Θα μπορούσαν να διατυπωθούν ενστάσεις για το αν ο «Οθέλλος» έχει θέση στο σύγχρονο θέατρο, τις οποίες η παράσταση των Αιμίλιου Χειλάκη-Μανώλη Δούνια δεν καταφέρνει να αντιπαρέλθει απόλυτα, παρά τη δυναμική της. Ενστάσεις όχι εξαιτίας του χρώματος του ομώνυμου ήρωα, που στα νεότερα χρόνια άνοιξε συζητήσεις περί ρατσιστικού ή μη έργου (και θα μπορούσαν να συνοψιστούν στο ερώτημα: είναι ένα ρατσιστικό έργο ή μήπως ένα έργο για τον ρατσισμό;), αλλά επειδή το ζήτημα της δολοφονίας της Δυσδαιμόνας ως τιμωρίας για μια απιστία (που δεν διέπραξε), σε «μια στιγμή αδυναμίας από ένα θολωμένο μυαλό», ακούγεται ενοχλητικό στις μέρες μας - ή η παράσταση δεν κατάφερε να το νομιμοποιήσει επί σκηνής.
Βέβαια, η σκηνοθεσία αφουγκράστηκε τα θέματα του έργου και τους έδωσε σκηνική υπόσταση, αρχικά με την ίδια την όψη: οι λευκές ζωγραφισμένες μάσκες στα πρόσωπα όλων των ηρώων εκτός του Οθέλλου μάς θυμίζουν εξαρχής την παρουσία του διαφορετικού «άλλου» μέσα σε μία συμπαγή -παρά τις διαφορές της- ομάδα. Η δράση εκτυλίσσεται πάνω σε μετακινούμενα πατάρια, δίνοντας στην παράσταση τη διάσταση ενός λαϊκού θεάματος- εξάλλου, η ιστορία του Οθέλλου είναι μια ιστορία που πρέπει να ακουστεί, όπως λέει ο Λουδοβίκος στο φινάλε, και γύρω από αυτό το μοτίβο κινείται η παράσταση, όπου όλοι οι ηθοποιοί είναι συνεχώς παρόντες, συμμετέχοντας ή παρακολουθώντας τη δράση.
Στην πραγματικότητα, όλη η ιστορία είναι μια σκηνοθεσία του Ιάγου (Αιμίλιος Χειλάκης), που κινεί τα νήματα προς την εκπλήρωση του σκοπού του να εκδικηθεί τον Οθέλλο. Στο ρόλο, ο Χειλάκης αποδεικνύεται ο απόλυτος κυρίαρχος της σκηνής: άδειος από αισθήματα άλλα πλην του φθόνου, μετρ της υποκρισίας, βουτηγμένος στην ηδονή του κακού, ανατριχιαστικός σε στιγμές, ένας πραγματικός χαμαιλέοντας.
Ενδιαφέρουσες είναι και οι γυναικείες παρουσίες, που δημιουργούν από την πλευρά τους ένα τρίγωνο, όπου η Δυσδαιμόνα (Μάιρα Γραβάνη) και η Μπιάνκα (Ελευθερία Κοντογεώργη) συμβολοποιούν τις εικόνες της «αγίας» και της «πόρνης» αντίστοιχα, ενώ στην κορυφή του η μικροκαμωμένη Αιμιλία (Μυρτώ Αλικάκη) είναι αυτή που θα ορθώσει το ανάστημά της απέναντι στον Ιάγο - δανείζοντας για λίγο τη φωνή της σε όλες τις γυναίκες. Ο Γιάννης Μπέζος στο ρόλο του Οθέλλου αποδίδει τον ήρωα με άξονα όχι τη ρωμαλαιότητα του στρατηγού αλλά τη σιγουριά ενός ώριμου άνδρα, νομιμοποιώντας μέχρι ενός σημείου μια επιλογή που αρχικά φαίνεται παράδοξη.
Ο Οθέλλος, όμως, είναι ένας τραγικός ήρωας, ακόμη και με όρους αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, αφού ταλαντεύεται ανάμεσα στο κύρος που γεννάει η γενναιότητά του ως στρατηγού και στην αίσθηση του «απόκληρου», του «διαφορετικού». Το αίσθημα του «μη ανήκειν» είναι η αχίλλειος πτέρνα του, η χαραμάδα από όπου διοχετεύει ο Ιάγος το δηλητήριό του. Η παράσταση διάβασε το έργο ως μία άχρονη ιστορία για μια κοινωνία που είναι τυφλωμένη από τον φθόνο και τα αγοραία πάθη (ωραίες οι σχετικές βουβές δράσεις), απέφυγε στο μεγαλύτερο μέρος τις μελοδραματικές εξάρσεις και είχε σκηνικό εκτόπισμα (σε αυτό συνεισφέρουν και η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού και οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου) - της διέφυγε όμως αυτή η διάσταση του τραγικού που είναι η μόνη που μπορεί να δικαιολογήσει τη δολοφονία της Δυσδαιμόνας ως μέρους μιας σειράς φόνων στο ίδιο έργο που καταδεικνύουν το σκοτάδι και την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής.
Περισσότερες πληροφορίες
Οθέλλος
Τον παράφορο έρωτα κόντρα στα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής, την προδοσία, την εκδίκηση, τη ζήλια και το μύχιο φόβο για το ξένο πραγματεύεται η αριστουργηματική τραγωδία.