Πόσο δημοφιλής είναι στις μέρες μας η αναρρίχηση και τι εννοούμε όταν της βάζουμε μπροστά το επίθετο αλπική; Πόσος και ποιος είναι αυτός ο κόσμος που έχει αρχίσει το σκαρφάλωμα; Πού και πώς μαθαίνει κανείς να σκαρφαλώνει; Και πώς από τα βράχια του Φιλοπάππου (ναι, το πιο κοντινό αναρριχητικό πεδίο βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας) μπορεί να φτάσει κανείς να κρεμιέται στις ορθοπλαγιές των Άλπεων ή των Ιμαλαΐων;
Είναι γεγονός ότι πριν πιάσω στα χέρια μου το βιβλίο των εκδόσεων Ανάβαση με τίτλο "Αλπική αναρρίχηση στην Ελλάδα", δεν είχε τύχει να με απασχολήσει τίποτε από τα παραπάνω που πάντοτε τα έβλεπα κάπως "εξωτικά" και σίγουρα για πολύ λίγους. Μέσα από την κουβέντα που είχαμε, ωστόσο, με τον κ. Αλέκο Ασημακόπουλο, εκ των τριών συγγραφέων του βιβλίου (οι άλλοι δύο είναι οι Γιώργος Βουτυρόπουλος και Χρήστος Μπελλογιάννης), ένας νέος, ολότελα άγνωστος και καθόλα συναρπαστικός κόσμος ανοίχτηκε μπροστά μου.
Ας μιλήσουμε, όμως, πρώτα για το βιβλίο. Πώς προέκυψε η ιδέα για έναν τόσο λεπτομερή αναρριχητικό οδηγό και σε ποιους απευθύνεται; Ο Ασημακόπουλος δίνει εξηγήσεις για όλα. Όπως επισημαίνει, η δημιουργία του οδηγού ήταν ένα έργο ζωής για τους συγγραφείς και δεινούς αναρριχητές. Οι τρεις τους, οι οποίοι συναντιούνται κυρίως στα βράχια και στα βουνά, κατάφεραν να εκπληρώσουν ένα από τα μη βουνίσια όνειρά τους και να φτιάξουν τον πρώτο ελληνικό αναρριχητικό οδηγό, με πληροφορίες για 90 διαδρομές στο σύνολο των ελληνικών βουνών, σχεδόν όλες καταγεγραμμένες με κάθε λεπτομέρεια από τους ίδιους.
"Μέχρι τώρα στην Ελλάδα –μας λέει ο Ασημακόπουλος– υπήρχαν οδηγοί μόνο για τα δημοφιλή πεδία, όπως η Κάλυμνος, τα Μετέωρα και το Λεωνίδιο. Για τις αλπικές διαδρομές έβρισκες μόνο σκόρπιες πληροφορίες στο διαδίκτυο. Αντίθετα, στο εξωτερικό, ανάλογοι οδηγοί είναι κάτι κοινό εδώ και δεκαετίες, όπως το βιβλίο-σταθμός του είδους που φέρει τον τίτλο "100 Finest Routes in the Mont Blanc Massif” (1975) και την υπογραφή του Γάλλου αναρριχητή Γκαστόν Ρεμπυφά".
Έχει, επομένως, ιδιαίτερη αξία η καταγραφή του βιβλίου, καθώς είναι η πρώτη φορά που μπορεί κάποιος να βρει συγκεντρωμένες τις περισσότερες ελληνικές αλπικές διαδρομές· "τις ωραιότερες, τις δυσκολότερες, αλλά και τις πλέον εύκολες και κλασικές", όπως σημειώνει ο Ασημακόπουλος χαρακτηριστικά.
Άθλημα ή εθισμός;
Και τα δυο, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε. Από το 2016 η αναρρίχηση είναι ολυμπιακό άθλημα, το οποίο έκανε το ντεμπούτο του στους περυσινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο. Όταν, ωστόσο, ξεφεύγει από τα γυμναστήρια και βγαίνει στη φύση, αποκτά άλλη διάσταση ως δραστηριότητα, εμπειρία, βίωμα. Αυτό είναι και το κοινό στο οποίο απευθύνεται το νέο βιβλίο των Βουτορόπουλου, Μπελογιάννη και Ασημακόπουλου με τον τελευταίο να μας λέει ότι η αλπική αναρρίχηση, η αναρρίχηση στα ψηλά βουνά, δηλαδή, είναι κάτι παραπάνω από άθλημα. "Αν είσαι σε μια ορθοπλαγιά στα 1.000 μέτρα και σκαρφαλώνεις δεν μπορείς να πεις ότι τώρα βαρέθηκα ή κουράστηκα και σταματάω. Πρέπει να τελειώσεις. Είναι πολύ δεσμευτικό".
