Το στοίχημα του γαστρονομικού τουρισμού μπορεί να βρει πρόσφορο έδαφος και στα καθ' ημάς.
Διαβάζω τα στατιστικά του τουρισμού της Napa Valley στην Καλιφόρνια, ενός από τους πιο εμβληματικούς προορισμούς για τους λάτρεις του κρασιού παγκοσμίως, με πάνω από 500 οινοποιεία που παράγουν μεταξύ άλλων τα περίφημα Chardonnay και Cabernet Sauvignon της περιοχής και ένα ανταγωνιστικό ταξιδιωτικό προϊόν χτισμένο πάνω στη «Χώρα του Κρασιού». Από το 2014 έως το 2016, λοιπόν, οι διεθνείς επισκέπτες αυξήθηκαν κατά 62% (728.000 άτομα επιπλέον) με τους Κινέζους να αποτελούν το 5,3%. Το κυρίαρχο κοινό της περιοχής είναι υψηλής οικονομικής στάθμης και μορφωτικού επιπέδου, ενώ οι επισκέψεις σε εστιατόρια, τα οινικά τουρ, το shopping, οι γευσιγνωσίες, το τρένο του κρασιού, τα spa, οι γκαλερί και οι πολιτιστικές βόλτες είναι μερικές από τις βασικές εμπειρίες που μπορεί να απολαύσει.
Ο σχεδιασμός, οι επενδύσεις και το μάρκετινγκ πίσω από την καθιέρωση της Napa Valley ως ενός εκ των κορυφαίων προορισμών γαστρονομικού τουρισμού δεν είναι προφανώς τυχαία. Παρ’ όλα αυτά, όπως γλαφυρά έχει αποτυπωθεί στην ταινία «Bottle Shock» του Ράνταλ Μίλερ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 –και την περίφημη «τυφλή» δοκιμή που έμεινε στην ιστορία με το όνομα «Η κρίση του Παρισιού» αφού έδωσε το πρώτο βραβείο στα αμερικάνικα τότε αουτσάιντερ μέσα σε γαλλικό οινικό έδαφος–, η Napa Valley παρέμενε σε μεγάλο βαθμό ένας τόπος όπου κάποιοι γραφικοί μικροί οινοπαραγωγοί, με έντονο το αίσθημα της κοινότητας, κυνηγούσαν το όνειρο.
Πίσω στα δικά μας, και με έντονη ακόμη την επίγευση από τα εξαιρετικά προϊόντα που δοκιμάσαμε το σαββατοκύριακο που μας πέρασε στο φεστιβάλ «Ελλάδα Γιορτή Γεύσεις», είναι σαφές ότι οι εξελίξεις στο χώρο των μικρών παραγωγών τα τελευταία χρόνια είναι πολύ σημαντικές, ενώ σε αρκετές περιοχές της χώρας υπάρχει το δυναμικό για να αναπτυχθεί επιτέλους σοβαρά ο γαστρονομικός τουρισμός.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Δυτικής Μακεδονίας –τιμώμενης περιοχής του φεστιβάλ–, όπου με φόντο μερικά από τα ομορφότερα τοπία της χώρας κορυφαία εστιατόρια ελληνικής κουζίνας εξελίσσουν τις τοπικές γεύσεις και, μαζί με πρωτοπόρους παραγωγούς, οινοποιεία, δραστηριότητες στη φύση και μικρά ξενοδοχεία, χτίζουν ένα μοναδικό ταξιδιωτικό πακέτο που έχει μέλλον. Η Δυτική Μακεδονία θα μπορούσε να αποτελέσει κάλλιστα μοντέλο για πολύ πιο αναπτυγμένους προορισμούς που έχουν πολλά να κερδίσουν από την εξέλιξη του γαστρονομικού τουρισμού, ο οποίος αφενός συμβαδίζει με την ήπια ανάπτυξη που προτάσσουν οι καιροί και αφετέρου προσελκύει ένα ζηλευτό ταξιδιωτικό κοινό.