Χρόνο με το χρόνο, αφού φτιάχτηκε ο δρόμος, η ηλιόλουστη Καλαμάτα αυξάνει την κινητικότητα και τη ζωντάνια της, τόσο ως μόνιμη πόλη για διαμονή με υψηλό βιοτικό επίπεδο όσο κι ως προορισμός-μαγνήτης για αποδράσεις της τελευταίας –κι όχι μόνο– στιγμής. Διότι, μπορεί η μυρωδιά των εσπεριδοειδών την οποία θυμούνται έντονα οι παλιότεροι κάτοικοι να έχει πλέον εξασθενήσει, καθώς τα σπίτια πλήθυναν έναντι των χωραφιών, αλλά ποτέ δεν ελαττώθηκε η αίσθηση αρχοντιάς που απέπνεε ανεπιτήδευτα η μεσσηνιακή πρωτεύουσα, με τα υπέροχα νεοκλασικά, την ευρύχωρη ανάπτυξη και τη θάλασσα στα πόδια της, υπό τη σκιά του επιβλητικού Ταϋγέτου.
Είναι μια πόλη άνετη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι διέθετε πολεοδομικό σχέδιο από το 1867, αλλά για την αίσθηση που προσλαμβάνει σήμερα ο επισκέπτης κύριος υπεύθυνος είναι, παραδόξως, ο εγκέλαδος του 1986. Μετά τον καταστροφικό σεισμό που διέλυσε το 70% των κτιρίων, η πόλη –επί δημαρχίας Μπένου τότε– δεν αποκατέστησε μόνο τις φθορές της αλλά αναγεννήθηκε χωροταξικά με θαρραλέες αποφάσεις (βλ. το διάταγμα για τη διάσωση του ιστορικού αποθέματος), των οποίων τους καρπούς δρέπει έκτοτε.
Το βλέπεις αυτό ειδικά τους μήνες εκτός καλοκαιριού, για παράδειγμα τώρα το φθινόπωρο, που η καθημερινότητα της Καλαμάτας είναι μοιρασμένη ανάμεσα στην περατζάδα της παραλίας και το γραφικό κέντρο κάτω απ’ το κάστρο. Τα σοκάκια, οι πεζόδρομοι και η τεράστια κεντρική πλατεία, η εκκλησία της Υπαπαντής με τους ασημί τρούλους και ο βυζαντινός ναός των Αγίων Αποστόλων, τα μαγαζιά με τα μεταξωτά μαντίλια, η σκεπαστή αγορά κι οι μυρωδιές απ’ τα στέκια που κατέχουν το ψήσιμο σε τραβάνε για ανακάλυψη, ενώ μικρές «κυψέλες» πολιτισμού, όπως είναι το εξαίρετο μουσείο με τη συλλογή ελληνικών ενδυμασιών Βικτώρια Καρέλια και το δραστήριο καλλιτεχνικό στέκι, σου αναπτερώνουν την όρεξη κάθε λίγο.
Βέβαια, τον τελευταίο μήνα τα φώτα έχουν στραφεί στο Μέγαρο Χορού Καλαμάτας κι όχι για το λόγο που έχουμε συνηθίσει. Στη διπλανή αίθουσα από την εντυπωσιακή κεντρική σκηνή, όπου ανεβαίνουν οι χορευτές του ξακουστού φεστιβάλ κάθε καλοκαίρι, βρίσκεται η πειραματική σκηνή, μια εξίσου ψηλοτάβανη αλλά black-box αίθουσα, η οποία τρανσφορμάρεται ανάλογα με τις ανάγκες και ως εκθεσιακός χώρος. Τα έργα του διάσημου εικαστικού Χρήστου Μποκόρου είναι οι πρωταγωνιστές στο ημίφως, με την έκθεση «Μνήμον Φως» που συνεχίζεται έως τέλος Οκτωβρίου (είσοδος ελεύθερη).
