Τρεις ιστορίες μοναξιάς και προσωπικών αδιεξόδων κρύβονται κάτω από το βρετανικό φλέγμα του Άλαν Μπένετ, που παρουσιάζονται σε ενιαία παράσταση για μία ηθοποιό.
Στο φυσικό σκηνικό ενός καφενείου στα Εξάρχεια παίζεται το γλυκόπικρο έργο του Δημήτρη Κεχαΐδη με δυο λαϊκούς, οικείους χαρακτήρες, που συνοψίζουν τη νεοελληνική ροπή στην κουτοπονηριά.
Στις συχνότητες της ζωής του μας συντονίζει ο Γιώργος Χρυσοστόμου στην αυτοαναφορική, χωρίς λόγο, παράσταση στην οποία τα δίνει όλα με παιγνιώδη διάθεση αλλά και ηλεκτρισμένη ένταση.
Η παράσταση επιχειρεί να προσεγγίσει δημιουργικά το κατεξοχήν τσεχοφικό έργο, που μιλάει για την ίδια την τέχνη του θεάτρου και, κυρίως, να προτείνει έναν τρόπο ανάγνωσής του, καταλήγοντας σε ενδιαφέροντα αλλά άνισα αποτελέσματα.
«Γυναικείες» ιστορίες ντοκουμεντάρονται από τη Βρετανίδα σπουδαία συγγραφέα Κάριλ Τσέρτσιλ και αποκτούν συλλογικό ενδιαφέρον, με τον Θωμά Μοσχόπουλο να σκηνοθετεί την παράσταση με αξιοσημείωτη συνέπεια.
Ουσιαστική σκηνοθεσία και τρεις εξαιρετικές ερμηνείες, σε μια παράσταση που αναδεικνύει το σημαντικό όσο και δυσκολοχώνευτο κείμενο του Αυστριακού συγγραφέα.
Tι είναι αυτό που κάνει την παράσταση να παίζεται αδιαλείπτως εδώ και τέσσερα χρόνια; Η απάντηση φαίνεται απλή, αν και πολλά παραπάνω κρύβονται πίσω από τη διατύπωση ότι πρόκειται για ένα πολύ καλό έργο σε μια εξίσου καλή σκηνική παρουσίαση.
Εμπνευσμένος από το ομώνυμο δράμα του Σουηδού δραματουργού, ο Βασίλης Μπισμπίκης το μεταγράφει στη σύγχρονη Ελλάδα, ακολουθώντας την αισθητική γραμμή του ακραίου ρεαλισμού και στη σκηνοθεσία της παράστασης.
Η παράσταση δικαιώνει την πεποίθηση του συγγραφέα του «Ρινόκερου» ότι στο θέατρο μπορείς να θίξεις εις βάθος τα πιο σημαντικά ζητήματα καταφεύγοντας στους πιο απίθανους, σουρεαλιστικούς τρόπους.
Το φιλόδοξο εγχείρημα να μεταφερθεί στη σκηνή η προφητεία του ευαγγελιστή Ιωάννη χαίρει μιας υποβλητικής σκηνικής αντιμετώπισης, σκοντάφτει όμως στο ίδιο το δύσκολα αναπαραστάσιμο κείμενο.
Ουσιαστική ανάγνωση του τσεχοφικού δράματος, λιτή αλλά άμεση, εκπληρώνεται επί σκηνής χάρη στην καλά δουλεμένη και δεμένη ομάδα ηθοποιών και τις εις βάθος ερμηνείες τους.
Η σκηνοθεσία της παράστασης από έναν εκπρόσωπο της μάχιμης νεότερης γενιάς, με σημαντικές παραστάσεις στο ενεργητικό του, που πως έχουμε μπει σε μια νέα φάση αριστοφανικών ανεβασμάτων.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης μπαίνει στο σκηνοθετικό πεδίο του αρχαίου δράματος με μια στιβαρή ματιά πάνω στο σοφόκλειο έργο και αιχμή του δόρατος την ερμηνεία του κεντρικού ρόλου από τον Δημήτρη Λιγνάδη. Κύρια αδυναμία του εγχειρήματος η αντιμετώπιση του Χορού.
Η μουσική παράσταση που υπογράφει το επιτυχημένο συγγραφικό δίδυμο και σκηνοθετεί από κοινού με τον Φωκά Ευαγγελινό αποζημιώνει τους fans του είδους με γέλιο, συγκίνηση, μουσικό και οπτικό υπερθέαμα και μια πολυμελή ομάδα ταλαντούχων, αφοσιωμένων ερμηνευτών.
Αυτό το γλυκόπικρο έργο για την ομορφιά της ζωής είναι μια ωραία επιλογή, ειδικά ως παράσταση που εγκαινιάζει μια μόνιμη θερινή σκηνή στην καρδιά της πόλης. Η σκηνοθετική αντιμετώπιση, ωστόσο, αφαιρεί πόντους από τη δυναμική του.
Ο σπουδαίος δραματουργός πιάνεται από το θέμα της στειρότητας και συνθέτει ένα «τραγικό ποίημα» για τον έρωτα, την απουσία του και την κοινωνική θέση της γυναίκας. Εδώ ανεβαίνει σε μια παράσταση που επικεντρώνεται στον λαϊκό χαρακτήρα του.
Η φρέσκια και θαρραλέα σκηνική απόδοση δικαιώνει ένα τολμηρό έργο που μας αφορά, αλλά η παράσταση ζημιώνεται από την αφαιρετική αντιμετώπισή του.
Αν λίγους μήνες νωρίτερα μια άλλη παράσταση του έργου μάς θύμισε τη δυναμική του, η συγκεκριμένη επιβεβαιώνει ότι τα μεγάλα κείμενα επιδέχονται διαφορετικές σκηνικές αποδόσεις. Ως κοινή συνισταμένη προκύπτει επίσης ότι το θέατρο του Ιονέσκο δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Οι δραματουργικές ποιότητες του έργου και η πρώτη ολοκληρωμένη σκηνική του παρουσίαση επισφραγίζουν το γεγονός πως το κεφάλαιο «νέο ελληνικό έργο» κάνει δυναμικό comeback.