Για τις ομορφιές του Πάρνωνα έχουμε γράψει αρκετές φορές: για τα αρκαδικά και λακωνικά καταπράσινα χωριά του, για τα γεμάτα έλατα, μαυρόπευκα, καστανιές και καρυδιές δάση του, για τα πεζοπορικά του μονοπάτια, για την ήπια τουριστική του ανάπτυξη... Αυτήν τη φορά επιστρέψαμε με 4x4 και διάθεση να φωτίσουμε κάποιες άγνωστες γωνιές του και να ανακαλύψουμε cult στέκια εκτός χάρτη. Η αλήθεια είναι ότι θέλαμε το οδοιπορικό μας να έχει χρώμα φθινοπωρινό, τελικά όμως το κάναμε με κοντομάνικα.
Το πρωί της περασμένης Παρασκευής μας βρήκε στον ξενώνα «Πρυτανείο» στο υψηλότερο σημείο των Τσιντζίνων. Επί της υποδοχής ο Αντώνης Παπανικολάου, που με τον προηγούμενο ξενώνα του στην πλατεία του χωριού και τη μεγάλη αγάπη για τον τόπο του επανατοποθέτησε στον τουριστικό χάρτη τα γραφικά Τσίντζινα με τα τρεχούμενα νερά και τα παραδοσιακά σπίτια στις μύτες τριών λόφων. Το early ξεκίνημα που είχαμε κατά νου μετατέθηκε για λίγο πιο αργά, καθώς στο τραπέζι του πρωινού προσγειώθηκαν σπιτικές μαρμελάδες, ένα βαζάκι ταχίνι, ζυμωτό ψωμί και φυσικός χυμός πορτοκάλι, τα οποία «φρεσκαρίστηκαν» στην πορεία με αβγά μάτια και μανιάτικα λαλάγκια. Ίσα που προλάβαμε να επισκεφθούμε την Ιερά Μονή Αγίων Αναργύρων (μέχρι τις 12 μ.), στην οποία καταλήγει ένας σχετικά βατός χωματόδρομος λίγο μετά την επάνω έξοδο του χωριού. Από εδώ περνάει κι ένα από τα εννέα μονοπάτια που ξεκινούν από τα Τσίντζινα. Οι μοναχοί μάς ξενάγησαν στο μικρό εκκλησάκι του 18ου αιώνα, ένα από τα παλιότερα του Πάρνωνα, με τις αγιογραφίες του Φώτη Κόντογλου καθώς και στο χώρο της καινούργιας τους βιβλιοθήκης, η οποία γεμίζει σιγά σιγά με διαφόρων ειδών επιστημονικά συγγράμματα. Γλυκαμένοι από τους σαμουσάδες (παραδοσιακό γλυκό της Λακωνίας, σαν στεγνό μπακλαβαδάκι) που μας κέρασαν στο αρχονταρίκι, ξεκινήσαμε για τα γύρω χωριά.
Πρώτη στάση τα Βέροια, που το χειμώνα έχουν έναν μόνιμο κάτοικο, τον κύριο Γιώργο, κι έναν σχεδόν μόνιμο κάτοικο, τον κύριο Γιάννη, ηλικιωμένο χτίστη από τον γειτονικό Βασσαρά, ο οποίος «ευθύνεται» για τα πανέμορφα πετρόκτιστα σπίτια –κυρίως ομογενών–στην πλαγιά του χωριού. Τον βρήκαμε να ασχολείται με την τέχνη του στην κεντρική πλατεία, εκεί όπου είχε δει, όντας παιδί, τον Άρη Βελουχιώτη να στρατοπεδεύει με τα άλογά του. Στην ευχή μας για καλή αντάμωση, απάντησε εντελώς φιλοσοφημένα πως «και να μη με βρείτε εδώ, θα με βρείτε στο κοιμητήριο του Βασσαρά». Λίγη ώρα αργότερα ανηφορίζαμε προς τη Βαρβίτσα, ένα από τα υψηλότερα χωριά του Πάρνωνα, που έχει ζωή και το χειμώνα. Από την κεντρική πλατεία με τα τέσσερα ψηλά πλατάνια και το άγαλμα του αρματολού καπετάν Ζαχαριά το μάτι μπορεί να συλλάβει ολόκληρο το εύρος του αντικρινού Ταΰγετου, μέχρι το Ταλετόν, τη χαρακτηριστική του κορυφή σε σχήμα πυραμίδας.
