Ένα πολύτιμο μουσείο που υμνεί τον Ηπειρώτη αργυροτεχνίτη και τη λάμψη του ασημιού ήρθε να ολοκληρώσει το ξεχωριστό δίκτυο θεματικών μουσείων του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ). Η Άρτεμις Τζίτζη παρευρέθηκε στα λαμπερά εγκαίνια που έγιναν από τον πρόεδρο της δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο στα Ιωάννινα το Σάββατο που μας πέρασε (24/9) και μας ξεναγεί.
Το Μουσείο Αργυροτεχνίας του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ) στεγάζεται στον δυτικό προμαχώνα του Ιτς Καλέ, «βασίλειο» του Αλή Πασά όταν εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα το 1788, κι εκτείνεται στο κτίσμα των παλιών μαγειρείων, όπου κατά τις εργασίες αποκατάστασης προστέθηκαν οι δύο καμινάδες που είχαν γκρεμιστεί βάσει παλιάς φωτογραφίας. Υποδειγματικά αποκατεστημένος ο χώρος, συνταιριάζει κάτω από τις τοξωτές πέτρινες καμάρες του τους τεχνίτες, τα εργαλεία, τις κοινωνικές δομές, τις πολιτισμικές ταυτότητες και τα λεπταίσθητα ασημένια τεχνουργήματα που σφραγίζουν την καλλιτεχνική ταυτότητα της Ηπείρου.
Χρονικά καλύπτει τη μεταβυζαντινή περίοδο, από το 15ο αι., και στέκεται ιδιαίτερα στην περίοδο της ακμής της αργυροχοΐας τους 18ο-19ο αι. Ήδη από την είσοδο σε υποδέχεται ο ήχος του σφυριού πάνω στο ασημένιο σκεύος, καθώς το βίντεο απεικονίζει έναν τεχνίτη αφοσιωμένο στη δημιουργία του, και η πανέμορφη αργυρή καντήλα λίγο πιο κει φωτίζει τα ερωτήματα στα οποία θα απαντήσουν οι θεματικές ενότητες που αναπτύσσονται σε ολόκληρο το ισόγειο. Η πρώτη ύλη, τα ορυχεία ασημιού, τα εργαλεία, οι τεχνικές, οι κοινωνικές συνθήκες, τα συνδικαλιστικά αιτήματα δηλώνουν σε πρώτο επίπεδο την ανθρωποκεντρική προσέγγιση του θέματος.
Η αναπαράσταση ενός τυπικού πάγκου αργυροτεχνίτη (ή «χρυσικού» ή «τζοβαεριτζή» ή «κουγιουμτζή») σε βυθίζει στο χρόνο με τα εργαλεία για τη διαμόρφωση και τη διακόσμηση των αντικειμένων – κι ένα… λαγοπόδαρο όχι για τύχη, αλλά για να ξεσκονίζουν τον πάγκο από τα ρινίσματα. Η συνθετότητα των παραδοσιακών τεχνικών (σφυρηλάτηση, χύτευση, συρματερή, σαβάτι, ανάγλυφο), η υπομονή και η τέχνη του μάστορα εντυπωσιάζουν. Τα βίντεο και οι διαδραστικές εφαρμογές συνυπάρχουν με γκραβούρες από βιβλία περιηγητών του 18ου αι. και ο υποβλητικός φωτισμός δημιουργεί ένα συνεχές ανάμεσα στο τότε και το σήμερα.
Σημεία-κλειδιά η ζήτηση των πολύτιμων γιαννιώτικων τεχνουργημάτων στο εξωτερικό, οι Καλαρίτες, το βλαχοχώρι που έβγαλε φημισμένους αργυροτεχνίτες (ο Σωτήρης Βούλγαρης, ιδρυτής του οίκου Bulgari, καταγόταν από εκεί), οι παραγγελιοδότες (εκκλησία, οπλαρχηγοί και μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1913 οι εύπορες αστικές οικογένειες) και οι σημερινοί Γιαννιώτες που συνεχίζουν μέσα από αντιξοότητες την παραδοσιακή τέχνη τους. Λεπτομέρειες όπως η αναφορά στους συντρόφους του οπλαρχηγού που… κουβαλούσαν το τάσι του, ενώ τα ασημένια χαϊμαλιά του βροντούσαν καθώς περπατούσε, δείχνουν τη βαθιά έρευνα που πραγματοποίησε το ΠΙΟΠ στο πλαίσιο της δημιουργίας του μουσείου.
