Είναι αδύνατο να φέρω στο νου όλα τα στάδια του δείπνου. Είναι αδύνατο να καταγράψω όλες τις εκπλήξεις που αυτό περιλάμβανε.
Το Bray με υποδέχεται με υγρασία και περιορισμένη κίνηση στους δρόμους. Το αυτοκίνητο σταματά ακριβώς μπροστά στην ξύλινα πόρτα της εισόδου του «The Fat Duck», το οποίο έχει μόλις ξανακερδίσει την ύψιστη διάκριση των τριών αστεριών Michelin. Η πρόσκληση του chef Heston Blumenthal ήταν σαφής. Δείπνο στις 19.15.
Θα περίμενε κανείς πως ο χώρος θα ήταν μεγάλος, με έντονα στοιχεία διακόσμησης αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ένα μικρό σαλόνι με μόλις 35, εξαιρετικά άνετα, καθίσματα και τραπέζια στρωμένα με φρεσκοσιδερωμενα τραπεζομάντιλα είναι τα μόνα στοιχεία στο χώρο.
Στο τραπέζι μας περίμενε ένας χάρτης κι ένας μεγεθυντικός φακός, απαραίτητος όπως αποδείχθηκε για την ανάγνωση του.
Η Κέρι, η γοητευτική ξανθιά με το γλυκό χαμόγελο σερβιτόρα μας έφθασε στο τραπέζι με το τρόλεϊ της. Το ταξίδι είχε ήδη ξεκινήσει.
Μας πρότεινε μια σειρά από cocktails, όμως η σχετικά αδιάφορη ερώτηση απέκτησε άλλο ενδιαφέρον όταν ξεκίνησε να τα προετοιμάζει μπροστά μας με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Λίγα λεπτά αργότερα το ποτό μου με βάση την τεκίλα σε μορφή μιας μετρίου μεγέθους χιονόμπαλας παρουσιάστηκε μπροστά μου. Ήταν η πρώτη φορά που θα «έτρωγα» το ποτό μου.
Η συνέχεια υπήρξε εξίσου εντυπωσιακή, από τα κεράσματα της μαμάς στη διαδρομή για να είναι ήσυχα τα παιδιά στο ταξίδι, στο μοναδικά παρουσιασμένο Gin & Tonic, στο θερμό και παράλληλα κρύο «τσάι» μέχρι το αγαπημένο «πρωινό του Heston» ως παιδί και τους «ήχους της θάλασσας».
Η εναλλαγή των πιάτων, η εξαιρετική παρουσίαση και η ολοκλήρωση του κάθε νέου πιάτου μέσα από τις νέες γεύσεις που αναγνωρίζεις όταν πλέον αυτά φτάσουν στο στόμα σου συνιστούν πρωτόγνωρη εμπειρία.
Το «παγωτό στην παραλία», η «βόλτα στο δάσος», το «απογευματινό τσάι» πριν το δείπνο, κάθε ένα μια θεατρική παράσταση με αρχή μέση και τέλος κάθε ένα μια αποκάλυψη δημιουργικότητας και γεύσης.
Και φτάσαμε στο δείπνο. Το στρώσιμο του τραπεζιού αλλάζει όπως και το ύφος των σερβιτόρων. Το μενού παρουσιάζεται και η οικογένεια του chef, μπαμπάς, μαμά και τα δύο παιδιά κάθονται να φάνε. Η μεγάλη απόδειξη ότι ένας εξαιρετικός υπηρέτης της γαστρονομίας δεν υπάρχει κάτι που δε μπορεί να κάνει.
Σε συνέχεια ενός απολαυστικού παιχνιδιού με υφές, αρώματα, γεύσεις έρχεται «Το δείπνο» με διαχρονικές πρώτες ύλες και κλασικές τεχνικές. Το πρώτο πιάτο είναι χτένια με τρούφα και για κυρίως περιστέρι. Και τα δύο μοναδικά εκτελεσμένα, με γεύση και άρωμα στα καλύτερα τους. Για επιδόρπιο ένα τσαμπί από σταφύλι όπου κάθε ρόγα του έχει διαφορετική υφή και γεύση που άγγιζε την τελειότητα.
Ακολούθησαν τα χωνευτικά, η «ώρα για ύπνο» και το «γλυκοπωλείο». Δεν μπορείς παρά να ταυτιστεί κανείς με κάθε μία από αυτές τις εμπειρίες. Ο καθένας συνδυάζοντας τις με δικές του παιδικές αναμνήσεις.
Η χορογραφία των ανθρώπων που σε φροντίζουν, ο εναλλασσόμενος φωτισμός στο τραπέζι ανάλογα με το θέμα του πιάτου, οι παρουσιάσεις με συγκλονιστική λεπτομέρεια ακόμη και στα πλέον δυσδιάκριτα σημεία (όπως ο αρκούδος μεγέθους 2-3εκ στο κινητό γλυκοπωλείο που φοράει γυαλιά ακριβώς ίδια με αυτά του chef) είναι στοιχεία που δεν υπάρχει περίπτωση να μη σε εντυπωσιάσουν.
Όποια και αν είναι η σχέση σου με το φαγητό, το οποίο είναι πάντα βέβαια ο βασικός λόγος της επίσκεψης. Και μαζί η απόλυτη εμπειρία. Η υψηλή γαστρονομία στην καλύτερη της εκδοχή, μακριά από αυστηρά dress code και πρωτόκολλα. Η υψηλή γαστρονομία με διάθεση αυτοσαρκασμού και δόσεις καινοτομίας.
Είναι αδύνατο να φέρω στο νου όλα τα στάδια του δείπνου. Είναι αδύνατο να καταγράψω όλες τις εκπλήξεις που αυτό περιλάμβανε. Αυτό όμως που με σιγουριά μπορώ να πω είναι αυτό που με σθένος υποστήριξε στη συνάντηση μας ο chef, ότι δηλαδή «δεν μπορείς να προσφέρεις φαγητό αν δεν προσφέρεις εμπειρία, δε μπορείς να καλύψεις τη γεύση αν δεν καλύψεις πρώτα το μυαλό». Έχεις απόλυτο δίκιο chef, σε ευχαριστώ!
Ο Παναγιώτης Σωπιάδης είναι γενικός διευθυντής των μυκονιάτικων ξενοδοχείων «Bill & Coo» και «Bill & Coo Coast».