Υπογράφοντας το δεύτερο μέρος του έργου «Σμύρνη μου, αγαπημένη», η Μιμή Ντενίση συνεχίζει το φιλόδοξο εγχείρημα να κοιτάξει την ελληνική Ιστορία μέσα από το βλέμμα του θεάτρου. Το αποτέλεσμα είναι συνεπές, έντιμο προθέσεων και ολοκληρωμένο στη σκηνή μέσα από μια θεαματική υπερπαραγωγή.
Στις ανεξάντλητες αναγνώσεις των «Τριών αδελφών» προστίθεται αυτή του Δημήτρη Καραντζά, που περιστρέφεται γύρω από την ιδέα του χρόνου. Οι μεσήλικες ηρωίδες του δίνουν τον τόνο σε μια παράσταση με άποψη, που όμως προσδίδει στο έργο μια αίσθηση αδιεξόδου.
Μια διαβολικά έξυπνη υπόθεση μυστηρίου, ουσιαστικά ένα ψυχολογικό θρίλερ δωματίου, βουτηγμένο στη σαγήνη του θεάτρου, με ωραίες ατμόσφαιρες και μια γοητευτική πρωταγωνίστρια.
Ένα ξενοδοχείο-καταφύγιο για όσους δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την ιδέα της φθοράς. Αυτή η συναρπαστική ιδέα βρίσκεται στην καρδιά του νέου έργου του Καλαβριανού και είναι ικανή να εξάψει το ενδιαφέρον, έστω κι αν δεν δικαιώνεται απόλυτα από το τελικό αποτέλεσμα.
Αμεσότητα, χιούμορ, κλασική σκηνοθεσία και μια συναισθηματική ερμηνεία με πολύ παιχνίδι από τη Φαίδρα Δρούκα, σε ένα μονόλογο για το αβάσταχτο της μοναξιάς.
Η παράσταση συστήνει στο ελληνικό κοινό ένα σύγχρονο γερμανικό έργο, όπου οι θεατές σε ρόλο ενόρκων καλούνται να απαντήσουν σε ένα κρίσιμο ηθικό δίλημμα.
Η συναρπαστική προσωπικότητα της Μαρίκας Κοτοπούλη και το πάθος της για το θέατρο ξεχωρίζουν σε αυτήν τη θεατρική βιογραφία που υπογράφει ο Πέτρος Ζούλιας, ενώ η ερμηνεία της Νένας Μεντή μεταφέρει το ίδιο πάθος στη σκηνική πραγμάτωση.
Παρά το επείγον του θέματός του, δηλαδή τον οικολογικό προβληματισμό και το ζήτημα της ευθύνης απέναντι στις μελλοντικές γενιές, το έργο της Βρετανίδας πρωτοπαρουσιαζόμενης δραματουργού εμφανίζεται κάπως θολό – μάλλον εξαιτίας και της απρόσωπης σκηνοθεσίας.
Η Ελένη Σκότη επιστρέφει στις διεισδυτικές σκηνοθεσίες της με το έργο του δημοφιλούς Βρετανοϊρλανδού δραματουργού. Η ρεαλιστική γραφή, η δραματική ιστορία και οι ζωηροί χαρακτήρες χτίζουν τις προϋποθέσεις για μια παράσταση βάθους και ουσίας, με σπουδαίες ερμηνείες.
Ο Γιώργος Βάλαρης, με θεματική βάση και υλικό τα τραγούδια αλλά και την ποίηση του Μίκη Θεοδωράκη, στήνει μια σύγχρονη – ή, μάλλον, άχρονη – τραγωδία που αγγίζει με ουσιαστικό τρόπο την καρδιά και το συναίσθημα του θεατή αποτελώντας, παράλληλα, φόρο τιμής στον μέγιστο συνθέτη μας.
Ο Γιάννης Σκουρλέτης, που έχει καταθέσει αξιοσημείωτες σκηνικές προτάσεις, εδώ φαίνεται να παγιδεύτηκε στο ύφος και στις προθέσεις του. Η εικαστικότητα που χαρακτηρίζει την οπτική του απέναντι στα κείμενα πρόδωσε το έργο του Γκολντόνι – και προδόθηκε η ίδια.
