Η είδηση του θανάτου του Ντίλαν από τα «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς», σκόρπισε βαθιά θλίψη σε εμένα και τους συνομηλίκούς μου. Το συζητήσαμε στο γραφείο, στο τηλέφωνο και κυρίως στο timeline μου στο facebook. Η ηλικιακή ψαλίδα 35-45 τα έβαψε μαύρα τη Δευτέρα 4/3, όταν και ανακοινώθηκε ότι τελικά ο Λουκ Πέρι δεν κατάφερε να ξεπεράσει το οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο που είχε και άφησε την τελευταία του πνοή. Γιατί, όμως, μας πείραξε τόσο πολύ ότι ένας ηθοποιός, που εν τέλει δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει το τηλεοπτικό χαρακτήρα του «Ντίλαν», πέθανε στα 52 του χρόνια;
Οι μεγαλύτεροι που μεγάλωσαν μονάχα με την ΕΡΤ και το κρατικό Ελληνικό Ραδιόφωνο δύσκολα μπορούν να καταλάβουν. Όπως, και οι πιτσιρικάδες που είναι συνηθισμένοι να καταναλώνουν ό,τι ψυχαγωγικό προϊόν τους αρέσει όποτε τους αρέσει. Για εμάς, που βρισκόμαστε ανάμεσα στην παντοκρατορία της βιντεοκασέτας και την σαρωτική εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης, το «Μπέρβελι Χιλς» ήταν, είναι και θα είναι ένας μύθος. Για τους περισσότερους της ηλικίας μου ήταν η πρώτη επαφή με την αμερικανική ποπ κουλτούρα, μια επαφή με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και τις συνήθειές της. Εάν το ξανάβλεπα, τώρα, θα το έκλεινα μέσα σε λίγα λεπτά. Στις αρχές των ‘90s, όμως, δεν είχαμε τις multimedia προσλαμβάνουσες που υπάρχουν τώρα.
Αν ήθελες να ακούσεις τα τελευταία χιτ στην τηλεόραση υπήρχε μονάχα το MTV (που τότε βέβαια έπαιζε Metallica, Depeche Mode και Nirvana) και εάν ήθελες να δεις κάποια νεανική σειρά έπρεπε να συντονιστείς με το MEGA. «Τα Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς» ήταν ένας τηλεοπτικός μονόδρομος, ενώ οι επιλογές ταύτισης με τους ήρωες της σειράς (ας μην ξεχνάμε ότι οι πρωταγωνιστές ήταν όλοι λευκοί και straight) μετρημένες στα δάχτυλα των χεριών. Στο σχολείο οι ροκάδες γούσταραν τον Ντίλαν, οι σκυλάδες τον Μπράντον, οι πριγκιποπούλες την Κέλι, οι παρθένες την Ντόνα και τα ζόρικα κορίτσια την Μπρέντα. Τα ραντεβού με τη σειρά ήταν προκαθορισμένα και αυστηρά. Δεν υπήρχαν τότε τα downloading και τα Netflix για να καταναλώνεις περιεχόμενο ότι ώρα θέλεις. Έπρεπε να έχεις φάει (για να μην πεινάσεις και φύγεις μακριά από το κουτί), να έχεις πάει τουαλέτα, να έχεις εξασφαλίσει την εύνοια των γονιών σου και να έχεις αποφύγει ευφυώς τις επισκέψεις συγγενών. Την επόμενη μέρα εάν για οποιοδήποτε λόγο είχες χάσει το επεισόδιο, στο σχολείο ήσουν εκτός από το 70% των συζητήσεων. Παρείσακτος.
Αυτά τα χρόνια πέρασαν ανεπιστρεπτί και πλέον υπάρχει (ευτυχώς) μεγαλύτερη γκάμα επιλογών για παιδιά, εφήβους και νέους. Γιατί, όμως, μας πείραξε τόσο πολύ ο θάνατος του Λουκ Πέρι; Τόσες και τόσες απώλειες έχουμε αντέξει, από τον Κερτ Κομπέιν και τον Χιθ Λέτζερ μέχρι την Έιμι Γουάινχαουζ. Νομίζω ότι το ζήτημα με τον Λουκ Πέρι είναι ότι πέθανε από φυσικά αίτια. Δεν ήταν μια καταραμένη ψυχή που ταλαιπωρούταν από το υπαρξιακό άγχος και εκτονωνόταν με κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών. Ο άνθρωπος πέθανε από εγκεφαλικό. Δηλαδή από φυσικά αίτια.
Για εμάς ο Ντίλαν ήταν ένας συνομήλικός μας. Ένας συμμαθητής που χάσαμε στην πορεία, αλλά ξέραμε ότι κάπου βρίσκεται. Τον έπαιρνε φευγαλέα η ματιά μας σε καμιά ταινία ή σειρά και μονολογούσαμε «Απαπαπα, Πώς μεγάλωσε έτσι ο Ντίλαν»… Λες και εμείς είχαμε παραμείνει αρυτίδωτα νεούδια. Και ξαφνικά μάθαμε ότι ο Λουκ Πέρι δεν πήρε υπερβολική δόση, δεν αυτοκτόνησε σαν τον Κιθ Φλιντ των Prodigy, αλλά έφυγε από μια αρρώστια που την παθαίνουν οι «μεγάλοι άνθρωποι». Και τσουπ… Εμφανίζεται η νοσταλγία για την γλυκιά εφηβεία (σιγά τη γλύκα που είχε), η άρνηση να ταξινομήσουμε τους εαυτούς μας σιγά-σιγά στους μεσήλικες και η κακιά σκέψη ότι μεγαλώνουμε. Αχ ρε Ντίλαν τι μας έκανες…