Αν δεν υπήρχε κι εκείνη η παρεμβολή στο οπτικό μας πεδίο ενός σπιτιού στην άκρη της πλατείας, δεν θα είχαμε πάρει τόσο γρήγορα τον κατηφορικό δρόμο προς τις Καρυές. Ήδη, με το που αφήνεις το αυτοκίνητο στην είσοδο του χωριού, καταλαβαίνεις πως «εδώ κάτι γίνεται». Την προσοχή μας τράβηξε αμέσως η μεγάλη πινακίδα με τις τέσσερις ποδηλατικές διαδρομές κλιμακούμενης δυσκολίας που ξεκινούν από εκεί. αργότερα μάθαμε πως τον Ιούλιο οι Καρυές φιλοξένησαν το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Ορεινής Ποδηλασίας. Πολύ σύντομα επίσης ξεκινούν και οι εργασίες για το Λαογραφικό Μουσείο του χωριού. Στις Καρυές αφιερώσαμε αρκετό χρόνο: επισκεφθήκαμε το ελαφρώς cult αντίγραφο των Καρυάτιδων του Ερεχθείου (καθώς η παράδοση τις θέλει να κατάγονται από εδώ), θαυμάσαμε τον ιερό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου του 1900 με τους τέσσερις υπεραιωνόβιους πλατάνους στον προαύλιο χώρο, απολαύσαμε μερακλίδικο ελληνικό καφέ συνοδεία μελομακάρονου στο πάντα ανοιχτό καφενείο της Παναγιώτας στην πλατεία και «συλλάβαμε» την αεικίνητη κυρα-Τασία στο εργαστήρι της με τα παραδοσιακά προϊόντα να τρίβει μπάλες ζυμαριού στην κρησάρα ετοιμάζοντας τραχανά. Δεν είχε μείνει ούτε δείγμα από το διάσημο γαλακτομπούρεκό της, οπότε αρκεστήκαμε στη μεγάλη ποικιλία από γλυκά του κουταλιού (τέλειο το κάστανο) και ιδιαίτερες μαρμελάδες (π.χ. κορόμηλο).
Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά όταν πεινασμένοι διαβήκαμε το κατώφλι της «Αρετής» (2731095350), της παραδοσιακής ταβέρνας στην κάτω μεριά του χωριού, με ιστορία από το 1890. Στο ζεστό χώρο με τους πέτρινους τοίχους, που αποκαλύφθηκαν εντελώς τυχαία πριν από λίγα χρόνια όταν οι σοβάδες έπιασαν υγρασία, το τζάκι και την καταπακτή που οδηγεί στο κελάρι απολαύσαμε το εγκάρδιο καλωσόρισμα της Αρετής, μαζί με κόκκινο κρασί και πικάντικο τυρί δικής τους παραγωγής, μοσχαράκι κοκκινιστό με μακαρόνια και βέβαια κουβεντούλα. Φορτωμένοι με τραχανά και χυλοπίτες, αποχαιρετήσαμε την ίδια και τον άντρα της, τον κυρ-Τάκη, που εν τω μεταξύ είχε προστεθεί στην παρέα, για να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής. Κάναμε όμως κι ένα γρήγορο πέρασμα από την ιδιαίτερη Βαμβακού. Το χωριό του Σταύρου Νιάρχου μας αφηγήθηκε τη δική του ιστορία καθώς περνούσαμε μπροστά από το μνημείο που έχει αφιερωθεί στην εκτέλεση 28 Βαμβακιτών το 1946 και την επιγραφή «Σταθμός Συγκινήσεως» στο σημείο αναχώρησης όσων μετανάστευαν στα ξένα.