Είναι επίσης επικίνδυνο. Γι' αυτό και χρειάζεται να περάσεις από πολλά στάδια μέχρι να αρχίσεις να σκαρφαλώνεις στα βουνά. Να πας σε σχολή αναρρίχησης, η οποία αρχικά περιλαμβάνει έναν τύπο πέντε μαθημάτων που πραγματοποιούνται ισάριθμα διαδοχικά σαββατοκύριακα, αρχής γενομένης τα αναρριχητικά πεδία της Αθήνας (το ξέρατε ότι η Αθήνα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα με τόσα πεδία –45 περίπου– εντός των ορίων της;) και με τελευταία εξόρμηση στην Πάρνηθα, ίσως και στα Μετέωρα. Από εκεί και πέρα, λέει ο Ασημακόπουλος, θέλει προπόνηση στα βράχια, επιμονή, καλή σχοινοσυντροφιά και τα βουνά, "παρθένα για λίγο ακόμα στην Ελλάδα", είναι εκεί και περιμένουν. Όπως και η χειμερινή εκδοχή τους, αυξάνοντας τον βαθμό δυσκολίας.
Και πώς είναι το συναίσθημα όταν φτάνεις στην κορυφή;
"Όταν κατακτάς ένα ορειβατικό όνειρο είναι σαν να ολοκληρώνεται ένας τοκετός. Έχει μια χαρά και μια ανακούφιση συγχρόνως. Και είναι ένα αίσθημα που σε ακολουθεί για πολύ καιρό. Κάθε διαδρομή στα βουνά σε σημαδεύει. Δεν είναι, όμως, μόνο η κατάκτηση της κορυφής αυτή που μας τραβάει στα βουνά. Είναι ένα είδος εθισμού που ξεπερνά τους κινδύνους και τις δυσκολίες. Μπορεί κάποια στιγμή να "χαροπαλεύεις” σε μια δύσκολη σχοινιά και να πεις ότι δεν θα ξαναπατήσω ποτέ εδώ πάνω και την επόμενη μέρα που θα είσαι στην ασφάλεια της κοιλάδας, πάλι πάνω θα κοιτάξεις".
Είναι η Ελλάδα προορισμός για αλπική αναρρίχηση;
"Μπορεί στη χώρα μας να απουσιάζουν οι παγετώνες και το υψόμετρο, αλλά το ανάγλυφο που έχουμε είναι πολύ πλούσιο και ζωντανό και υπάρχει φοβερή εναλλαγή. Το ότι, για παράδειγμα, η κορυφή του Ολύμπου, ο Μύτικας, απέχει μόλις 18 χλμ. από τη θάλασσα, δεν το συναντάς σε καμία άλλη χώρα. Είναι μοναδικό. Έχουμε ανάγλυφο, λοιπόν, και, όπως βλέπουμε και στο βιβλίο, τον χειμώνα τα βουνά ντύνονται με έναν λευκό μανδύα και προσφέρουν φοβερές αναρριχήσεις. Στα Τζουμέρκα τα νερά από τους καταρράκτες παγώνουν και δημιουργείται ένα πεδίο για παγοαναρρίχηση εφάμιλλο των ευρωπαϊκών. Το σύνηθες ωστόσο στα ελληνικά βουνά είναι η μικτή αναρρίχηση, η οποία πειλαμβάνει και βράχο και χιόνι και πάγο. Θα μου πεις τώρα, αυτό δεν είναι πιο δύσκολο και πιο επικίνδυνο; Ε, όταν μπαίνεις σε αυτό, επιζητάς την πιο ενδιαφέρουσα εμπειρία".
> Το βιβλίο "Αλπική Αναρρίχηση στην Ελλάδα" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ανάβαση) και οι πληροφορίες που περιλαμβάνει είναι για χρήση από έμπειρους αναρριχητές. Περιλαμβάνει διαδρομές που επιλέχθηκαν όχι μόνο για την αισθητική και ιστορική τους αξία, αλλά και για τον βαθμό του ρίσκου που εμπεριέχουν. Παρουσιάζονται δε με τρεις τρόπους: με μια αδρή χάραξη στο πανοραμικό της ορθοπλαγιάς, με αναλυτικό σκίτσο σχοινιά προς σχοινιά(!) και με ένα σύντομο κείμενο με τις απαραίτητες πληροφορίες.