Ο Δημήτρης Αντωνόπουλος ξορκίζει τους φόβους του και μπλέκεται στα δίχτυα της αλεξανδρινής γοητείας, παρακολουθώντας επιτόπου τα γυρίσματα του Ηλία Μαμαλάκη για το «Μπουκιά και συγχώριο». Γλυκιά ντεκαντάνς και επιστροφή στο μέλλον… Ας όψεται η Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας!
Φοβόμουν να πάω στην Αλεξάνδρεια. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Λόρενς Ντάρελ: «Η θάλασσα είναι σήμερα πάλι φουρτουνιασμένη κι ο άνεμος τη δέρνει άπαυτα… Ένας ουρανός από ζεστό γυμνό σεντέφι ως το μεσημέρι, τα τριζόνια στους ισκιερούς μυχούς, και τώρα ο άνεμος που γυμνώνει τα ψηλά πλατάνια, που λεηλατεί τα ψηλά πλατάνια […]». «Έτσι που την έχεις θεοποιήσει την Αλεξάνδρεια», λέει μέσα μου μια φωνή, «θα πάθεις κατάθλιψη αν τη δεις σήμερα». Μέχρι που το φθινόπωρο, ο Ηλίας Μαμαλάκης με προσκάλεσε να πάω μαζί του σε γυρίσματα. ήταν η στιγμή να ψάξω να βρω τα ίχνη μου στην «πρωτεύουσα των Αναμνήσεων», όπως βάφτισε την Αλεξάνδρεια ο Ντάρελ.
Έφτασα αργά, τρεις η ώρα ξημερώματα. Το πρωί, έτριβα τα μάτια μου κοιτώντας από το παράθυρο του «Helnan Palestine» στους κήπους του ανακτόρου της Μοντάζα: Μια μεγαλειώδης «τούρτα» στολισμένη θαρρείς από Μαυριτανούς και Φλωρεντίνους αρχιτέκτονες. Ο χεβίδης Αμπάς Χιλμί έβαλε γούστο και χρήμα στη θερινή κατοικία που έχτισε εκατό χρόνια πριν στην έσχατη άκρη της πόλης. Όμως εγώ θέλω να πάω εκεί που η πληγή μου χάσκει ανοιχτή, στο μυθικό κόσμο του Ντάρελ. Καβαλάω ένα ταξί και δίνω διεύθυνση: οδός Maamoun, αρ. 19, στο Μoharem Bey. Τρέχουμε στις καμπύλες της διάπλατης παραλιακής λεωφόρου. Χωνόμαστε στα στενά, ρωτάμε, σταματάμε έξω από μια επιβλητική έπαυλη. Κάποτε ήταν ντυμένη στο μεγαλείο, σήμερα «τοίχοι ξεφλουδισμένοι που γέρνουν μεθυσμένοι δυτικά κι ανατολικά από το αληθινό κέντρο της βαρύτητάς τους». Σπασμένα παράθυρα,
οι κολόνες στο περιστύλιο της υπερυψωμένης βεράντας μαδάνε τις σάρκες τους κι αφήνουν να φαίνονται τα κόκαλά τους. Τι σκουπιδαριό, και ο φαρμακοποιός δίπλα αγνοεί ότι εδώ, πάνω στον ιδιόρρυθμο εξαγωνικό πύργο, ζούσε και έγραφε αυτός που έπλεξε το μύθο της κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας. Ο πύργος, παρότι πληγωμένος βαριά, στέκεται ακόμη αγέρωχος. Πάνω που πάω να κλάψω, στεγνώνουν τα μάτια μου. μέσα στο χάλι που αντικρίζω, υπάρχει μια στιβαρή αξιοπρέπεια σε αυτή την έπαυλη που καταρρέει. Ίσως δεηθούν οι Αρχές της πόλης να τη σώσουν. Ίσως αυτοί που «αναβίωσαν» τη μεγάλη Βιβλιοθήκη, να την περιθάλψουν, να την κάνουν μουσείο Λόρενς Ντάρελ όπως της πρέπει.
Πεισμώνω, αυτή η πόλη έχει μεγάλη ψυχή. έχει μια αύρα που πλανιέται χωρίς να σβήνει, και θέλω να τη ζήσω. Κατεβαίνω στο κέντρο. Παίρνω σβάρνα τα σύμβολα. Στο 26 της Safiyya Zaghloul κάνω προσκύνημα στον κινηματογράφο Metro, Αrt D,co διαμάντι που εγκαινιάστηκε το 1950 από την MGM και που το χαίρεσαι σήμερα, με άψογη διακόσμηση από μαόνι, υπέροχα δάπεδα από χρωματιστό μάρμαρο και μια εκπληκτική τοιχογραφία που η πατίνα και η θέρμη της μου θυμίζει την άλλη, την υπέροχη, στο «Nat King Cole bar» στο St. Regis στη Νέα Υόρκη. Κατεβαίνω στο «Trianon». To αριστοκρατικότερο ζαχαροπλαστείο της Αλεξάνδρειας έχει ατόφια τη σκοτεινή γοητεία των σοκολατένιων μπουαζερί. Οι βιτρίνες του στολισμένες με τούρτες και γυαλικά, θαρρείς πως έχουν σταματήσει στη δεκαετία του ’60, όπως και το προφιτερόλ του που απαθανατίζει διατηρητέο της γεύση εκείνης της εποχής. Στον «Αθηναίο» (παλιά ήταν τα ελληνικά μπουζούκια), στεγάζεται ένα αξιοπρεπές εστιατόριο: όλα τα λεφτά του είναι στο μοντερνισμό ενός Αrt D,co που καταφέρνει να ενσωματώνει νεοκλασικά και κιτς ελληνικά διακοσμητικά στοιχεία.
