Δύο δυναμικές γυναίκες επιχειρηματίες που αγαπούν να περπατάνε στην πόλη μοιράζονται μαζί μας το δικό τους black book της Θεσσαλονίκης.
Αλεξάνδρα Ευσταθιάδου: «Έχω πάθος με το κομμάτι της Θεσσαλονίκης που δεν κάηκε στην πυρκαγιά του 1917»
Σεργιανίζοντας στα δρομάκια τριγύρω από τα Λαδάδικα, κουβεντιάζουμε με την Αλεξάνδρα Ευσταθιάδου, «soul maker» του boutique ξενοδοχείου «Ekies All Senses Resort» στη Βουρβουρού της Χαλκιδικής. «Μου αρέσουν πολύ τα Άνω Λαδάδικα – Αγίου Μηνά, Εδέσσης, Βεροίας, Β. Ηρακλείου κι εδώ, στον Φραγκομαχαλά. Έχει υπέροχες νεραντζιές, στρογγυλούτσικες, που την άνοιξη μοσχοβολάνε. Μου αρέσουν τα μπαρ της περιοχής: ο “Γορίλας”, το “Coo”... Έχω πάθος με όλα αυτά τα υπέροχα κτίρια, το κομμάτι της Θεσσαλονίκης που δεν κάηκε στην πυρκαγιά του 1917. Τα βράδια χαζεύω το εκπληκτικό κτίριο δίπλα στο “Ύψιλον”, που είναι παρατημένο, κλείνω τα μάτια μου και το φαντάζομαι φροντισμένο και πανέμορφο...»
Η κουβέντα μας με την Αλεξάνδρα Ευσταθιάδου απλώνεται σιγά σιγά σε ολόκληρη την πόλη, όπως τη ζει και την αγαπάει στη δική της καθημερινότητα. «Για φαγητό πηγαίνω με τους φίλους και τα παιδιά μου στο “Local”. Πέρα από τις εκπληκτικές γεύσεις του Ανδρέα [σ.σ.: ο σεφ Ανδρέας Κλαυδιανός], εδώ νιώθω ασφάλεια, σαν να πηγαίνω να φάω στη μαμά μου. Υπάρχει και η Δέσποινα Καραγκιόζη στη Μητροπόλεως (6972223650), που κάνει γαστρονομικές ξεναγήσεις στην πόλη. Θα σε πάει για ψώνια, θα μαγειρέψει μαζί σου, θα φάτε μαζί. Πηγαίνω και στο μαγειριό “Το Μικράκι” στην Προξένου Κορομηλά, που έχει πραγματικό ελληνικό φαγητό και το τρέχει μια υπέροχη κοπέλα. Στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν μαγειριά σε κάθε γειτονιά και πολλοί άνθρωποι παίρνουν από εκεί φαγητό αντί να μαγειρέψουν. Ξέρουν τι έφαγες χθες, ξέρεις πότε θα βγάλουν το αγαπημένο σου φαγητό.
Για κάτι πιο επίσημο, αν θέλω να βγάλω για φαγητό κάποιον ξένο ή έχω επαγγελματικό ραντεβού, πηγαίνω στο “Clochard” – σταθερή αξία. Πηγαίνω όμως και στο ταβερνάκι “Ίνγκλις” στην Άνω Πόλη (2313011967), είτε με φίλους είτε για επαγγελματικά ραντεβού, για τη μοναδική του ατμόσφαιρα – σαν να βρίσκεσαι στη δεκαετία του ’60. Υπάρχουν επίσης πολλά μαγαζιά για φαγητό που έχουν φτιαχτεί από παρέες ή μάλλον κολεκτίβες: το “Sempriko” στα Δικαστήρια (2310557513), η “Μούργα” πίσω από την Αχειροποίητο, η “Νέα Φωλιά” στον Άγιο Δημήτρη (2310960383). Είναι πολύ χαρακτηριστικά για την πόλη, τόσο για την ατμόσφαιρα και το περιβάλλον όσο και για το φαγητό τους.
«Όταν θέλω να ηρεμήσω και να σκεφτώ, πηγαίνω στη μονή Βλατάδων, πάνω από τα κάστρα. Κάθομαι σε ένα πεζουλάκι κι έχω όλη την πόλη και τη θάλασσα μπροστά μου. Κι έχει σιωπή, μια γοητευτική σιωπή. Ψωνίζω στην Πλατεία Άθωνος στο Ελληνικό (βιολογικά λαχανικά, ωραία κρέατα) και στο “Έργον”. Για μπουγάτσα πηγαίνω στον “Γιάννη”. Για κολασμένο προφιτερόλ στον Ελενίδη στο Πανόραμα, απ’ όπου ξεκίνησαν τα φημισμένα τρίγωνα Πανοράματος. Για παγωτό στον Ιταλό, στην Αλεξάνδρου Σβώλου. Για ρούχα στο Grigio στην Προξένου Κορομηλά. Η Μαντώ σου φέρνει το ρούχο στην κρεμάστρα και λες “αυτό αποκλείεται να είναι για μένα” και το βάζεις και είναι τέλειο. Πηγαίνω και στην Πόρτα 12 στην Π.Π. Γερμανού. Είναι καινούργιο μαγαζί, πολύ ψαγμένο και πολύ καλλιτεχνικό. Γίνονται κι εκθέσεις εκεί».
