Με αφορμή τα εκατοστά γενέθλια του «Carlton», ενός από τα πλέον εμβληματικά ξενοδοχεία του Σεν Μόριτς, βρεθήκαμε για 48 ώρες στο κοσμικό θέρετρο των Άλπεων και σας μεταφέρουμε την εμπειρία.
Με την ακρίβεια ελβετικού ρολογιού η πρωινή πτήση της Swiss για Ζιρίχη έχει μόλις απογειωθεί κι εγώ απολαμβάνω το πλούσιο πρωινό, ξεφυλλίζοντας παράλληλα ένα γερμανικό περιοδικό το οποίο φιλοξενεί πολυσέλιδο αφιέρωμα στον Παρνασσό – ένα από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά της Ελλάδας, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Χαμογελώ με τη χαριτωμένη αντίθεση, καθώς τελικός προορισμός του δικού μας ταξιδιού δεν είναι κάποιο άγνωστο διαμαντάκι, αλλά το Σεν Μόριτς, ένα από τα πλέον πρωτοπόρα θέρετρα χειμερινού τουρισμού και ταυτόχρονα ένας κατεξοχήν εκφραστής του αλπικού lifestyle σε παγκόσμιο επίπεδο. με ό,τι αυτό συνεπάγεται: pampering πολλών αστέρων σε κάθε επίπεδο (από τη διαμονή μέχρι αυτό που ονομάζουμε «apres ski εμπειρία») αλλά και κορυφαίες υποδομές για κάθε είδους χειμερινό σπορ, σε ένα πραγματικά παραμυθένιο σκηνικό με μυτερές βουνοκορφές και παγωμένες λίμνες.
Το χιονοδρομικό σύστημα της κοιλάδας Engadin, στο οποίο ανήκει το Σεν Μόριτς, περιλαμβάνει συνολικά πίστες 350 χλμ., μονοπάτια 150 χλμ. και 200 χλμ. για cross country ski, ενώ 34 εστιατόρια απλώνονται στις πλαγιές του και σερβίρουν κουζίνα υψηλού επιπέδου. Το ελβετικό χωριό είναι επίσης ο μάλλον ομορφότερος και σίγουρα διασημότερος σταθμός του Bernina Express, στο οποίο επιβιβαζόμαστε λίγη ώρα μετά την προσγείωση στη Ζιρίχη. Το θρυλικό τρένο συνδέει την ελβετική Κουρ με το ιταλικό Τιράνο περνώντας από 55 τούνελ, περίπου 200 γέφυρες καθώς και τοπία απίστευτης φυσικής ομορφιάς, σε μια διαδρομή που, πέρα από τρανό επίτευγμα της μηχανικής, αποτελεί και Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Με τα πάντα τριγύρω ντυμένα στα λευκά κι έχοντας μπει για τα καλά σε αλπικό mood, κατεβαίνω από το βαγόνι έτοιμος για δριμύ ψύχος, αλλά φευ! Το περίφημο «champagne climate» του Σεν Μόριτς κάνει το θαύμα του. Το κρύο ασφαλώς υπάρχει, αλλά όντας εντελώς ξηρό –αντί να περονιάζει– δρα μάλλον αναζωογονητικά, του ηλίου βοηθούντος, ο οποίος κάνει παράλληλα τα πάντα να λάμπουν. Από τα αριστερά τη ματιά μου αιχμαλωτίζει η τεράστια παγωμένη λίμνη, ένα «εύφορο» κατά τ’ άλλα έδαφος για ξεχωριστά events, όπως το τουρνουά πόλο με άλογα και οι αγώνες κρίκετ. Κοιτάζοντας από την άλλη, αντικρίζω το αμφιθεατρικά χτισμένο χωριό και στην κορυφή του υπερήφανο κι επιβλητικό το «Carlton», το ιστορικό ξενοδοχείο που θα αποτελούσε το… ορμητήριό μας για τις επόμενες 48 ώρες.
