Δεν είναι από τα έργα που παίζονται συχνά, ούτε ίσως από τα καλύτερα του Τενεσί Ουίλιαμς. Είναι όμως ένα δυνατό δράμα, όπου ο συγγραφέας μεταφέρει –όπως πάντα– τις αυτοβιογραφικές αναφορές και τα προσωπικά τραύματά του. Σε ένα τροπικό ξενοδοχείο στο Μεξικό, όπου συγκεντρώνεται ένα πλήθος ετερόκλητων ανθρώπων, η σεξουαλική ελευθερία συγκρούεται με τον πουριτανισμό και τη θρησκοληψία, η ηδονή παλεύει με το αίσθημα της ενοχής και το ασυνείδητο βρίσκει ρωγμές για ανεβεί στην επιφάνεια και να επιβληθεί στις τραυματισμένες προσωπικότητες των ηρώων.
Είναι δύσκολο το ανέβασμα του έργου, καθώς φλερτάρει με το υπερρεαλιστικό στοιχείο και συνομιλεί με ένα επίπεδο που υπερβαίνει το ρεαλισμό. Οι ήρωες είναι άνθρωποι βαθιά τραυματισμένοι, τους κυνηγούν προσωπικοί δαίμονες, βρίσκονται στο μεταίχμιο της ηθικής, παλεύουν μεταξύ παραδοχής και αντίστασης στην αμαρτία, διαλύονται μέσα τους. Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Λόρενς Σάνον (Ιωάννης Παπαζήσης), ένας ιερέας που καθαιρέθηκε λόγω αποπλάνησης μιας ανήλικης, διαρκώς κυνηγημένος από το "στοιχειό" του παρελθόντος του, και πλέον δουλεύει ως ξεναγός. Αυτός οδηγεί ένα γκρουπ αυστηρών καθολικών γυναικών με επικεφαλής τη θρησκόληπτη Τζούντιθ Φέλοους (Δήμητρα Βλαγκοπούλου) στο ξενοδοχείο της απελευθερωμένης χήρας Μαξίν Φολκ (Μαρία Κεχαγιόγλου), με ακόμη μία κατηγορία αποπλάνησης (μιας κοπέλας από το γκρουπ) να τον βαραίνει. Εκεί θα καταφτάσει και η Χάνα Τζελκς (Σύρμω Κεκέ), μια στερημένη γυναίκα που συνοδεύει τον γηραιό ποιητή παππού της (Γιώργος Μπινιάρης), με την οποία ο Σάνον θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη, αν και πλατωνική, σχέση. Απόκληροι και περιπλανώμενοι, οι ήρωες συναντιούνται σε ένα ξενοδοχείο, σ’ ένα σημείο μετάβασης παρά μόνιμης εγκατάστασης, διαφορετικοί αλλά και τόσο ίδιοι στην προσωπική τους μοναξιά.
Η Μαρία Μαγκανάρη με τη σκηνοθεσία της έδωσε έμφαση στη σύγκρουση του πραγματικού με το μη ρεαλιστικό. Ανασύνθεσε εξωτερικά το τροπικό περιβάλλον του έργου, με το σκηνικό του πολύχρωμου ξενοδοχείου (Τίνα Τζόκα) και τα έντονα κοστούμια, ταιριαστά προς την ιδιοσυγκρασία κάθε ήρωα (Ιωάννα Τσάμη), φροντίζοντας να σπάσει το ρεαλισμό με φωτισμούς (Μαρία Γοζαδίνου), ήχους (Nalyssa Green) και παράλληλες δράσεις, που αποτυπώνουν όσα στο έργο αφορούν το παρελθόν, τους δαίμονες, τις μύχιες σκέψεις. Αυτή η ατμόσφαιρα, όμως, σκόνταψε στην απόδοση των προσώπων.
Οι, πράγματι, έντονα σκιτσαρισμένοι από τον ίδιο το συγγραφέα χαρακτήρες (ο "αμαρτωλός ιερέας", η "διψασμένη χήρα", η "θρησκόληπτη τουρίστρια", η "στερημένη γεροντοκόρη") οδήγησαν στις περισσότερες περιπτώσεις σε μια σχηματική απόδοση. Η Μαρία Κεχαγιόγλου έδειχνε έξω από τα νερά της παρά την ικανοποιητική παρουσία της, ο Ιωάννης Παπαζήσης δεν συνέλαβε με επιτυχία, σε πολλές περιπτώσεις, τον βαθιά διχασμένο ήρωά του, η Δήμητρα Βλαγκοπούλου έπλασε μια στερεοτυπική Τζούντιθ. Ο Γιώργος Μπινιάρης είχε μια ωραία, απόκοσμη παρουσία και η Σύρμω Κεκέ επιβεβαίωσε την εσωτερική δυναμική της, ενώ επαρκείς στους μικρότερους ρόλους τους ήταν ο Πέτρος Μάλαμας και η Βίκυ Κατσίκα.
Περισσότερες πληροφορίες
Η νύχτα της Ιγκουάνα
Το έργο ξεφεύγει από το ρεαλιστικό πλαίσιο που χαρακτηρίζει το έργο του Ουίλιαμς στο μεγαλύτερο μέρος του και διερευνά τα ψυχικά τοπία των προσώπων μέσα από το πρίσμα του συμβολικού και του μεταφυσικού στοιχείου.