Αν κάτι βοηθάει αυτό το έργο του 17ου αιώνα να αντέχει στο χρόνο, είναι ο πυρήνας της υπόθεσής του: οι κάτοικοι ενός χωριού εξεγείρονται και τιμωρούν διά θανάτου το διοικητή τους, που βιάζει τις κοπέλες και βασανίζει όσους τις υπερασπίζονται. Έπειτα όλοι μαζί, ομόθυμοι και παρά τα φριχτά βασανιστήρια των ανακριτών, αποδίδουν το έγκλημα στο χωριό συνολικά, καταφέρνοντας, έτσι, να πάρουν χάρη από τον βασιλιά. Τα άλλα χαρακτηριστικά –η ερωτική ιστορία, η ποίηση, ο λαϊκός χαρακτήρας– δεν φτάνουν σε τέτοια επίπεδα ώστε να δικαιώνουν το ανέβασμά του. Εξάλλου, το έργο εντάσσεται στο πλαίσιο της δραματουργίας της εποχής, πρόκειται δηλαδή για ένα δράμα τιμής, όπου οι απλοϊκοί αλλά έντιμοι χωρικοί δεν δέχονται οι γυναίκες τους να σπιλώνονται ως λάφυρα του διοικητή.
Η Ελένη Ευθυμίου, λαμβάνοντας ίσως υπόψη της ότι η παράσταση προορίζεται για την κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (σκέψη που λειτούργησε, νομίζω, περιοριστικά), φάνηκε άτολμη απέναντι στο κείμενο. Σημαντικό μειονέκτημα αποτελεί η μετάφραση (Μαρία Χατζηεμμανουήλ), που με τον εκβιασμένο ομοιοκατάληκτο στίχο της, μεταφέρει την ιστορία σαν παραμύθι και δημιουργεί απόσταση από τα σκηνικά γεγονότα, και δη τα πιο σοβαρά από αυτά, ενώ υπονομεύει ως ένα βαθμό την αληθοφάνεια των προσώπων παρά την πίστη των ηθοποιών (Μαρία Σαββίδου, Βασιλική Τρουφάκου, Ερατώ Πισσή, Νάνσυ Σιδέρη, Γιώργος Κριθαράς, Δημήτρης Κίτσος, Θανάσης Δόβρης κ.ά.).
Βέβαια, τα όρια που βάζει η «Φουέντε Οβεχούνα» δεν είναι αμελητέα: η δύναμη του θέματος δεν μπορεί να καμουφλάρει το γεγονός ότι πρόκειται για ένα παλαιό δείγμα γραφής, όπου η δήλωση πίστης προς το βασιλιά είναι εμφατική και το αναχρονιστικό θέμα της τιμής επανέρχεται συνεχώς. Εδώ η δραματουργική δουλειά (Σοφία Ευτυχιάδου) και η σκηνοθετική ικανότητα λειτουργούν υπέρ του θεάματος: λύσεις όπως η δημιουργία του ρόλου της αφηγήτριας, η ζωντανή κινηματογράφηση, η μουσική που συμπορεύεται με τη δράση (σύνθεση του Λευτέρη Βενιάδη) πριμοδοτούν τη θεατρικότητα και δένουν την πλοκή σε έναν καλό ρυθμό, οι σκηνές πλήθους λειτουργούν ωραία και οι σκηνικές εικόνες είναι υποβλητικές (κίνηση: Τάσος Παπαδόπουλος, σκηνογραφία: Ζωή Μολυβδά-Φαμέλη, κοστούμια: Άγγελος Μέντης, φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης).
Η δουλειά της Ευθυμίου είναι αισθητικά ωραία και δεν της λείπουν τα ενδιαφέροντα στοιχεία και οι εύστοχες νύξεις: Στο φινάλε αφήνει ανοιχτό το ερώτημα τι θα γίνει την επόμενη μέρα με την άφιξη του νέου διοικητή, ενώ υπονομεύει μέσα από την κωμική ανάγνωση το βασιλικό ζεύγος (απολαυστικοί, ίσως στις πιο ξεχωριστές ερμηνείες της παράστασης, η Μαρία Γεωργιάδου και ο Μπάμπης Γαλιατσάτος), σε γενικές γραμμές, όμως, επιλέγει να παρουσιάσει το έργο στρογγυλεμένο, σαν από απόσταση, και έτσι ειδικά οι κομβικές σκηνές –της βιασμένης Λαουρένθια που ξεμπροστιάζει τους άντρες του χωριού, της λαϊκής εξέγερσης ή των βασανιστηρίων–, ενώ θα έπρεπε να μας συνταράζουν, ολοκληρώνονται χωρίς να ανεβάζουν τη θερμοκρασία.
Περισσότερες πληροφορίες
Φουέντε οβεχούνα
Η άφιξη του διοικητή Φερνάν Γκόμεθ στο μέχρι τότε ήσυχο χωριό Φουέντε Οβεχούνα και η αυταρχική του συμπεριφορά ενώνει τους κατοίκους σε μια συλλογική εξέγερση.