Μπορεί να ξεκίνησαν από τις αμερικανικές μητροπόλεις, αλλά η Ευρώπη δεν άργησε να ακολουθήσει. Διευρύνοντας τη γευστική τους παλέτα, χρησιμοποιώντας έξυπνα τη δύναμη των social media, κερδίζοντας βραβεία, δημοσιότητα και κοινό, οι νέου τύπου καντίνες είναι από τις δυνατότερες γευστικές τάσεις των ’00s.
Δεν ξέρω αν είναι αστικός μύθος, αλλά τα εύσημα για την γκουρμέ καντίνα που άλλαξε τα δεδομένα στο Λος Άντζελες, τη Μέκκα του τετράτροχου φαγητού νέας κοπής, αποδίδονται στο «Kogi BBQ», δημιούργημα του αποφοίτου του Culinary Institute of America Roy Choi, ο οποίος ξεκίνησε το 2008 να σερβίρει κορεάτικα τάκος και μπουρίτος των 2 δολαρίων. Μέσα σε ένα χρόνο είχε βγάλει 2 εκατομμύρια και το περιοδικό «Νewsweek» χαρακτήρισε το φορτηγάκι του «το πρώτο viral φαγάδικο». Αυτήν τη στιγμή τα «Kogi BBQ» που κυκλοφορούν είναι πέντε κι ενδιαμέσως έχει συντελεστεί μια μικρή γευστική… επανάσταση. Με ένα πλήθος από κινητές κουζίνες να ξεδιπλώνουν διαφορετικές ιδέες και μαγειρικές πιρουέτες πατώντας πάνω στις σύγχρονες διατροφικές τάσεις (fusion, χορτοφαγία, BBQ, σύγχρονη ζαχαροπλαστική και πάει λέγοντας), το άλλοτε καταφρονεμένο φαγητό του δρόμου έχει ξεφύγει από τα στεγανά της λύσης ανάγκης, τη βαρβαρότητα του junk και το ναδίρ της απόδοσης.
Με τη βοήθεια του διαδικτυακού «από στόμα σε στόμα» των social media (Twitter, Facebook, blogs), τα πράγματα εξελίχτηκαν ραγδαία στο πρόσφορο αμερικανικό έδαφος του επιχειρηματικού δαιμονίου και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Και ο συνδυασμός κινητικότητας, ανεξαρτησίας και μικρότερου κόστους –ελευθερίες που δεν έχουν τα εστιατόρια– έκανε το θαύμα του. Το street food αυτού του τύπου έγινε μία από τις μεγαλύτερες γευστικές μόδες. Οι προβολείς της δημοσιότητας έπεσαν επάνω του: εφημερίδες, περιοδικά, τηλεοπτικές εκπομπές, ακόμη και ο πασίγνωστος οδηγός εστιατορίων «Zagat» ασχολήθηκε ενδελεχώς μαζί του. Κοινώς, έφτασε εκεί που δεν είχε πάει ποτέ.
Τα τελευταία χρόνια εκεί στους αυτοκινητόδρομους του Λος Άντζελες παραβγαίνουν πολλές ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ανάλογες του «Kogi BBQ», όπως το πολύ δημοφιλές «Truck Norris» που πρόσφατα μετονομάστηκε σε «Fist of Fusion» (κι έκανε το φιλιππινέζικο φαγητό χιτάκι), το «Jogasaki Sushi Buritto Truck» (βλ. τάκος με σεβίτσε σολομού και νάτσος με πικάντικο τόνο), το «Baby’s Badass Burgers» (μπέργκερ με τρούφα θέλεις, μπέργκερ με τρούφα θα πάρεις), το «Lobsta Truck» (με διάφορες εκδοχές αστακού και καβουριού on the road) ή το απίθανο «Vizzi Truck» (σερβίρει από σάντουιτς με μπρι, μαρμελάδα σύκο και καραμελωμένα κρεμμύδια μέχρι μοσχάρι μπρεζέ με creme fraiche και chimichurri σε γλυκό χαβανέζικο ψωμί).