Σε αυτήν την απολύτως προσωπική ανάγνωση του πλέον εμβληματικού έργου του παγκόσμιου θεάτρου η Ευαγγελάτου καθοδηγείται από την επιθυμία να ανασύρει στην επιφάνεια το εφήμερο της ζωής και της τέχνης. Το αποτέλεσμα είναι συνεπές, ολοκληρωμένο και βαθιά συγκινητικό.
Σπιντάτη απόδοση ενός αβανταδόρικου, όλο σασπένς κειμένου που μιλάει για την ανηθικότητα της αγοράς εργασίας. Ο Γιάννης Μόσχος επιμελείται την αναβίωση της παράστασης του Θεάτρου Τέχνης και μας θυμίζει μια μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία.
Στο Σικάγο της ποτοαπαγόρευσης μοιραίες γυναίκες, πάθη και δολοφονίες ταΐζουν τις ορέξεις ενός αδηφάγου κοινού. Η παρουσίαση του πασίγνωστου μιούζικαλ από τον Γιάννη Κακλέα στέκεται στο ύψος των περιστάσεων χάρη στην ενέργεια και στο ανθρώπινο δυναμικό της.
Το τελευταίο έργο του Γάλλου βραβευμένου συγγραφέα αφηγείται μια ιστορία εφηβικής κατάθλιψης. Μας το συστήνει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος σε μια δυναμική όσο κι ευαίσθητη παράσταση ερμηνειών.
Το κορυφαίο έργο του συγγραφέα αποτυπώνει σε μια οικογενειακή ιστορία την κατάρρευση του αμερικανικού ονείρου. Στη στρωτή παράσταση, που το αφουγκράζεται χωρίς να τολμάει, κυριαρχεί η ερμηνεία του Δημήτρη Καταλειφού.
Παράλληλες ιστορίες έρωτα και χωρισμού μάς διασκεδάζουν αλλά και μας προβληματίζουν σε αυτό το πρώτο θεατρικό έργο του Γιώργου Καπουτζίδη, που ανεβάζει ο ίδιος σε μια κεφάτη παράσταση.
Σαν μια μουσική παράσταση στα όρια του μιούζικαλ παρουσιάζεται το σατιρικό έργο του Μποστ. Απολαυστικός ο Μάκης Παπαδημητρίου, βουτάει στον πρωταγωνιστικό ρόλο και ακομπανιάρεται με μπρίο από όλο το θίασο.
Το πιο αυτοβιογραφικό από τα έργα του Ίψεν είναι ένα δυνατό ψυχολογικό και κοινωνικό δράμα, κρύβει όμως συμβολισμούς και πτυχές που απαιτούν μια πιο αποφασιστική σκηνοθετική ματιά.
Η ευφρόσυνη, σε σημεία ξεκαρδιστική παράσταση ανεβάζει με φαντασία και τρέλα ένα έργο της θεατρικής μας ιστορίας, που σατιρίζει τα αγέραστα –καθώς αποδεικνύονται– χαρακτηριστικά του ελληνικού κράτους.
Η Υρώ Μανέ διακρίνεται στην παρουσίαση του έργου που, μέσα από την αφήγηση της ζωής μιας ιερόδουλης, επιχειρεί να ανατρέξει στην ελληνική Ιστορία του 20ου αιώνα.
To ανδρικό βλέμμα πάνω στο ανυπεράσπιστο γυναικείο σώμα γίνεται στο έργο του Τσίρου μια καίρια κριτική της πατριαρχίας. Η παράσταση το υπηρετεί ικανοποιητικά, όμως η δυναμική της αποδεικνύεται ασθενέστερη.
Στα μέλη μιας οικογένειας προσωποποιεί ο Μπέρνχαρντ τη σήψη της μεταπολεμικής Γερμανίας, υπογράφοντας μια γκροτέσκα σκηνική φάρσα. Η παράσταση του Νίκου Μαστοράκη, ωστόσο, συλλαμβάνει μόνο εν μέρει το σαρκαστικό ύφος της.
Τρεις λαντζέρηδες στο υπόγειο ενός πολυτελούς εστιατορίου στοχάζονται πάνω στο νόημα της δουλειάς τους και της ίδιας της ζωής, σε αυτήν τη μαύρη κωμωδία για την πάλη των τάξεων που μας συστήνει η Ελένη Σκότη.