.

Η Γέφυρα (Bron/Broen, SVT, 2011-2018) / Χρήστος Μήτσης

Αυτές είναι οι αγαπημένες σειρές των συντακτών του «α» - εικόνα 2

Στη μοντέρνα εποχή της τηλεοπτικής αστυνομικής περιπέτειας, η σουηδοδανέζικη «Γέφυρα» του Χανς Ρόζενφελντ ήταν το σίριαλ που μαζί με το «Killing» («Forbrydelsen»), το οποίο είχε προηγηθεί, εγκατέστησαν δυναμικά το Nordic noir στη μικρή οθόνη. Σκοτεινή, συννεφιασμένη φωτογραφία, βορειοευρωπαϊκή μεθοδικότητα, μια πλοκή παγιδευμένη με μετρημένες, πειστικές ανατροπές και μια ίντριγκα που ξεκινά σαν το κυνήγι ενός serial killer και εξελίσσεται σε μια προσωπική υπόθεση με πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις: ακριβώς στη μέση της γέφυρας Έρεσουντ, η οποία συνδέει την Κοπεγχάγη με το Μάλμοε, ανακαλύπτεται το πτώμα μιας γυναίκας κομμένο στα δύο. Μιας και το θύμα έχει αφεθεί ακριβώς στα σύνορα των δυο χωρών, η Σουηδέζα αστυνομικός Σάγκα Νόρεν (Σοφία Έλιν) και ο Δανός συνάδελφός της Μάρτιν Ρόντε (Κιμ Μπόντνια) αναλαμβάνουν μαζί να διαλευκάνουν το μακάβριο γρίφο, βγαλμένο θαρρείς από μυθιστόρημα του Άρνε Νταλ.

Η γοητεία της σειράς χρωστάει πολλά στη σκανδιναβική αφηγηματική στιβαρότητα και στο φιλοσοφικό «ρεαλισμό» του Nordic noir, σύμφωνα με τον οποίο η δικαιοσύνη δεν αποδίδεται πάντα… ακέραια και οι υπερασπιστές της είναι απλά άνθρωποι «50% τίμιοι σε έναν κόσμο κατά 80% άτιμο», όπως έλεγε κι ο Ρέιμοντ Τσάντλερ. Το μεγαλύτερο ατού της «Γέφυρας», όμως, αποδεικνύεται τελικά ο χαρακτήρας της Σάγκα, μιας αστυνομικίνας της οποίας η αντικοινωνική συμπεριφορά, στα όρια του συνδρόμου Ασμπέργκερ, είναι ταυτόχρονα ρεαλιστική, χιουμοριστική και μελαγχολικά συγκινητική. Στην παράδοση της εμβληματικής Λίζμπεθ Σαλάντερ, αντανακλά υποδειγματικά την έλλειψη ανθρώπινης επικοινωνίας που κυριαρχεί στην καθημερινότητα μιας «τέλεια» οργανωμένης κοινωνίας, στις σκιές της οποίας κρύβονται φονικά μυστικά και διεστραμμένα πάθη.

Μετά το σοκαριστικό φινάλε της πρώτης σεζόν (2011), η σειρά προχώρησε με το ίδιο πρωταγωνιστικό δίδυμο για μια ακόμα (2013), ολοκληρώνοντας τη σχέση τους με έναν απρόσμενο τρόπο, «απαγορευτικό» για κάθε αμερικανικό σίριαλ που σέβεται τα ratings του. Συνέχισε πιστή στην ίδια συνταγή χωρίς να χάσει σφρίγος και τέμπο για δυο ακόμα κύκλους (2015-18), κρατώντας την Σάγκα ως πρωταγωνίστρια, ενώ γνώρισε και δυο διασκευές που κόπιαραν ανέμπνευστα τις ιδέες και τους χαρακτήρες της: το «The Bridge» και το «The Tunnel», τα οποία εξελίσσονται στα αμερικανομεξικανικά και βρετανογαλλικά σύνορα, αντίστοιχα.

The Good Place (NBC, 2016-2020) / Άννα Φαρδή

Κάνω binge watching σε sitcoms ασταμάτητα: όταν ξεκινάω μία σειρά αφοσιώνομαι, ανεξαρτήτως του πόσο τελικά μ’ αρέσει, μέχρι να ολοκληρώσω την ιστορία της, βλέποντας απανωτά επεισόδια και σεζόν. Στο «Good Place» όμως σταμάτησα στο προτελευταίο επεισόδιο και έπρεπε να περάσουν οκτώ γεμάτοι μήνες μέχρι να αποφασίσω ότι υπάρχει ένα φινάλε, αφού είδα για δεύτερη φορά όλα τα προηγούμενα κεφάλαια και προμηθεύτηκα ένα γεμάτο κουτί χαρτομάντιλα. Και ακριβώς αυτό μου υπενθύμισε το πιο σπαρακτικό και πλήρες φινάλε στην ιστορία των τηλεοπτικών σειρών: πως τα πράγματα είναι ωραία όταν έρχονται στην ώρα τους και κάποτε πρέπει να τελειώνουν.