Off-road ανακαλύψεις
Νωρίς το επόμενο πρωί αφήσαμε πίσω μας τα Τσίντζινα με κατεύθυνση το Γεράκι, από τη νότια πλευρά του Πάρνωνα. Όχι πως δεν απολαύσαμε τις διαδρομές της προηγούμενης ημέρας, αλλά αυτή εδώ ήταν το κάτι άλλο. Ταλαιπωρημένη στο αρχικό της κομμάτι από τις φωτιές του 2007, αν και με πολλά καταπράσινα σημεία, αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο ύστερα από μια απότομη στροφή περίπου στα μισά του δρόμου: εκεί όπου ο Πάρνωνας αρχίζει να σβήνει σταδιακά και οι απόκρημνες χαράδρες δίνουν τη θέση τους σε χαμηλές βουνοκορφές και τελικά σε επίπεδα χωράφια με τις φημισμένες ελιές της περιοχής, επιτρέποντας τη θέα μέχρι το γαλάζιο του Λακωνικού κόλπου.
Το Γεράκι είναι ένα ζωντανό κεφαλοχώρι της περιοχής με ένα ατμοσφαιρικό παλιό κομμάτι ιδανικό για βόλτα ανάμεσα σε περιποιημένα πετρόκτιστα σπίτια με κεραμιδένιες σκεπές, πολλά εκ των οποίων με χαρακτηριστικές ξύλινες πόρτες σε σχήμα αψίδας. Αν και με παράδοση στα κιλίμια από την εποχή της Τουρκοκρατίας, ο γυναικείος συνεταιρισμός δυσκολεύεται πλέον να διατηρηθεί ζωντανός, ενώ η επίσκεψη στο εκθετήριό του ήταν ελαφρώς αποκαρδιωτική, με ελάχιστα χαλιά κι ένα βραβείο από την Παγκόσμια Έκθεση της Βιένης του 1873 στον τοίχο να θυμίζουν τις ένδοξες στιγμές του παρελθόντος (2731071431). Με μόνιμο εχθρό των οδοιπορικών το χρόνο, ατενίσαμε από μακριά το κάστρο και τη γυάλινη εικαστική παρέμβαση του Κώστα Βαρώτσου σε έναν από τους πέντε παμπάλαιους αλευρόμυλους του χωριού και πήραμε το δρόμο της επιστροφής για τα Τσίντζινα. Δεν είχαμε κλείσει ακόμη τους λογαριασμούς μας με τον Βόρειο Πάρνωνα – και πιο συγκεκριμένα με το άγνωστο στους πολλούς οροπέδιο του Προφήτη Ηλία, λίγο πριν από την κορυφή του.
Η αυτοκινητάδα στον αυχένα του βουνού είναι απολαυστική καθώς περνά μέσα από πυκνά δάση που φράζουν τη διέλευση του φωτός, ενώ σε κάποια στιγμή περίπου στο διάσελο, και σε υψόμετρο 1.520 μ., το τοπίο ξεκαθαρίζει και η θέα φτάνει μέχρι το Άστρος. Λίγο μετά τη διασταύρωση προς Άγιο Πέτρο συναντήσαμε την πινακίδα για Προφήτη Ηλία και αποχαιρετίσαμε για αρκετή ώρα την άσφαλτο. Μια συναρπαστική φιδογυριστή διαδρομή, η οποία γίνεται αποκλειστικά και μόνο με τετρακίνητο όχημα, μας έφερε ύστερα από λίγη ώρα στο ονειρικό οροπέδιο του Προφήτη Ηλία. Το σημείο όπου κάθε καλοκαίρι, του Αϊ-Λια, ανταμώνουν οι Αρκάδες με τους Λάκωνες σε υπαίθριο πανηγύρι είναι ένα καταπράσινο λιβάδι έκτασης περίπου 3 χιλιομέτρων, σπαρμένο με μαλακό χορτάρι. Πού και πού φυτρώνουν κάτι απίθανοι θάμνοι