Η Θάλεια Τσιχλάκη μάς ξεναγεί στο καλοκαιρινό θέρετρο με τα περισσότερα «χρυσοσκουφάτα» εστιατόρια στην Ελλάδα, τον παράδεισο των resort που εξελίσσεται σε γκουρμέ προορισμό.
νοίγω το παράθυρο, αγνοώ την πισίνα έξω από το δωμάτιο και προχωρώ ξυπόλητη στην πλακόστρωτη προκυμαία. Είναι πρωί κι η θάλασσα λαμπυρίζει τόσο από το φως του ήλιου που μόλις ανέτειλε, ώστε μετά βίας διακρίνω τα σκάφη να περνούν στο βάθος του ορίζοντα με προορισμό τη Σπιναλόγκα. Μόλις το δροσερό νερό καταφέρει να με ξυπνήσει, αναζητώ με το βλέμμα μου τη μαγεία των ήρεμων κήπων στη στεριά. Το πρωινό αυτό μπάνιο, κατευθείαν από το κρεβάτι στη θάλασσα, παραμένει ένα από τα δεκάδες χατίρια που μου ικανοποιεί η Ελούντα. Ακολουθούν (όχι κατ’ ανάγκη σε σειρά προτεραιότητας) η απόλαυση των εστιατορίων που ανεβάζουν κάθε χρόνο και πιο ψηλά τον πήχη, ο ορισμός της καλοπέρασης σε μερικά από τα καλύτερα δωμάτια και σουίτες της Ελλάδας και οι ώρες της χαλάρωσης στο spa.
Όπως συμβαίνει σε όλα τα κοσμοπολίτικα θέρετρα στον κόσμο, η συγκέντρωση εξαιρετικών resorts έφερε και στην Ελούντα τη γαστρονομική απογείωση, τα luxury spa που γίνονται πόλος έλξης για πολλούς επισκέπτες.
Πώς φτάσαμε όμως από το παραλιακό χωριουδάκι του ’60 στο συνωστισμό τόσων κορυφαίων σεφ σε μερικά χιλιόμετρα άμμου; Πολύ πριν εξελιχθεί σε τοπ γαστρονομικό προορισμό, η Ελούντα αποτελoύσε το όνειρο διακοπών εκατοντάδων ανθρώπων, που επιθυμούν να περάσουν μερικές μέρες απόλυτης χαλάρωσης σε ένα ήσυχο, αλλά υπέρκομψο περιβάλλον, όπου η λέξη luxury δεν αρκείται να περιγράψει μόνο την πολυτέλεια, αλλά ξαναβρίσκει την αρχική της ετυμολογία ως φως και λαμπρότητα. Ποιος θα φανταζόταν το 1960 ότι η μικρή κοινότητα του Λασιθίου, που χτίστηκε πάνω στα ερείπια της αρχαίας Ολούντος, θα γινόταν μέσα στην επόμενη εικοσαετία προορισμός-φετίχ για ταξιδιώτες υψηλών απαιτήσεων; Την εποχή που τα παιδιά των λουλουδιών αναζητούσαν προορισμούς ελευθερίας, κάποιοι διορατικοί γόνοι εύπορων οικογενειών «ανακάλυψαν» τον άγνωστο αυτό τόπο και, συνεπαρμένοι από το φως και τη γαλήνη του, αγόρασαν γη για να τη μετατρέψουν σε κομψά τουριστικά θέρετρα που έμελλε να γίνουν πόλος έλξης για μελλοντικούς κροίσους. Τα ονόματα των πρωταγωνιστών της δημιουργίας της συζητιούνται και σήμερα με θαυμασμό στα καφενεία των ντόπιων.
Ακόμα κι αν ξεχάστηκε η διορατική πρωτοστάτης Ελένη Νάκου, σίγουρα ένα-δυο ακούγονται με μεγαλύτερη ένταση κι ανάμεσά τους αυτά των αδελφών Γιώργου κι ο Σπύρου Κοκοτού και της οικογένειας Μαντωνανάκη. Αυτοί «εποίκησαν» την περιοχή κι έβαλαν τις βάσεις για να μετατραπεί ο τόπος σε paradis artificiel της ευζωίας, των Luxury Hotels, των Relais et Chateaux, των spa και της γαστρονομίας.
Πρώτο χτίστηκε το «Elounda Beach» και λίγο αργότερα ακολούθησε το «Astir Palace», το σημερινό «Elounda Bay». Τα τωρινά υπερπολυτελή συγκροτήματα ελάχιστη σχέση έχουν με τα κτίσματα της εποχής εκείνης, που εμπνευσμένα μάλλον από την αρχιτεκτονική της πέτρας του Πικιώνη θέλησαν να προβάλουν μια αισθητική που να συνάδει με την άγρια ομορφιά του τόπου.
