Η λιτή σκηνική ατμόσφαιρα βάζει στο επίκεντρο τα τρία πρόσωπα, όμως αυτό που λείπει είναι ο απαραίτητος χρόνος για να χτιστεί και να κορυφωθεί το σασπένς.
Ο Θοδωρής Αμπαζής μας συστήνει ένα σπουδαίο κείμενο, μετατρέποντάς το σε μουσικοθεατρική παρτιτούρα. Όμως τόσο η σύνθεση όσο και –κυρίως– η σκηνοθεσία τού στερούν τη δυναμική, καθώς η παράσταση μένει καθηλωμένη σε μια στατική απόδοση, με ελάχιστες κορυφώσεις.
Το κληροδότημα της γενιάς της Μεταπολίτευσης στους σημερινούς τριαντάρηδες έρχεται στο προσκήνιο μέσα από μια οικογενειακή ιστορία. Η σκηνοθεσία τιμάει το έργο με μια άμεση παρουσίαση, την οποία φέρνει εις πέρας η εξαιρετικά δεμένη ερμηνευτική ομάδα.
Το έργο-ορόσημο ενός συγγραφέα που έχει χαρακτηριστεί ως ο τραγωδός του 20ού αιώνα δίνει στην Έλενα Μαυρίδου το βήμα για να ξεγυμνώσει επί σκηνής τη μικρότητα της ύπαρξής μας.
Η καλοδουλεμένη και σε σημεία άκρως απολαυστική παράσταση τιμάει ένα αστραφτερό κείμενο, ορόσημο του κινήματος του θεάτρου του παραλόγου, όχι όμως χωρίς να δείχνει σημάδια αμηχανίας μπροστά στην απίθανη παραδοξότητά του.
Η πλήρης χρεοκοπία του θεσμού της οικογένειας και η αποθέωση του κυνισμού βρίσκεται στο δραματικό πυρήνα του έργου και η ομάδα 4Frontal καταφέρνει να φτάσει στο μεδούλι του, σε μια απέριττη παράσταση με ωραίο ρυθμό και κάποιες δυνατές ερμηνείες.
Η φάρσα δεν είναι εύκολη υπόθεση, όπως επιβεβαιώνεται από το ανέβασμα αυτής της τυπικής, αν και όχι ιδιαίτερα σπιρτόζικης, φαρσοκωμωδίας που υπογράφει ο Γάλλος μετρ του είδους.
Το πιο μοντέρνο, από μια άποψη, έργο του Ίψεν, που καταδεικνύει τις δραματικές συνέπειες του καθωσπρεπισμού και της κοινωνικής υποκρισίας, δίνει το βήμα στον Δημήτρη Καραντζά για μία ακόμη ιδεολογικά σαφή και αισθητικά άρτια παράσταση.
Ο Θόδωρος Τερζόπουλος ανοίγει δημόσιο διάλογο πάνω σε ζητήματα υπαρξιακά που προκύπτουν από το έργο του Ίψεν, σε μια παράσταση υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου με τρεις συγκλονιστικούς πρωταγωνιστές.
Το σύγχρονης προβληματικής κείμενο και η σπουδαία ερμηνεία του Μιχάλη Συριόπουλου τοποθετούν την παράσταση στις πιο πολυσυζητημένες της φετινής σεζόν και ως ένα βαθμό απαλείφουν τις ανισότητές της.
Ένας ολόλευκος πίνακας στέκεται η αφορμή να επαναπροσδιοριστεί η φιλία τριών ανδρών σε αυτή την ιδιαιτέρως αγαπητή κωμωδία της Ρεζά.
Αξίζει να δείτε το σπουδαίο έργο, που προειδοποιεί ότι όσοι δεν μαθαίνουν από την Ιστορία είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν, κι ας το κρατάει η σκηνοθεσία στο μίνιμουμ των δυνατοτήτων του.
Η γοητεία του σεναρίου του Γούντι Άλεν για το «Blue Jasmine» αλλά και της κεντρικής του ηρωίδας δικαιολογούν –αλλά μόνο εν μέρει δικαιώνουν– τη ριψοκίνδυνη απόφαση της Ελένης Ράντου να το διασκευάσει και να το ερμηνεύσει στη σκηνή.
Να ένα καλό παράδειγμα του ότι η αναγνωρίσιμη σκηνοθετική σφραγίδα δεν αποβαίνει πάντα προς όφελος του αποτελέσματος. Κάτι δεν λειτουργεί στην πρόταση του Γιάννη Χουβαρδά πάνω στην πικρή μολιερική «κωμωδία», παρά τους αξιότατους συμμάχους που έχει σε κάθε τομέα της παράστασης.
Έργο-τρικλοποδιά του Αμερικανού συγγραφέα, ζητάει σίγουρη σκηνοθετική καθοδήγηση και μεγάλες ερμηνείες. Η παράσταση που υπογράφει ο Νικορέστης Χανιωτάκης φαίνεται να βασίζεται μόνο στις δεύτερες και έτσι καταλήγει με αρκετά θολά σημεία.
Οκτώ άνθρωποι στην αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου «Ελ. Βενιζέλος», ένας κοινός προορισμός, οκτώ διαφορετικές προσωπικές ιστορίες... Η «Απλή μετάβαση» βάζει το «ελληνικό μιούζικαλ» στο χάρτη του είδους και δεν τα καταφέρνει άσχημα.
Το θέμα της υπογονιμότητας, όπως καταγράφεται στις προσωπικές εξομολογήσεις της μπλόγκερ Κωνσταντίνας Δελημήτρου, επέλεξε ο Δημήτρης Καρατζιάς ως πρώτη ύλη για μια παράσταση άμεση και ανθρώπινη.
Φαίνεται πως η Ευαγγελάτου αποφάσισε με τις δύο φετινές σκηνοθεσίες της να καταθέσει μια σπουδή πάνω στο ύφος. Επέλεξε, μάλιστα, διαφορετικά θεατρικά είδη –κωμωδία και δράμα– γεγονός που αποδεικνύεται τελικά εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Με αυτήν τη δουλειά επιβεβαιώνεται πως το φαινόμενο «Μπινιάρης» δεν αφορά μόνον έναν ταλαντούχο δημιουργό, που έχει επινοήσει το δικό του μουσικό τρόπο να αφηγείται τα κείμενα, αλλά για κάτι ουσιαστικότερο.