Διασχίζοντας τα ελατοδάση της Οίτης, η Ιωάννα Γκομούζα έφτασε στο ψηλότερο ορεινό χωριό της Φωκίδας κι άραξε στον ολοκαίνουργιο ξενώνα που έβαλε την άγνωστη Καστριώτισσα στα πλάνα των επόμενων weekend μας.
Στην πίσω πλευρά της Οίτης που κοιτάζει προς τα Βαρδούσια και την Γκιόνα και δροσίζει τα «πόδια» της στα νερά του Μόρνου, υπάρχει ένα χωριό-μπαλκόνι, μες στα πλατάνια και τα έλατα, που λίγοι το ξέρουν κι ακόμα λιγότεροι το κατοικούν. Παρότι απέχει μόλις δυόμισι με τρεις ώρες από την Αθήνα, η Καστριώτισσα μοιάζει να βρίσκεται σε μια... εσχατιά, κυριολεκτική και νοητή ταυτόχρονα: στα όρια της Φωκίδας με τη Φθιώτιδα, εκεί που τελειώνει ο ασφαλτόδρομος που κυκλώνει την Οίτη. Χτυπήσαμε ευαίσθητες χορδές στους λάτρεις της απομόνωσης; Μάθετε, λοιπόν, ότι στις καμινάδες της προστέθηκε ακόμα μία, αυτή του «Aρχοντικού της Ευανθίας», που θα μας ζεσταίνει όλο το χειμώνα (2265062247, 2265062660, www.kastriotissa.gr).
Έτσι, αποφασίσαμε ν’ ακολουθήσουμε τον φιδωτό δρόμο που οδηγεί εδώ. Ανηφορίσαμε την Οίτη, προσπεράσαμε την Παύλιανη και καθώς τα έλατα έπλεκαν όλο και πιο πυκνά τον πράσινο «κλοιό» ανάσας γύρω μας, ανοίξαμε λίγο το παράθυρο για να μυρίσουμε την πρωινή δροσιά του χειμώνα. Στη θέση Βρύζες, λίγα μέτρα πριν από την τριπλή διακλάδωση που σε βάζει να διαλέξεις κατεύθυνση προς τα χωριά της Γκιόνας, των Βαρδουσίων ή της Οίτης, τραβήξαμε χειρόφρενο χωρίς δεύτερη σκέψη. Πού αλλού θα πετυχαίναμε τέτοια φωτογραφία: η ψηλότερη κορφή της Γκιόνας ν’ «αναδύεται» σαν πυραμίδα μέσα από το ελατόδασος. Και καθίσαμε για μια ζεστή σοκολάτα πλάι στο τζάκι στο «Καταφύγιο Οίτη», ένα πανέμορφο σαλέ, με σοφιστικέ περιβάλλον. Ο Βασίλης, ο ιδιοκτήτης του, μπορεί να σου δώσει χρήσιμες πληροφορίες και εξοπλισμό για φυσιολατρικές διαδρομές: ποδήλατα, ή ορειβατικά σκι κι όταν έρθουν τα χιόνια οργανώνει και βόλτες με ρατράκ!
Από εδώ ο προορισμός μας απέχει μόλις 16 χιλιόμετρα. Ακολουθείς τη δεξιά διακλάδωση κι αφού προσπεράσεις την Πυρά και το Μαυρολιθάρι, έφτασες. Αμφιθεατρικά χτισμένη στα 1.230 μέτρα, αγναντεύοντας τον Αθανάσιο Διάκο απέναντι, η Καστριώτισσα μας καλημέρισε σιωπηλή. Τα παλιά πέτρινα σπίτια της ανηφορίζουν κλιμακωτά την πλαγιά, αλλά η «καρδιά» του χωριού χτυπά ουσιαστικά στην... άκρη του, πάνω από την εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, στην πλακόστρωτη πλατεία με τον πλάτανο. Στο καλύτερο σημείο, με ανοιχτό πλάνο στα γύρω βουνά, βρήκαμε το «Αρχοντικό της Ευανθίας» και μπήκαμε τρέχοντας για ζεστασιά. Πιάσαμε θέση κοντά στο τζάκι, πλάι στην τζαμαρία (για να μη χάνουμε στιγμή από τα μάτια μας τον πολύχρωμο πίνακα του δάσους), παραγγείλαμε τσίπουρο κι αφήσαμε τον ιδιοκτήτη του ξενώνα, τον Τάκη Φούντα, να μοιραστεί μαζί μας την αγάπη για τον τόπο του και τους άγνωστους «θησαυρούς» που κρύβει το βουνό: τον αρχαιολογικό χώρο Πυρά Ηρακλέους, τις Καταβόθρες, το δυσπρόσιτο σπήλαιο Βελχάκι που θα ήθελε ν’ ανακαλύψει κάποια στιγμή μαζί με τους φίλους του ξενώνα. Κι όταν πια ζεσταθήκαμε, πήραμε τα σοκάκια και μας έδειξε τα λιγοστά απομεινάρια από το κάστρο των Οφιονίων Αιτωλών –σ’ αυτό χρωστά η Καστριώτισσα τ’ όνομά της–, μας άνοιξε το μικρό Λαογραφικό Μουσείο και μας περπάτησε στον γαλήνιο πάνω μαχαλά για να χαζέψουμε τις πέτρινες κρήνες, τις αγριοτριανταφυλλιές, τα χωριάτικα σπίτια και τα χρωματιστά ξύλινα μπαλκονάκια με το χαρακτηριστικό πλεκτό στηθαίο.
Ο ξενώνας «παραμένει ανοιχτός 365 μέρες το χρόνο». Tο τζάκι καίει στο φουλ και το αρνί ψήνεται στη σούβλα κάθε σαββατοκύριακο, ενώ οι τιμές διαμονής κυμαίνονται στα € 35 με
€ 50.
. Τα δωμάτια βέβαια, εννέα στο «Αρχοντικό της Ευανθίας» και τρία ακόμα παραδίπλα, στο παλιό πέτρινο σχολείο, δεν είναι μεγάλα. Είναι όμως επιπλωμένα ποιοτικά, με όλα τα απαραίτητα (σεσουάρ, δορυφορική τηλεόραση, πρόσβαση στο Internet) και έχουν ωραία θέα. Για τα ραντεβού της παρέας, στο ισόγειο του «Αρχοντικού» λειτουργεί cafe΄ και εστιατόριο, αλλά αν θελήσετε ν’ αλλάξετε παραστάσεις, μπορείτε να πεταχτείτε στο γειτονικό κεφαλοχώρι, το Μαυρολιθάρι. Για ποτό και μηλόπιτα ερχόμαστε πάντα στο «Πανδοχείο Μαυρολιθάρι» του Βαγγέλη Πετσωτά, στην πλατεία, και για ρουμελιώτικο σπιτικό φαγητό ακολουθούμε... την τσίκνα για την ψησταριά του Καραπλή και τα μαγειρευτά στη «Φωλιά του Κούκου».
Αν όμως δεν θέλετε να επιστρέψετε στην Αθήνα από την ίδια διαδρομή, γιατί να μην περάσετε κι από τα Βαρδούσια; Ο δρόμος που συνεχίζει από την Καστριώτισσα προς τον Αθανάσιο Διάκο μέσα από ένα παρθένο δάσος με έλατα και βελανιδιές έχει στρωθεί με άσφαλτο. Έτσι πλέον η Καστριώτισσα δεν βρίσκεται στο... τέλος της Οίτης, αλλά σε κομβικό σημείο για ένα κυκλικό οδοιπορικό στα πιο όμορφα ρουμελιώτικα βουνά. Υπολογίστε…