Επιστρέφει στα τηλεοπτικά πλατό ο Έλληνας stand up comedian με ένα κόνσεπτ που ταιριάζει γάντι στην κωμική του φύση. Σε παραγωγή COSMOTE TV, το νέο βραδινό talk show βάζει στο ίδιο τραπέζι πολλούς και διαφορετικούς καλεσμένους από το χώρο του θεάματος (μουσική, κινηματογράφος, θέατρο, αθλητισμός ή stand up) για να αφηγηθούν τις πιο τρελές τους ιστορίες – περίεργα περιστατικά, αστείες συμπτώσεις ή ό,τι άλλο βγάζει γέλιο. Λίγο προτού συντονιστούμε στην πρεμιέρα της εκπομπής, στις 14/9 (11 μ.μ.) στο Cosmote Series HD, ζητήσαμε από τον Λάμπρο να εξομολογηθεί τις δικές του πιο κουφές και αμήχανες «Βραδινές Ιστορίες».
Την επόμενη ημέρα μάς απείλησε με εκδίκηση. Και όντως, ύστερα από δύο ημέρες γυρίσαμε στο δωμάτιό μας με τον Δημήτρη και τα λάπτοπ μας έλειπαν. Ο Ζήσης τα είχε κάνει πλακάκια με την καμαριέρα και του είχε ανοίξει για να μπει και να τα πάρει. Για λίγο, ομολογώ, τρομάξαμε καθότι το ξενοδοχείο ήταν από αυτά τα μέρη που περίμενες το βράδυ να σου κλέψουν τα όργανα, πόσο μάλλον δύο λάπτοπ. Σύντομα όμως καταλάβαμε ότι ο Ζήσης τα είχε πάρει και αποφασίσαμε να τα κάνουμε κι εμείς πλακάκια με την καμαριέρα, για να μας ανοίξει και να τα πάρουμε πίσω – κάτι που δεν του είπαμε ποτέ.
Γυρνώντας μετά την παράσταση στο ξενοδοχείο, αρχίσαμε με τον Δημήτρη να φωνάζουμε ότι μας έκλεψαν τα πράγματα, ο Ζήσης μας άφησε να ταλαιπωρηθούμε για λίγο και μετά μας είπε ότι τα έχει εκείνος. Αλλά όταν πήγε να τα φέρει δεν τα βρήκε. Το αποτέλεσμα ήταν να πάμε όλοι στη ρεσεψιόν στις δύο το βράδυ και να είμαστε ένα βήμα προτού καλέσει την αστυνομία ο Ζήσης».
#2 «Όταν ζούσα στο Άμστερνταμ, δούλευα ως ξεναγός κι ένα από τα συν της δουλειάς ήταν ότι είχαμε δωρεάν εισιτήρια για το live sex show που γινόταν σε ένα μαγικό μέρος, στην καρδιά της Red Light District, το “Casa Rosso”. Αποφασίσαμε με την τότε κοπέλα μου (και πλέον γυναίκα μου) να πάμε εκεί για να γιορτάσουμε τα γενέθλιά μου· ό,τι πιο θλιβερό μπορούσαμε να σκεφτούμε. Αλλά τότε μας ενδιέφερε πιο πολύ αν κάτι ήταν τζάμπα παρά τι ήταν.
Μπαίνουμε, λοιπόν, σε ένα θεατράκι εκατό θέσεων και καθόμαστε μαζί με ογδόντα Ασιάτες και δύο Αμερικανούς. Οι Ασιάτες βαριούνται τη ζωή τους, λογικά διότι τους έχουν απαγορέψει να βγάλουν φωτογραφίες. Κάποια στιγμή στο σόου βγαίνει μια κυρία που φαινόταν σαν να έχει πάρει σύνταξη εδώ και δέκα χρόνια. Ήταν ογδόντα χρόνων. Αρχίζει να κάνει ένα διαδραστικό κομμάτι και ζητάει τη συμμετοχή του κόσμου. Κανείς δεν θέλει να ανεβεί και η γυναίκα μου, που είναι επίσης καλλιτέχνις και ξέρει πόσο άσχημο είναι να ζητάς τη συμμετοχή του κόσμου και να μην έρχεται κάποιος, σηκώνει το χέρι της και ανεβαίνουμε στη σκηνή μαζί.
Για λίγο χορεύουμε τρενάκι γύρω γύρω στη σκηνή, μέχρι που σε κάποια φάση η γιαγιά ξαπλώνει, γδύνεται, βγάζει μια μπανάνα, ξεφλουδίζει την μπανάνα, βάζει την μπανάνα εκεί που ποτέ δεν θα έπρεπε να μπει μια μπανάνα και γυρίζει και μου λέει: “Φάε”. Εγώ, με απίστευτη ψυχραιμία, απαντάω: “Είμαι αλλεργικός στις μπανάνες”. Εκείνη με πιστεύει και προσκαλεί τη γυναίκα μου. Ε, εκείνη δεν είχε αλλεργία...».
#3 «Στο σχολείο δεν μου άρεσε καθόλου η γυμναστική. Ήμουν το παιδί που δεν διάλεγαν ποτέ στην ομάδα και χαιρόμουν γι’ αυτό. Μια μέρα έπρεπε να τρέξουμε αγώνα αντοχής σε ένα δασάκι κοντά στο σχολείο. Ήταν οκτώ γύροι στο σύνολο. Εγώ και άλλοι δύο φίλοι αποφασίσαμε να τρέξουμε τους πέντε και, για να αποφύγουμε τους υπόλοιπους, κρυφτήκαμε σε κάτι δέντρα. Το όλο πράγμα πήγε ακριβώς όπως το είχαμε σχεδιάσει.
Μέσα από τα φύλλα βλέπαμε εξαντλημένα παιδιά να τρέχουν κι εμείς απλώς περιμέναμε να έρθει η ώρα να βγούμε. Όταν είδαμε τους πρώτους να φτάνουν στον τελευταίο γύρο, βγήκαμε και αρχίσαμε να τρέχουμε κι εμείς, παίζοντας τους εξαντλημένους. Κανείς δεν είχε καταλάβει την κομπίνα μας. Όμως το θέμα ήταν ότι είχαμε τερματίσει από τους πρώτους. Και όσοι τερμάτιζαν πρώτοι θα προκρίνονταν για να τρέξουν, την επόμενη εβδομάδα, σε έναν ακόμη μεγαλύτερο αγώνα μαζί με άλλα σχολεία…».