Ελένη Κεχρή: «Η αίσθηση της θάλασσας είναι αναντικατάστατη. Είναι ανάσα, χαλάρωση και ανάπαυση»
Μιλώντας με την οινοποιό Ελένη Κεχρή, κόρη του Θεσσαλονικιού οινοποιού Κεχρή, που πρώτος ξανάβαλε στο παιχνίδι την περιφρονημένη ρετσίνα με μια σειρά εκπληκτικών ρητινιτών οίνων, μαθητεύω στην ψυχή της πόλης μέσα από την οπτική ενός ευαίσθητου insider. «Αν και η Θεσσαλονίκη είναι μεγαλούπολη, μοιάζει σαν όλος ο κόσμος να έχει κάνει μια μυστική συμφωνία. Σαν να έχει μια εσωτερική ενότητα. Στην Αθήνα ο καθένας είναι τελείως διαφορετικός από τον άλλον. Η κοινότητα έχει διαρραγεί. Εδώ ο πυρήνας μας είναι ίδιος. Μοιάζουμε στη νοοτροπία, στα αιτήματα, στις αντιδράσεις μας».
Μου αρέσει πολύ η Θεσσαλονίκη», μου λέει καθώς βολτάρουμε στο λιμάνι με έναν καφέ στο χέρι. «Καταρχάς επειδή έχει θάλασσα. Αυτή η αίσθηση είναι αναντικατάστατη. Είναι ανάσα, χαλάρωση και ανάπαυση». Σημαντική θέση στην καρδιά της έχει η αγορά Μοδιάνο για την ατμόσφαιρά της. «Εδώ ψωνίζω κάθε Σάββατο τρόφιμα και λουλουδάκια. Αγαπώ και την Πλατεία Ναυαρίνου. Πολλοί φοιτητές, ζωντάνια, αισθάνομαι σαν να βρίσκομαι σε φοιτητούπολη, κάπως σαν το Μπορντό, όπου σπούδασα. «Λόγω κρίσης», μου λέει, «τα τελευταία πέντε χρόνια η Θεσσαλονίκη κινδύνεψε να χάσει το δυνατό της σημείο, δηλαδή τα ταβερνάκια με το νόστιμο, καλό φαγητό. Ευτυχώς, τώρα φαίνεται ότι αλλάζουν τα πράγματα και η κατάσταση βελτιώνεται».
«Γενικά έχω την αίσθηση πως η Καλαμαριά ξαναπαίρνει σταδιακά τα πάνω της. Μου αρέσει πολύ στη Νέα Κρήνη, με την εκπληκτική παραλία και την υπέροχη θέα στη θάλασσα, όπου έχουν ανοίξει δυο-τρία ωραία μαγαζιά όπως το “Βar L.A.B.” με βάση το το ρούμι και την tiki κουλτούρα. Και μου αρέσει ακόμη περισσότερο που αυτά τα καινούργια και μοντέρνα συνυπάρχουν με τα πιο παλιά, όπως το μαγειριό “Κρόνος” (2310414730).
Τέτοια μαγαζιά δεν υπάρχουν μόνο στην Καλαμαριά. Το μαγειριό “Γιαννούλα” (2310263928) κοντά στην Αγίου Δημητρίου έχει ωραία μαγειρευτά και πολύ ωραία σουτζουκάκια. Τρώω και στο “Έτση” (2310222469) στη Νικηφόρου Φωκά. Έχει υπέροχα σάντουιτς [σ.σ.: όπως λένε στη Θεσσαλονίκη το σουβλάκι] με καλαμάκια και πολλές σαλάτες – η δική μου αγαπημένη σαλάτα είναι η “ανήθικη”. Μου αρέσει όμως να τρώω και στο εστιατόριο “Βήτα” στο Βυζαντινό Μουσείο. Οι γαλλικές επιρροές στην κουζίνα του με συγκινούν. Ένα παλιό, ιστορικό μαγαζί που ξεχωρίζω είναι το μεζεδοπωλείο “Γεντί”, ψηλά στα κάστρα. Φοβερή ατμόσφαιρα...»
Πώς βλέπει τις αλλαγές, τη σχέση μεταξύ παλιού και καινούργιου; «Να σας πω πώς βλέπω την παράδοση και το νεωτερισμό. Εγώ αυτό που έπινε ο παππούς μου δεν θέλω να το πιω. Θέλω όμως να το εξελίξω, όχι να το κανιβαλίσω. Παράδοση δεν είναι να φυλάς τις στάχτες, αλλά να μεταδίδεις τη φλόγα. Πρέπει να πιάσεις το νήμα, αλλά να το υφάνεις στην εποχή σου. Η κάθε γενιά πρέπει να μπορεί να βάζει το στίγμα της. Πρέπει να εξελιχτεί, αλλά να κρατήσει την ψυχή της».