Το μπιζουδάκι «Cecil Hotel» είναι το κατεξοχήν σύμβολο του λαμπερού κοσμοπολιτισμού της Αλεξάνδρειας, τότε που γλώσσα των εμπορικών συναλλαγών ήταν τα ελληνικά, της γραφειοκρατίας τα εγγλέζικα, ενώ οι εφημερίδες γράφονταν στα γαλλικά! Ολοζώντανα ’30s, με μια φινέτσα που σε κάνει να κατανοείς γιατί ήταν στέκι της μυστηριώδους «σαγίτας στο σκοτάδι», της «Ιουστίνης» του Ντάρελ, και γιατί εδώ είχε σουίτα η «μυθική» αοιδός των Αράβων, η μοναδική Ουμ Καλσούμ.
Προχωράω στην Corniche. Στη ράχη της μια συστοιχία από Art D,co πολυκατοικίες, που μπορεί να έχουν τα σημάδια του χρόνου, αλλά η αρχιτεκτονική ομορφιά τους σε σημαδεύει. Ειδικά όταν «οι χλωμές λοξές ακτίνες του απογευματινού ήλιου πιτσιλίζουν […]» τις καλλιτεχνημένες προσόψεις τους.
Η επόμενη είναι μια μέρα που η συγκίνηση θα χτυπήσει κόκκινο. Με επικεφαλής τον Ηλία και το συνεργείο των εξαιρετικών παιδιών τού «Μπουκιά και συγχώριο», πάμε στο «Ελληνικό Τετράγωνο», το επίκεντρο της πάλαι ποτέ ακμάζουσας ελληνικής κοινότητας, από τα «πρέπει» που δεν συχνάζουν στους τουριστικούς οδηγούς. Μόλις μυρίζονται ότι βρίσκεται εδώ ο Μαμαλάκης, οι εκδηλώσεις εκτίμησης είναι τέτοιες, που σκέφτομαι ότι ο Ηλίας είναι για τους ομογενείς ένας σύγχρονος εθνικός ήρωας που τους συνδέει με την Ελλάδα. Οι Άραβες υπάλληλοι χαζεύουν μέσα στη σιγαλιά των άδειων ψηλοτάβανων διαδρόμων στο νεοκλασικό κτίριο της ελληνικής Διοίκησης.
Ανοίγω πόρτες και μένω άναυδος. Ένα σχολείο που παλιά θα το ζήλευαν τα καλύτερα κολέγια της Ευρώπης. Γαλάζια ερμάρια με βαλσαμωμένα πουλιά. όργανα χημείας σκονισμένα, κι όμως νομίζεις ότι πριν από λίγο έκαναν πειράματα εδώ. κεφαλές φιδιών και κροκοδείλων σε μια σουρεαλιστική σιωπή. στο αμφιθέατρο οι σοβάδες πουδράρουν τα θρανία, που έχουν να νιώσουν χρόνια θέρμη σωμάτων πάνω τους. Μια πανέμορφη, κλειστή αίθουσα γυμναστικής χαίρεται τη χρήση των οργάνων της από το ζωντανό, έστω και με λίγους μαθητές, δημοτικό σχολείο. πάτωμα από υπέροχο ξύλο. τοίχοι γεμάτοι σκαλιέρες και στο ταβάνι κρεμασμένα αλλεπάλληλα αναρριχητικά σκοινιά. Το κοπάδι των «ίππων» για τα άλματα ζωντανεύει από το φως έτσι όπως πέφτει πάνω τους. Εδώ υπάρχει υποβλητικό σκηνικό για μια ταινία που κάποιος πρέπει να τολμήσει να γυρίσει. Ο κοσμοπολιτισμός της Αλεξάνδρειας, υποδειγματικός στα χρόνια της ακμής της, πρέπει να μας παραδειγματίσει στην εποχή του φανατικού εθνικισμού και της άχρωμης παγκοσμιοποίησης.
Κλου στο «Ελληνικό Τετράγωνο», η θέρμη των μαγειρείων. Εκεί όπου τα παιδιά και οι ζαλισμένοι από τη μοναξιά της εποχής ηλικιωμένοι τρόφιμοι του γηροκομείου ζεσταίνουν την ψυχούλα τους με πεντανόστιμο φαγητό. Τα μαγειρεία θα μπορούσαν να ’ναι σκηνικό πρώιμης ταινίας επιστημονικής φαντασίας με αυτή τη συστοιχία από τεράστιες χύτρες ταχύτητας. Ο φούρνος μοιάζει με παλιό μίνι χρηματοκιβώτιο, και ο μάγειρος Μενάμ Αχμέτ Χουσεΐν φτιάχνει πεντανόστιμα φαγητά. Με τον Ηλία δοκιμάζουμε γεμιστά. τρελαινόμαστε από τη μυρωδάτη γεύση τους. Τρώμε σουσαμάτα γιαουρτο-τυροπιτάκια με εκπληκτική τσαχπινιά.
Νιώθω την ανάγκη να ξαναζήσω πολλές φορές την Αλεξάνδρεια… Καπνίζω το ναργιλέ μου αφήνοντας τριανταφυλλένιους καπνούς να με τυλίγουν…