Η Νέα Υόρκη, πάλι, έχει να επιδείξει ουρές απαιτητικών πεινασμένων μπροστά στα κινητά σνίτσελ του «Schnitzel & Things», το παγωτό βανίλια με dulce de leche και θαλασσινό αλάτι του χαριτωμένου «Big Gay Icecream Truck», τα δημιουργικά cupcakes του «Cupcake Stop» με γεύση τιραμισού, Pina Colada ή καπουτσίνο αλλά και το εξαιρετικό «Taim Mobile» που σερβίρει φαλάφελ, σαλάτες, smoothies και σπιτικές λεμονάδες, ενώ και η ελληνική καντίνα «Souvlaki GR» έχει αποσπάσει θετικότατα σχόλια. Το Σαν Φρανσίσκο με τη σειρά του έχει το δικό του στόλο από βανάκια που μαγειρεύουν- και το Μαϊάμι το ίδιο. Είναι πολλές οι συμμετοχές στο αμερικάνικο γευστικό σιρκουί. Σε μια εποχή κατά την οποία το κοινό ψάχνει μανιωδώς για το καινούργιο, το μοδάτο, το χαλαρό, το διαφορετικό σε φιλικό πακέτο και σε τιμή στην οποία μπορεί να αντεπεξέλθει, οι γκουρμέ καντίνες μαρσάρουν. Είναι λογικό.
Και φυσικά ένα trend τέτοιου βεληνεκούς δεν θα αργούσε να περάσει τον Ατλαντικό… Παρότι οι καντίνες σκόνταψαν σε αρκετές περιπτώσεις στη νομοθεσία και σε διάφορα δημοτικά συμβούλια που έπρεπε να γνωμοδοτήσουν σχετικά ή να θέσουν κάποιους χωροταξικούς περιορισμούς, τελικά κέρδισαν έδαφος με αρκετά γοργό ρυθμό. Η Μεγάλη Βρετανία είναι σίγουρα το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ευρωπαϊκής εξέλιξης του φαινομένου με μια πραγματικά μεγάλη γκάμα επιλογών: το κορεάτικο «Kimchi Cult», οι σοκολατο-δημιουργίες του «Choc Star Van (cupcakes με σοκολάτα και Guiness, cookies, ζεστή σοκολάτα κ.ά.), το κρεατοφαγικό «The Meatwagon», το ισπανικό «Jamon Jamon» (βλ. παέγια με θαλασσινά to go), οι πίτες του «Eat my Pies», το χορτοφαγικό ινδικό «Manjit’s Kitchen» ή το «Ginger’s Comfort Emporium», ένα vintage βανάκι παγωτού για μεγάλους, με ιδιαίτερα δημιουργικές γεύσεις.
Αλλά ακόμη και οι Γάλλοι –που δεν θα πίστευε εύκολα κάποιος ότι τρώνε στο δρόμο– κάνουν εξαίρεση για τα βιολογικής φιλοσοφίας «Cantine California», για το «Le Camion Qui Fume» της Καλιφορνέζας Kristin Frederick και για το «Le Refectoire», όπου τα μπέργκερ έχουν chevre, παλαιωμένο compte και raclette. Στο Άμστερνταμ, τώρα, κυκλοφορούν το «The Beef Chief» και το… αντίπαλης φιλοσοφίας χορτοφαγικό «Buskruid», στο Βερολίνο το «Heisser Hobel» με τα παραδοσιακά Allgauer Kasespatzle και το «Bunsmobile», το οποίο φτιάχνει hot dogs με γαρίδες (!), ενώ στις Βριξέλες το «Keep on Toasting» αντιπροτείνει μαγικά ψημένα σάντουιτς με οργανικά υλικά. Όσο για τη Στοκχόλμη, εκεί θα βρείτε το αμερικάνικου στιλ «Fred’s Food Truck», την κινούμενη κρεπερί «Bon Coin» και το τζαμαϊκανό «Yardie Soulfood».
Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη την απήχηση φεστιβάλ όπως το Street Food Europe αλλά και το γεγονός ότι τα British Street Food Awards επέκτειναν για πρώτη φορά φέτος τη λίστα των υποψηφίων για βράβευση σε όλη την Ευρώπη, είναι εμφανές ότι η Γηραιά Ήπειρος υπέκυψε στη μοδάτη φρενίτιδα της γκουρμέ καντίνας. Πού ξέρετε, μπορεί σε κάποια επόμενη φάση να δούμε και καμιά ελληνική συμμετοχή με αξιώσεις.