Με την πρώτη ματιά, το κωμικό sitcom φαντασίας του Michael Schur, συναντά τέσσερις διαμετρικά αντίθετους ανθρώπους που πεθαίνουν ξαφνικά και φτάνουν στο «Καλό Μέρος», μία μετά θάνατον ζωή φτιαγμένη κατά παραγγελία για να τους παρέχει αιώνια ευτυχία. Ποια ευτυχία όμως θα θέλαμε να είναι όντως αιώνια; Και κυρίως, πώς συμπεριφέρεται τελικά ένας καλός άνθρωπος προκειμένου να την κερδίσει; Αυτό είναι το ερώτημα που (ελπίζω) απασχολεί όλους μας και μετά από τέσσερις σεζόν αυτό-αναζήτησης, το «Good Place» δίνει την απάντηση που κατά βάθος όλοι ξέρουμε. Δεν αρκεί να διαμορφώσεις τη ζωή σου, διαβάζοντας όλη την επιστήμη της Ηθικής, ούτε είναι τόσο καταστροφικό να πίνεις γάλα αμυγδάλου: όμως πολλές φορές το «Καλό Μέρος», ο παράδεισος, ή όπως το ονομάζει κάθε πίστη βρίσκεται στα μικρότερα πράγματα και τις κινήσεις που κάνουν αυτόν τον, τόσο δύσκολο, κόσμο λίγο καλύτερο.

Η σειρά ακούγεται δύσκολη και πολλές φορές είναι, με άγνωστες λέξεις και ιδέες, που όμως κατά κάποιο τρόπο όλοι λιγότερο ή περισσότερο τις έχουμε αισθανθεί. Δεν γίνονται όμως διδαχές, αλλά ανακατεύονται με τις καλύτερες στιγμές της pop κουλτούρας: «Νιώθω σαν τα “Φιλαράκια” στον 9ο κύκλο» λέει ο Μάικλ. «Ανέμπνευστος, αναγκάζοντας την Ρέιτσελ με τον Τζόι να ερωτευτούν». Η θαυμαστή ισορροπία στις ζωές των ανθρώπων, αυτή που μας κάνει τη μια στιγμή να βασανιζόμαστε για μυθιστορηματικούς χαρακτήρες προκειμένου να καταλάβουμε τη ζωή μέσα από την ταύτιση και την επομένη να αναρωτιόμαστε φιλοσοφικά «Τι χρωστάμε ο ένας στον άλλον», ρυθμίζοντας τις πράξεις μας μέσα από μία σειρά αρχών και αντιλήψεων, η σημασία του να μπούμε μέσα στο σώμα του άλλου για να τον κατανοήσουμε και τελικά η ανάγκη για ένα οριστικό τέλος προκειμένου να συνεχιστεί η ζωή∙ το «Good Place» μας θυμίζει πως χάρη σε όλα αυτά θα καταφέρουμε να κατασκηνώσουμε στην τελεία πάνω από το i του Jeremy Bearimy, για όσο εμείς επιλέξουμε.

House M.D. (Fox, 2004 -2012) / Γιώργος Χαρωνίτης

Ο χαρακτήρας του ήρωά μας είναι σαφώς περίπλοκος: μια καθαρά μαθηματική ιδιοφυία που ασκεί την ιατρική – κάτι που δεν το συναντάς κάθε μέρα στους διαδρόμους ενός μεγάλου νοσοκομείου, έστω και πρότυπου πανεπιστημιακού σε κάποιο προχωρημένο σύστημα δημόσιας υγείας. Μια καθαρή ουτοπία που όμως λειτούργησε για μια οκταετία (2004-2012) στο πλαίσιο του φανταστικού νοσοκομείου του Princeton-Plainsboro (κάπου κοντά στη Βοστώνη) και εξακολουθεί να λειτουργεί ακόμα ως καθαρή απόλαυση του νου πολλά από τα βράδια της καραντίνας μας.

