Ο Αργύρης Ξάφης γοητεύτηκε βαθιά από το έργο και το δραματικό και ιδεολογικό βάρος που φέρει ο κεντρικός ήρωας, προχωρώντας σε επιλογές που άλλοτε λειτουργούν και άλλοτε –συχνότερα– δεν δικαιώνονται επί σκηνής.
Με μαύρο χιούμορ, σαρκαστική διάθεση και απροκάλυπτη προσωπική έκθεση, η Κιτσοπούλου συλλαμβάνει και πάλι ένα εντελώς μοναδικό, δικό της δημιούργημα. Το αποτέλεσμα είναι δυνατό, άβολο, αποκαλυπτικό –ή μήπως αυτοαναφορικό, ναρκισσιστικό, άνισο;– και υποστηρίζεται από έναν εξαιρετικό θίασο επί σκηνής.
Καλοδουλεμένη παράσταση με σκηνοθετικό στίγμα, που δεν κατορθώνει, όμως, να ρετουσάρει ικανοποιητικά τις αδυναμίες του –σημαντικού από κοινωνική και θεατρολογική άποψη αλλά όχι εξίσου γοητευτικού– δράματος της αμερικανίδας συγγραφέα.
Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου γράφει και σκηνοθετεί ένα έργο στα πρότυπα του ψυχολογικού θρίλερ, όπου η δολοφονία μιας γυναίκας αποτελεί τον τελευταίο κόμπο ενός νήματος που απλώνεται πίσω στο χρόνο και κρύβει μια τρομακτική ιστορία.
Η κωμωδία, το δράμα και η σάτιρα συμπλέουν επιτυχημένα στο σοβιετικό έργο των αρχών του 20ού αι., που παρουσιάζεται σε μια εξωστρεφή, κεφάτη, αν και υπέρ το δέον "φασαριόζικη", παράσταση, η οποία λειτουργεί ως κατάφαση υπέρ ζωής και θεάτρου.
Η τρομερή αλληγορία του Κάφκα για την υποδούλωση στην ανθρώπινη κατάσταση ανεβαίνει σε μια σωματική περφόρμανς υψηλής έντασης και ακρίβειας, ως κομμάτι μιας ομαδικής τελετουργίας.
Η Μαρία Πανουργιά εμφανώς παιδεύτηκε μέσα από μια δημιουργική διαδικασία να ανασυνθέσει το αντιηρωικό σαιξπηρικό έργο˙ μένει όμως το ερώτημα αν οι επιλογές της δικαιώνουν ή τελικά υπονομεύουν την ίδια της την πρόθεση.
Παρά τις αδυναμίες της, η παράσταση που υπογράφει ο Βαλαής πάνω στο ζήτημα της έμφυλης βίας είναι ένα θέαμα γοητευτικό, εξόχως επιδραστικό, σκληρό βέβαια, αλλά και με τον τρόπο του αισιόδοξο, ίσως και λυτρωτικό.
Ευθύνη ή καθήκον; Αυτό το ερώτημα βρίσκεται στον πυρήνα του δικαστικού δράματος του Γερμανού συγγραφέα Φέρντιναντ φον Σίραχ, που ανεβάζει με μεστή σκηνοθεσία ο Γιώργος Οικονόμου.
Παρακινημένος από την εκκεντρική αναπαράσταση του Β. Α. Μότσαρτ από τον Σάφερ, η σκηνοθεσία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου ακολουθεί την κωμική –στα όρια της φάρσας– οδό, θολώνοντας το πρωτότυπο έργο και αδικώντας το σκηνικό αποτέλεσμα.
Ένα μεγάλο –από κάθε άποψη– έργο σε μια ωραία σκηνική ανάγνωση, σκηνογραφία που χρήζει ειδικής μνείας αλλά και διάσταση στο ερμηνευτικό ύφος χαρακτηρίζουν τη δουλειά που υπογράφει ο Δημήτρης Καραντζάς.
Μελετημένη, άκρως καλαίσθητη και εξαιρετικά εκτελεσμένη από την ερμηνευτική ομάδα. Τι πήγε, παρ’ όλ’ αυτά, "λάθος" στην παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά πάνω στη μαύρη κωμωδία του Βρετανού συγγραφέα;
Χιούμορ, ευαισθησία και ανατροπές κρύβει αυτό το δραματουργικό μπρα ντε φερ μεταξύ δύο ανδρών, που ερμηνεύουν ωραία, αν και χωρίς εκπλήξεις, ο Γιάννης Μπέζος και ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης.
Ένα μυθικό πρόσωπο του θεάτρου, ο Αντονέν Αρτό, ζωντανεύει μέσα από το παλλόμενο κείμενο της Ιόλης Ανδρεάδη και του Άρη Ασπρούλη και αποδίδεται με πάθος από τον Γεράσιμο Γεννατά στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.
Η τρυφερή ατμόσφαιρα και οι ωραίες ερμηνείες δικαιώνουν ένα έργο που πιάνεται από κάτι τόσο απλησίαστο στους περισσότερους, όπως η κβαντική φυσική, και το μετουσιώνει σε μια συγκινητική ανθρώπινη ιστορία.
Ευαισθησία και λυρισμός, ωραίες ιδέες, σκηνές που συγκινούν, αλλά και αμηχανία διακρίνουν το ανέβασμα του εμβληματικού αριστουργήματος του Λόρκα από τη Μαρία Μαγκανάρη.
Το 1821, αλλά κυρίως η πρόσφατη επικαιρότητα μπαίνουν στο δημιουργικό μπλέντερ της ομάδας, με μια παράσταση υψηλής ενέργειας και ευδιάκριτης πολιτικής σάτιρας, από την οποία δεν λείπουν οι –δραματουργικές κυρίως– αδυναμίες.