Το αίτημα προέκυψε από τη δραστήρια «Φάρις» του Δ. Καλαμάτας και συγκεκριμένα τον καλλιτεχνικό διευθυντή του εικαστικού τομέα, Παναγιώτη Λαμπρινίδη, που επίσης διδάσκει στο εικαστικό εργαστήριο της πόλης, το οποίο μάλιστα αποτελεί και το πρώτο σχολείο του είδους πανελλαδικά. Με την αφορμή της συμπλήρωσης διακοσίων χρόνων απ’ την Επανάσταση, απευθύνθηκε στον Μποκόρο και εκείνος, ανατρέχοντας εκ νέου στα όσα είχε φτιάξει απ’ όταν ξεκίνησε, συνειδητοποίησε αμέσως –όπως παραδέχεται– ότι το γεγονός αυτό σαν να διέτρεχε όλα τα έργα του.
Η μνήμη, τα σύμβολα και οι συλλογικές ιστορίες δραπέτευαν πάντοτε απ’ τις επιφάνειες των έργων του. Απ’ τα χρησιμοποιημένα ξύλα και τα παλιά πανιά που συνέλεγε στο εργαστήριό του, τρίβοντας και δουλεύοντας με τις ώρες ώσπου να μπορέσει να τα ζωγραφίσει. Όλα, πράγματα ανθρώπινα και καθημερινά, που μέσω της αλήθειας τους εκφράζουν όσα μας συνδέουν, τα βιώματα και τις ανάγκες μας. «Τα ζήτημα ήταν πάντα να βρω αυτό που μας ενώνει, το κοινό, σε όσα μπορούμε να ομονοήσουμε ως κοινότητα», λέει ο ίδιος, «και δεν μιλάω για κάποιο υψηλό, φιλοσοφικό σκοπό, αλλά για τη θεμελιώδη ανάγκη της ζωγραφικής: στο μέτρο που μετέχουμε τα έργα γίνονται τέχνη».
Το «Μνήμον Φως» συναποτελείται από είκοσι έξι μεμονωμένα έργα, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι γνωστά, καθώς ανήκουν σε σειρές όπως η «Έξοδος του Μεσολογγίου» με τους σταυρούς ή τα «Στοιχειώδη», αλλά υπάρχουν και τρία έργα που παρουσιάζονται για πρώτη φορά: τρεις εκδοχές από μια γεωμετρικά δυναμική εικόνα με ένα αναμμένο κερί, του οποίου η κάπνα χωρίζει στα δύο τον πίνακα και μοιάζει με κυπαρίσσι. Το φως και το σκοτάδι, όσο και τα αναθήματα με τη λογική της προσφοράς και της υπόμνησης (κεριά, καντήλια, άνθη κ.ά.) αγκαλιάζουν τον επισκέπτη απ’ όλες τις πλευρές της τετράγωνα διαμορφωμένης αίθουσας.
«Είναι μια έκθεση αφιερωμένη στην ελληνική επανάσταση αλλά δεν είναι για την ελληνική επανάσταση, υπό την έννοια ότι υποδεικνύει έναν τρόπο να την δούμε στο σήμερα», παρατηρεί ο επιμελητής Κωνσταντίνος Παπαχρίστου, συμπληρώνοντας ότι «για να τιμήσουμε κάτι πρέπει πρωτίστως να το θυμόμαστε, όχι με τη μορφή μιας τυπικής διαδικασίας που επαναλαμβάνεται εορταστικά κάθε χρόνο αλλά ως σχέση ουσιαστική με το παρελθόν μας, έως και αναμέτρηση πολλές φορές».
Έτσι αντιμετωπίζει ο Μποκόρος το επετειακό γεγονός, εξού και η πολυσυζητημένη έκθεση που παρουσίασε στο Μπενάκη. «Δεν είναι γιορτή το ’21 γιατί έχει πολύ αίμα αυτή η “γιορτή”», λέει ο ίδιος, «το χρέος μας τιμούμε απέναντι στον αγώνα εκείνων και, κυρίως, στο ότι ξεπεράσανε το φόβο του θανάτου, δίνοντας τη ζωή τους για την ιδέα της αυτοδιάθεσης».