Μου αρέσει να ακούω τους διευθυντές των ξενοδοχείων να αναπολούν τις δοξασμένες εποχές των πρώτων ενοίκων, που ήρθαν αναζητώντας μια νέα costa amalfitana στις βορειοανατολικές ακτές της Κρήτης. Να κατεβαίνουν στην παραλία ντυμένοι με τα λευκά σακάκια τους, με τα κομψά μαντιλάκια pochettes οι άντρες, τα λινά φορέματα και τα τεράστια ψάθινα καπέλα τους οι γυναίκες, αλλά ταυτόχρονα να δέχονται τα καθημερινά φιλέματα των κρητικών βοσκών, όποτε δραπέτευαν από τον ιδιωτικό τους παράδεισο. Και τα παιδιά τους μεγαλώνοντας έρχονταν εδώ με τα δικά τους παιδιά. Κι ενώ όλοι στην περιοχή πίστευαν ότι αυτοί οι άνθρωποι θα έβλεπαν τον τόπο τους σαν δεύτερη πατρίδα, το νήμα κόπηκε.
Στις επόμενες δεκαετίες η πελατεία διαφοροποιήθηκε. O κύκλος των αριστοκρατών της Ευρώπης στένευε, ενώ οι εκπρόσωποι των ανερχόμενων τάξεων του χρήματος πλήθαιναν. Οπότε, οι πρίγκιπες και οι βαρόνοι που αρνήθηκαν να συγχρωτίζονται με τους «πληβείους» άρχισαν να αναζητούν πιο άγνωστους προορισμούς, παραχωρώντας τη θέση τους στην πλουτοκρατία της Δύσης και του Ανατολικού Μπλοκ.
Οι νέοι επισκέπτες ενδιαφέρονται να υπάρχει μια μαρίνα για τα πολυτελή σκάφη τους, ένα γήπεδο γκολφ, γαστρονομικά εστιατόρια, spa για την ευεξία τους και γενικότερα ένα lifestyle που θα τους επιτρέπει να νιώθουν άνετα. Πουθενά αλλού στην Ελλάδα δεν καταφέραμε, σε τέτοια έκταση, να ταυτίσουμε τον τουρισμό με τα απόλυτα luxury resorts. Οι δυνατότητες που προσφέρουν στους ενοίκους τους να ξεκουραστούν και να διασκεδάσουν, χωρίς να τους λείψει η πολυτέλεια στην οποία είναι συνηθισμένοι, ή να απαιτήσουν ακόμα και το παράλογο (κάποτε ένας Σαουδαράβα ζήτησε από τη διεύθυνση του «Elounda Beach» να του χτίσουν ένα τζάκι στην παραλία), ανέβασε τα ξενοδοχεία της περιοχής στην πρώτη σειρά των προορισμών για ταξιδιώτες υψηλών στάνταρ.
Η συγκέντρωση τόσων γαστρονομικών εστιατορίων δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάζει. Η επανάσταση της γεύσης ξεκίνησε πριν από 20 και χρόνια από το «Bouillabaisse» του «Minos Beach Art ’Οtel», όταν η Τζίνα Μαμιδάκη, γοητευμένη από την πληθωρική προσωπικότητα του Ζαν ντε Γκριγιό, τον καλεί να επιστρέψει στην Ελλάδα για να στήσουν ένα από τα πρώτα πραγματικά γαστρονομικά εστιατόρια της χώρας, που έμελλε να αποτελέσει μαζί με το «Old Mill» του «Porto Elounda» και το «Dionyssos» του «Elounda Beach» τη μαγιά αυτού του γαστρονομικού παραδείσου.