καμπανοειδούς σχήματος, ενώ τα νερά της βροχής σχηματίζουν δύο λίμνες στις οποίες καθρεφτίζεται γαλήνια ο όγκος της Μεγάλης Τούρλας. Έτσι ονομάζεται η κορυφή του βουνού (1.934 μ.). Απέχει από εκεί περίπου μισή ώρα με τα πόδια, ενώ για τους πιο θαρρετούς υπάρχει και πεζοπορικό μονοπάτι που διασχίζει το δάσος και καταλήγει στο οροπέδιο. Ολοκληρώνοντας μια on the road ημέρα σχεδόν σε κάθε άκρη του Πάρνωνα βρεθήκαμε νωρίς το απόγευμα –και ύστερα από ακόμη μία διαδρομή που χρειάζεται τετρακίνηση– στη νοτιανατολική πλευρά του βουνού. Είχαμε ακούσει για την περίπτωση της κυρα-Μαρίας στον Άγιο Βασίλειο: με το μπρίο της και τις νοστιμιές που ετοιμάζει με τον άντρα της στην ταβέρνα της πλατείας κρατά ζωντανό ολόκληρο το χωριό. Αποκαμωμένους, όπως μας είδε, έτρεξε αμέσως να γεμίσει μια κανάτα με νερό από την πηγή της πλατείας και άναψε φωτιά για να ψήσει μπιφτέκια και παϊδάκια. Σε λίγο κατέφθασαν αρκετοί άντρες με στολή εργασίας κατευθείαν από τα χωράφια αλλά και γυναίκες, νέες και μεγαλύτερες. Όλοι έδειχναν να παρακολουθούν με προσήλωση ένα ντοκιμαντέρ της ΕΤ-3 για την Βολιβία. Δύο από αυτές κάθισαν στο διπλανό τραπέζι. «Να παίξουμε κάνα χαρτάκι;» ρώτησε η μία. «Δεν ξέρω αν γίνεται λόγω της ημέρας», απάντησε η άλλη. Τι ξεχωριστό είχε εκείνη η ημέρα; Η κυρα-Μαρία είχε σφάξει μια γίδα και είχε φωνάξει μέχρι και τους κατοίκους από το γειτονικό Πλατανάκι για να τους φιλέψει. Κάπου εκεί, μάρτυρες μιας αυθεντικής εικόνας της ελληνικής υπαίθρου, πήραμε πλήρεις το δρόμο της επιστροφής.
Know how
Για να έρθετε στον Πάρνωνα θα πρέπει να αφήσετε την Εθνική Οδό προς Καλαμάτα στην έξοδο προς Σπάρτη χωρίς διόδια, η οποία οδηγεί στην εθνική Τρίπολης-Σπάρτης. Από κει, ύστερα από κάνα μισάωρο, είτε θα στρίψετε αριστερά στην ταμπέλα προς Καρυές-Βαρβίτσα-Βαμβακού είτε λίγο πιο μετά προς Βέροια και Βασσαρά. Η διαδρομή διαρκεί τρεις ώρες και γίνεται όλη σε άσφαλτο. Εκτός του «Πρυτανείου» στα Τσίντζινα (από € 55 με πρωινό, 2731026982), προτείνουμε επίσης για διαμονή το «Αρχοντικό Πάρνωνα» στις Καρυές, σε όμορφο σημείο στη ρεματιά απέναντι από το χωριό (από € 65 με πρωινό, 2731095014), και τον απλό ξενώνα «Η Βαμβακού», επί της Σταύρου Νιάρχου, στην είσοδο της Βαμβακούς (από € 40 χωρίς πρωινό, 2731027492). Τέλος, ταβέρνα-σημείο αναφοράς του χωριού και της ευρύτερης περιοχής η «Μάντω» στα Τσίντζινα (2731096286).
Διαβάστε περισσότερες πληροφορίες για την περιοχή εδώ
Αναζητήστε περισσότερες προτάσεις διαμονής εδώ
Αναζητήστε περισσότερες προτάσεις φαγητού εδώ