Ο εκπληκτικός Dr. Greg House σχεδόν ταυτοποιείται με τον ερμηνευτή του, τον επίσης έξοχο βρετανό ηθοποιό, μουσικό και συγγραφέα Hugh Laurie σε ότι αφορά τα χαρακτηριστικά της ερμηνείας του. Ο House, εκτός από γιατρός, είναι πολύ καλός μουσικός (παίζει κιθάρα και πιάνο με μεγάλη άνεση), έχει ένα πολύ σπουδαίο πικάπ εγκατεστημένο στο γραφείο του (τις πρώτες σεζόν τουλάχιστον) και, γενικά, επιδεικνύει μια πολύ καλή γνώση της μουσικής με κάθε ευκαιρία, λύνοντας τους γρίφους και τα μυστήρια του οργανισμού που εμπεριέχονται στη φύση της δουλειάς του.

Η φύση του House όμως είναι περίπλοκη. Είπαμε, ιδιοφυία που όμως ζει μέσα στον πόνο, όντας σακάτης μετά από μια ανεπιθύμητη (γι’ αυτόν) αλλά απαραίτητη ιατρική επέμβαση / παρέμβαση που τον κάνει να είναι εξαρτημένος απόλυτα από τα ισχυρά οπιοειδή παυσίπονα. Junky με σφραγίδα και μισάνθρωπος, εντούτοις ο House παραμένει πάντα γοητευτικός καθώς καλλιεργεί μια σχεδόν ανύπαρκτη – αλλά απολύτως αναγκαία – ιατρική ειδικότητα, την διαγνωστική. Καθοδηγώντας – ή μάλλον σπρώχνοντας (ως τα άκρα πολλές φορές) – μια ομάδα νεώτερων γιατρών, μας κάνει να ταξιδεύουμε μέσα από περίεργες ατραπούς του νου και, τελικά, σε κάθε επεισόδιο της σειράς, μας οδηγεί σ’ αυτό που έχουμε πάντα ως ποθούμενο όταν καθόμαστε μπροστά στην οθόνη: την απόλαυση του νου!

Οκτώ σεζόν για το «House M.D.» που όμως δεν διαχωρίζονται – ή μάλλον διαχωρίζονται από τυπικά στοιχεία που αφορούν στο cast. Η σειρά βιώνεται ως σύνολο και ως συνέχεια, οδηγώντας μας μέσα από ποικίλες καταστάσεις. Θυμίζοντάς μας όμως στο τέλος πως είναι και μια ιστορία φιλίας που καταλήγει στο θάνατο.

(Προσωπικά, τα γράφω αυτά έχοντας ξεκινήσει να βλέπω ξανά την τέταρτη -κουτσουρεμένη λόγω γερής απεργίας των αμερικανών σεναριογράφων- σεζόν που κλείνει με δυο αριστουργηματικά επεισόδια: «House’s Head» και «Wilson’s Heart»)

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Τηλεόραση

H εξομολογητική σιωπή του "Τhe Bear"

Η 3η σεζόν της βραβευμένης σειράς "ανοίγει" με ένα εκκωφαντικά σιωπηλό επεισόδιο, έξτρα αφοσιωμένο στη λεπτομέρεια και αποφασισμένο να πάρει ένα μεγάλο ρίσκο. Πρεμιέρα σήμερα στο Disney+.

ΓΡΑΦΕΙ: ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΑΛΑΦΑΤΗ
17/07/2024

Το "Akis’ Food Tour" έρχεται στο Netflix

Το κορυφαίο streamer είναι ο επόμενος προορισμός της ταξιδιωτικής εκπομπής μαγειρικής του Alpha, με οδηγό τον Άκη Πετρετζίκη.

Ολυμπιακοί Αγώνες 2024: Πότε αγωνίζονται οι αθλητές και αθλήτριες της Ελλάδας;

Η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή ανακοίνωσε το αναλυτικό πρόγραμμα των Ελλήνων αθλητών και Ελληνίδων αθλητριών, χωρίς την κλήρωση στα αθλήματα και στα γκρουπ.

Η σύγχρονη Αμερική μέσα από 5 πολιτικά ντοκιμαντέρ

Από τον Τραμπ στον JFK και τον Ρίγκαν, τέσσερις σύγχρονες σειρές και μια ταινία εστιάζουν σε καθοριστικές πολιτικές φιγούρες της πρόσφατης Ιστορίας των Η.Π.Α.

Στην κορυφή της τηλεθέασης η ΕΡΤ1 με τον μεγάλο τελικό του EURO 2024

Μετα την μεγάλη βραδιά της Eurovision, το κανάλι της ΕΡΤ σπάει ένα ακόμα ρεκόρ τηλεθέασης.

Επέστρεψαν οι σειρές του FX "Chicago Med" και "Chicago Fire"

Δυο αμερικανικά δράματα "παίζουν" στη βραδινή ζώνη του FX με νέα επεισόδια κάθε Δευτέρα και Τρίτη.