το know how της Πολυτέλειας στην Ελούντα
Elounda Beach Hotel & Villas Οι τακτικοί πελάτες προτιμούν τις βίλες του ή τα μπανγκαλόους, με την πισίνα και την άμεση πρόσβαση στη θάλασσα. Δύο από τις τρεις γαστρονομικές προτάσεις του συγκροτήματος βραβεύονται με «Χρυσό Σκούφο»: στο «Διόνυσος», ο Γάλλος σεφ
Arnaud Mouchon εμπνεόμενος από τον πλούτο των τοπικών υλικών, δημιουργεί λεπτές γεύσεις που σε ταξιδεύουν στη Μεσόγειο, ενώ στο «Blue Lagoon» δοκιμάσαμε εξαιρετική πολυνησιακή κουζίνα αλλά και πολύ καλό σούσι, πίνοντας σάκε (28410/63000). Blue Palace Ένα από τα νεότερα και πιο ατμοσφαιρικά ξενοδοχεία της Ελούντας, με υπέροχη θέα στην Πλάκα και τη Σπιναλόγκα. Λιτές γραμμές, ζεστά μεσογειακά χρώματα και μοντέρνα διακόσμηση χαρακτηρίζουν τα πολυτελή δωμάτια και τους υπέροχους κοινόχρηστους χώρους. Η γαστρονομική του προσφορά είναι δύο εξαιρετικά εστιατόρια: Το μεσογειακής δημιουργικής κουζίνας «L’Orangerie», που κερδίζει και φέτος «Χρυσό Σκούφο», φιλοξενείται σ’ ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον, με απαλό φωτισμό και υπέροχη θέα. Ο σεφ Αλέξης Λευκαδίτης προσεγγίζει την τοπική κουζίνα, χρησιμοποιώντας σύγχρονες τεχνικές για να προσδώσει σε παραδοσιακά πιάτα, όπως ο περίφημος ροφός με μπάμιες ή το ριζότο με ζωμό αιγοπρόβατου και λαχανικά, έναν πιο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Το «Asia Blue», στην εντυπωσιακή σάλα με το μοντέρνο οριένταλ ντεκόρ ή στα μπαλκόνια με την προνομιούχα θέα στη Σπιναλόγκα, προσφέρει ένα γευστικό πανόραμα της Άπω Ανατολής (28410/67000). Elounda Bay Palace Κεντρικό κτίριο και μπανγκαλόους, δύο όμορφες παραλίες και υπέροχοι κήποι. Το εστιατόριο «F» στη μαρίνα του «Elounda Bay» είναι νέα άφιξη στους φετινούς «Χρυσούς Σκούφους». Σερβίρει δημιουργική μεσογειακή κουζίνα και στηρίζεται στη λογική των small bites – σφηνάκια, spoons, ρολάκια, σουβλάκια παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς σου δημιουργούν την επιθυμία να συμμετάσχειςστο παιχνίδι της γευστικής αναζήτησης (28410/67000).
Elounda Mare Hotel Πολυτελές συγκρότημα με μπανγκαλόους και κεντρικό κτίριο. Το αλά καρτ γκουρμέ εστιατόριο «Old Mill» σερβίρει κλασικά πιάτα με ακρίβεια στην εκτέλεση. Το διαπιστώνει κανείς δοκιμάζοντας από το απλό καρπάτσιο αστακού ή το σουφλέ κατσικίσιου τυριού με σος γκασπάτσο μέχρι το φουαγκρά με χτένια σοτέ σε σος γλυκού κρασιού Σάμου (28410/41103-3). Elounda Gulf Villas & Suites Τις 14 πανέμορφες βίλες του προτιμούν όσοι αποζητούν την προσωπική αίσθηση των boutique hotels. Εξίσου πολυτελές και κομψό το εστιατόριό του «Αργώ», με πανοραμική θέα στον κόλπο του Μιραμπέλλου. Η κουζίνα βασίζεται στις τοπικές γεύσεις, πουτις εξευγενίζει και τις συμπληρώνει με μεσογειακά πιάτα: γευστικότατη κρεατόπιτα με φύλλο γιαουρτιού, αρνάκι, μυζήθρα και στάκα. ζουμερά ψημένο καρέ αρνιού με σος από βαλσάμικο. φίνο λαβράκι με ριζότο καραβίδας (28410/90300).
Minos Beach Art ’Οtel Τέχνη και πολυτέλεια. Το κομψό κεντρικό κτίριο και τα μπανγκαλόους βρίσκονται μέσα σ’ έναν καταπράσινο κήπο, στολισμένο με έργα τέχνης. Στο γκουρμέ εστιατόριο «La Bouillabaisse» με σεφ τον Michael Zerht, θα γευτείτε δημιουργική κουζίνα που φλερτάρει τολμηρά με την Άπω Ανατολή και βραβεύεται για μία ακόμη φορά με «Χρυσό Σκούφο». Εξαιρετικό σέρβις και μοντέρνο food styling (28410/22345). Elounda Peninsula All Suite Hotel Η αίσθηση της χαλάρωσης στο πολυτελές ξενοδοχείο με το άψογο Six Senses Spa, συμπληρώνεται από το «χρυσοσκουφάτο» εστιατόριο «Calypso», όπου η κουζίνα της θάλασσας βρίσκει την καλύτερη έκφρασή της σ’ ένα κομψό περιβάλλον. Το consulting υπογράφει ο Jean Le Divellec και στις κουζίνες λειτουργεί ο σεφ Jean Charles Metayer (28410/68250).