Ένα έργο εμπνευσμένο από τη ζωή και την προσωπικότητα της ντίβας της όπερας Μαρίας Κάλλας δίνει το βήμα στη Μαρία Ναυπλιώτου για μια καθηλωτική ερμηνεία-κατάθεση ψυχής.
Ο Κιμούλης μεταφράζει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί, καθιστώντας τον «Θείο Βάνια» προσωπικό του στοίχημα και, όπως γίνεται με τα προσωπικά στοιχήματα, μεταδίδει τη θερμή του δέσμευση στο εγχείρημα αλλά και την αδυναμία του να δει καθαρά το σύνολο.
Ο Γιάννης Νιάρρος δίνει ρεσιτάλ ερμηνεύοντας ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι στο φάσμα του αυτισμού, σε μία από τις πιο έντεχνα σκηνοθετημένες οικογενειακές ιστορίες της σεζόν, η οποία μας επιτρέπει να διεισδύσουμε σε δύσκολα ψυχολογικά μονοπάτια.
Το συναρπαστικό, κατεξοχήν αυτοβιογραφικό έργο του Ουίλιαμς, γραμμένο ως ξόρκι οδυνηρών βιωμάτων κι ενοχών, σε μια παράσταση που ανασυστήνει ευφάνταστα το δραματουργικό μοτίβο της βιωμένης ανάμνησης.
Θα μπορούσε να εντοπίσει κάποιος τον κίνδυνο να γίνει «μόδα» η σκηνική απόδοση των έργων πάνω σε ένα μουσικό τέμπο, όμως θα αδικήσει έτσι μια παράσταση ολοκληρωμένης σύλληψης κι εκρηκτικής εκτέλεσης.
Ο Μαρκουλάκης μοιάζει να λειτουργεί ως μαέστρος ή θαυματοποιός, με αποτέλεσμα μια ενορχηστρωμένη παράσταση που κινείται αέρινα στο τέμπο της μουσικής κι ένα έργο τέχνης που βρίσκεται κάπου μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης.
Ως φόρος τιμής και αναφορά σε μια προσωπική, ουτοπική Ιθάκη φαίνεται να λειτουργεί αυτή η παράσταση, που αργεί όμως να αποκαλύψει την ουσία της, καθώς αδικείται από την απουσία σαφούς κέντρου βάρους.
Αυτός ο «αποδομημένος» Μολιέρος βγάζει γλώσσα στην αισθητική και στην κατά γράμμα αντιμετώπιση μιας μολιερικής κωμωδίας και φέρνει επί σκηνής ένα καλοδεχούμενο, αλλά όχι ιδιαίτερα καλαίσθητο παραξένισμα.
Ρυθμός, ενέργεια, εκσυγχρονισμός, πολλές οι τονωτικές ενέσεις του σκηνοθέτη, το αποτέλεσμα όμως καταλήγει άνισο, καθώς αρκετά από τα ευρήματά του δεν τον δικαιώνουν κι επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο ένα ούτως ή άλλως περίεργο έργο.
Σε αυτήν την ωραία σκηνική σύνθεση από διηγήματα του Παπαδιαμάντη έρχεται σε πρώτο πλάνο η –διαχρονική– φιγούρα της γυναίκας ως κατεξοχήν μαχήτριας κι επιβραβεύεται με μια ζεστή σκηνική παρουσίαση.
Όλα είναι μελετημένα και λειτουργούν στην εντέλεια, σε μια παράσταση ολοκληρωμένης αισθητικής και ιδεολογικής σύλληψης.
Στην παράσταση του Γκραουζίνις, μέσα από την αντρική διανομή, αποκαθίσταται ένα κομμάτι του «λάθους» που θέλει τη συζήτηση για το έργο να στρέφεται στο αν αποτελεί κυρίως ταξικό σχόλιο ή ένα παιχνίδι ρόλων.
Με έναν πρωταγωνιστή που δίνει ψυχή στη σκηνική υπόσταση του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, του Άρη Βελουχιώτη, ο Βασίλης Μπισμπίκης μεταγγίζει ιστορικότητα στη θεατρική αφήγηση και αντίστροφα.
Η παράσταση επιχειρεί να δικαιώσει ένα έργο που ανήκει σε μια συγγραφική κλάση άλλης εποχής, όχι χωρίς μειονεκτήματα το ίδιο, πετυχαίνοντας αμφίρροπα αποτελέσματα.
Νέα στέγη και ανανεωμένη παρουσίαση για την παράσταση του σαιξπηρικού αριστουργήματος, που δικαιώνει την νέα οπτική.
Μια σκηνική συνάντηση υψηλών προδιαγραφών, που όμως καταλήγει, παρά τις επιμέρους ποιότητες, κατώτερη των –ομολογουμένως μεγάλων– προσδοκιών.
Μία (ακόμη) παράσταση που επιβεβαιώνει πως το «γήπεδο» του Λιβαθινού είναι οι μεγάλες διαστάσεις, το θέατρο μεγέθους, ακόμη και όταν δεν έχει να κάνει με «σπουδαία» έργα.
Το υπέροχο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της Μαρίνας Καραγάτση, ένα σχόλιο πάνω στην ελληνική οικογένεια και στο αναπόφευκτο της ύπαρξης/συνύπαρξης, παρουσιάζεται σε μια άρτια κι ευθύβολη παράσταση που συγκινεί.
Εξαιρετικό δείγμα θεάτρου συνόλου, σε μια σφιχτοδεμένη παράσταση που, συν τοις άλλοις, συστήνει στο ελληνικό κοινό ένα μέχρι τώρα άπαιχτο έργο.
Μια «ιστορία σαλονιού», όπου η Ελλάδα του σήμερα συνδιαλέγεται με την Ελλάδα του χθες, σ’ ένα αξιοπρόσεκτο σύγχρονο ελληνικό έργο, που υπηρετείται από μια εξίσου ρεαλιστικής υφής σκηνική παρουσίαση.
Αν ο σκηνοθέτης, από φόβο μην επαναληφθεί, επιχείρησε να διαφοροποιηθεί πάση θυσία από την κατά γενική ομολογία πολύ επιτυχημένη παράσταση «Επτά επί Θήβας» που σκηνοθέτησε προ διετίας, το κατάφερε, αλλά ακολουθώντας τελικά λάθος δρόμο.
Καλό παράδειγμα αριστοφανικού ανεβάσματος, με έμφαση στο ζουμί του κειμένου και στα σκηνικά ευρήματα αντί στις βωμολοχίες, την επιθεωρησιακή ανάγνωση ή τις αναγωγές στο εδώ και τώρα, που αδικείται κατά βάση από ένα «αδύναμο σημείο», το ίδιο το κείμενο.
Καλές προθέσεις, μερικές ωραίες ιδέες και ευφρόσυνες στιγμές, όχι όμως αρκετές για να δικαιώσουν μια παράσταση που πάσχει κυρίως από την αναφομοίωτη συνύπαρξη διαφορετικών ερμηνευτικών προσεγγίσεων του Αριστοφάνη.
Καθώς το θέμα του στρέφεται γύρω από το δίπολο φτώχεια - ευμάρεια, ο «Πλούτος» αποτελεί διαχρονικά, και ειδικά στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, δημοφιλή σκηνοθετική επιλογή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Νικίτα Μιλιβόγεβιτς προσήλθε με πολλές ιδέες, δεν τις ενορχήστρωσε όμως προς ένα ενιαίο αποτέλεσμα.