Ένα ξενοδοχείο-προορισμός
Με όχι ανέφελη, αλλά πάντα πεντάστερη ιστορία, το «Carlton» συμπλήρωσε τα εκατό χρόνια ζωής. Η εκ βάθρων ανακαίνισή του το 2007 έγινε από τον Ελβετό γνωστό αρχιτέκτονα και designer Carlo Rampazzi, ο οποίος σεβάστηκε τόσο την ιστορικότητα του κτιρίου όσο και τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής, δημιουργώντας έτσι ένα mix ’n’ match σύνολο με έντονα θεατράλε νότες και κυρίαρχη αίσθηση αυτή της διαχρονικής πολυτέλειας. Πράγματι, όλοι οι χώροι –από το μεγαλοπρεπές lobby μέχρι τα υπέροχα καθιστικά με τους δερμάτινους καναπέδες και το πελώριο ballroom– μου μοιάζουν σαν να ήταν έτσι από πάντα. Το ίδιο και η σουίτα που με φιλοξενεί (το ξενοδοχείο διαθέτει μόνο σουίτες, junior και μεγαλύτερες, όλες με θέα στη λίμνη): homey και μαζί πολυτελής. Βεβαίως, τη διαφορά εδώ δεν κάνουν ούτε το υπεραναπαυτικό κρεβάτι με το εντυπωσιακό κεφαλάρι, ούτε η σπέσιαλ μπερζέρα, ούτε ο welcome δίσκος με κάθε λογής καλούδια, ούτε οι άπειρες ντουλάπες, ούτε το φουλ στο μάρμαρο και τεράστιο μπάνιο με την μπανιέρα-υδρομασάζ. Το μυστικό κρύβεται σε όλες εκείνες τις μικρές και μεγαλύτερες παροχές που ανακαλύπτει κάποιος στην πορεία και τον κάνουν να νιώθει –έστω και για λίγο– μοναδικός. Οι κομψές carte de visite που έχουν τυπωμένο το όνομά σου, η δυνατότητα να χειριστείς το φωτισμό του δωματίου από έναν ειδικό πίνακα ανάλογα με τις διαθέσεις σου, οι μικρές εκπλήξεις που σε περιμένουν κάθε φορά που γυρίζεις σε αυτό (από κλασική μουσική να ακούγεται διακριτικά μέχρι ένα πατάκι και παντοφλάκια δίπλα στο κρεβάτι για να μην αναγκαστείς να περπατήσεις ούτε στιγμή ξυπόλυτος), και, βέβαια, η μοναδική εμπειρία της βουτιάς στη μισή εσωτερική και μισή εξωτερική πισίνα του ξενοδοχείου. χωρίς να ξεχνάμε την πληθώρα εξειδικευμένων περιποιήσεων στο πλήρως εξοπλισμένο spa ή τις δυνατές γαστρονομικές απολαύσεις που προσφέρουν τα δύο εστιατόρια του ξενοδοχείου.
Εκείνη η απίστευτα κρεμώδης burrata, πασπαλισμένη με μακαρόν παντζαριού και ντοματίνια στο πιο γκουρμέ εκ των δύο, το «Romanoff», είναι –θεωρώ– από τα πιάτα που γράφουν κατευθείαν στη γευστική μνήμη με την πληθωρική τους απλότητα. Το άλλο είναι το «Da Vittorio», το οποίο μόλις κέρδισε το πρώτο του αστέρι Michelin χάρη στην υψηλού επιπέδου ιταλική κουζίνα των Enrico και Roberta Cerea – τα δύο αδέρφια διατηρούν ακόμη ένα τριάστερο εστιατόριο με το ίδιο όνομα στο Brusaporto της Ιταλίας. Το εμβληματικό τους Paccheri alla Vittorio είναι ένα πιάτο-ωδή στην ιταλική παράδοση, με τα ομώνυμα πλατιά ζυμαρικά λουσμένα σε μια ροδαλή σάλτσα από σισιλιάνικα πομοντόρια datterini και βασιλικό, την οποία –καθ’ υπόδειξη του μετρ– αποτελειώσαμε κάνοντας scarpetta ή… παπάρα ελληνιστί.
Χριστούγεννα διαρκείας στα 1.800 μέτρα
Κοντεύουμε στα μέσα Ιανουαρίου, ωστόσο το Σεν Μόριτς φορά ακόμη τα γιορτινά του. Υπεύθυνη γι’ αυτό φαίνεται να είναι η τουριστική επέλαση της ρωσικής upper class, η οποία… υποχρεώνει το αλπικό θέρετρο να γιορτάσει τα Χριστούγεννα και με το παλιό ημερολόγιο. Όπως κι αν έχει, το χωριό μοιάζει πραγματικά βγαλμένο από παραμύθι, καθώς το αλπικό στιλ κυριαρχεί δίχως παραφωνίες. Σημείο αναφοράς παραμένει η Via Serlas, γνωστή και ως Rodeo Drive του Σεν Μόριτς, εκείνη ωστόσο που κερδίζει πόντους με τον πιο χαλαρό χαρακτήρα της και χωρίς να υπολείπεται σε επώνυμες μπουτίκ είναι η Via Maistra. Φωτογραφίζουμε τον κεκλιμένο Πύργο του Αγίου Μαυρίτιου, που «ανταγωνίζεται» σε κλίση αυτόν της Πίζα, χαζεύουμε βιτρίνες, προμηθευόμαστε σοκολάτες και το κλασικό τοπικό γλυκό Nusstorte από το Hanselmann, κατεβαίνουμε τις κυλιόμενες σκάλες του κεντρικού πάρκινγκ, κατά μήκος των οποίων η Design Gallery εκθέτει ρετρό αφίσες του Σεν Μόριτς, και καταλήγουμε σε μια αποβάθρα με μαγευτική θέα ακριβώς πάνω από τη λίμνη. Είναι πια απόγευμα και οι δρόμοι του Σεν Μόριτς δανείζονται φλούο χρώματα από τις στολές των χιονοδρόμων που επιστρέφουν από το σκι με τα πέδιλα στον ώμο. Τους ακολουθούμε μέχρι το υπαίθριο μπαρ έξω από το ζαχαροπλαστείο Hauser και γινόμαστε για λίγο ένα με την πολύχρωμη λαοθάλασσα. Μουσική σε τέλεια ένταση, μεθυστική μυρωδιά από Gluhwein να πλανάται στην ατμόσφαιρα, Aperol στα ποτήρια για ακόμη λίγο χρώμα, χαλαρές συζητήσεις και γέλια. Με λίγα λόγια, ευφορία στα 1.800 μέτρα...