Στο δεύτερο επίπεδο του προμαχώνα θαμπώνεσαι από τα περίπου 45 περίλαμπρα έργα της ηπειρώτικης αργυροχοΐας που περιλαμβάνονται στη μόνιμη έκθεση. Κρεμασμένα από αόρατα νήματα μέσα σε κρυστάλλινες προθήκες, σημαδεύουν το χρόνο και δείχνουν την αιώνια αγάπη του ανθρώπου για προβολή, επιβολή, διάκριση και πολυτέλεια μέσα από το στολισμό του ίδιου και του χώρου του.
Ξεχωριστά κοσμήματα, αναπόσπαστα κομμάτια της παραδοσιακής φορεσιάς –πόρπες, σταυραετοί που φοριόνταν στο στήθος, νυφικά διαδήματα, βραχιόλια, περιδέραια– αλλά και καλαμάρια, μελανοδοχεία, ταμπακέρες, αλυσίδες για ρολόγια, ασημοποίκιλτα όπλα, γιαταγάνια (όπως αυτά που έκανε δώρο ο Καποδίστριας στους αγωνιστές του ’21), παλάσκες, μεδουλάρια (μικρά δοχεία με μεδούλι για το λάδωμα των όπλων), αντικείμενα καθημερινής χρήσης –«λεγενόμπρικο» (σκεύος για το πλύσιμο των χεριών), σουπιέρες, κουτάλια, φοντανιέρες, «σαμπάνια» (κηροπήγια) και μαστραπάδες–, τελετουργικά θρησκευτικά αντικείμενα τόσο των χριστιανών όσο και της μεγάλης εβραϊκής κοινότητας της πόλης.
Το βυσσινί χρώμα του υλικού επίστρωσης συνδιαλέγεται αρμονικά με τη γυμνή πέτρα και οριοθετεί τους χώρους της έκθεσης, καθώς συντεχνίες με καλλιτεχνικά μυστικά και απαράβατες ιεραρχίες, παραδόσεις και θρησκευτικές συνυπάρξεις, παύσεις και συνέχειες και, πάνω απ’ όλα, η τέχνη του ασημιού και της φωτιάς συνθέτουν μια λαμπρή κι εν πολλοίς άγνωστη πολιτισμική διαδρομή.
Ο ένατος, μετά και τα πρόσφατα εγκαίνια του Μουσείο Μαστίχας στη Χίο, κρίκος του δικτύου θεματικών μουσείων του ΠΙΟΠ, που εγκαινιάστηκε το Σάββατο 24/9, αναμένεται να έχει 60.000 επισκέπτες το χρόνο, ενώ το ίδρυμα έχει εκδώσει τον εξαιρετικό συλλογικό τόμο «Η αργυροτεχνία στην Ήπειρο», ο οποίος διατίθεται στο πωλητήριο.
Κατά την ομιλία της στην τελετή εγκαινίων η πρόεδρος του ΠΙΟΠ Σοφία Στάικου πρότεινε τη δημιουργία ενός ετήσιου συνεδρίου διαδοχικά σε καθένα από τα εννιά μουσεία, προκειμένου να γίνουν ο προγραμματισμός και η ανάπτυξη δράσεων σε συνεργασία με τους εννιά δήμους που τα φιλοξενούν και τόνισε πως υπάρχουν σχέδια για την προβολή των μουσείων στο εξωτερικό και την αξιοποίηση των νέων δρόμων που ανοίγονται. Ακόμη εξέφρασε την ελπίδα ότι η νέα διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς θα συνεχίσει με το ίδιο όραμα για το ΠΙΟΠ και τόνισε τη σημασία που έχει «να κερδίζουμε στην οικονομία και να προσφέρουμε στον πολιτισμό».
Ο πρόεδρος της δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος εξήρε την προσφορά του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «το Μουσείο Αργυροτεχνίας Ιωαννίνων προσθέτει ακόμη έναν κρίκο στη λαμπερή αλυσίδα πολιτισμού την οποία ο όμιλος Πειραιώς έχει κληροδοτήσει στην Ελλάδα». Στην τελετή των εγκαινίων χοροστάτησε ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος. Την κυβέρνηση εκπροσώπησε η κ. Όλγα Γεροβασίλη, ενώ παρευρέθηκαν ο πρώην πρόεδρος της δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, ο πρώην πρόεδρος της Ν.Δ. Αντώνης Σαμαράς, ο πρόεδρος του Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης, ευρωβουλευτές, βουλευτές κομμάτων και άλλες προσωπικότητες.