Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος δεν κατέβηκε χωρίς άποψη στην πρώτη του σκηνοθεσία στο πεδίο του αρχαίου δράματος· μάλλον το αντίθετο: από υπερβάλλοντα ζήλο ή άγχος (να δικαιώσει όσους τον εμπιστεύτηκαν και να δικαιωθεί για τις επιλογές του;) παρέδωσε μια παράσταση φορτωμένη με ιδέες, που άλλες λειτούργησαν και άλλες όχι, ενώ δεν έπειθαν πάντα για την αναγκαιότητά τους. Το κεντρικό εύρημα, π.χ., που ήθελε την παράσταση να δίνεται σε συνθήκη πρόβας με τον Παπασπηλιόπουλο να παρεμβαίνει στη δράση, προσέφερε ιδιαιτέρως απολαυστικές στιγμές, τράβηξε όμως υπερβολικά, χάνοντας τη δυναμική του. Έπειτα, οι υπερμεγέθεις ολοπρόσωπες μάσκες προσέδωσαν ύφος, όμως είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς τι εξυπηρετούσαν. Με ανάμεικτη όψη κυκλαδίτικων ειδωλίων και ιαπωνικών μάνγκα ενέτειναν το κωμικό αποτέλεσμα, ειδικά όταν συνοδεύονταν από σπασμωδική σωματική κίνηση, δυσχέραιναν όμως την ερμηνεία των ηθοποιών και την απεύθυνση του κειμένου, κι έτσι από κάποιο σημείο κι έπειτα εγκαταλείφθηκαν…
Θα μπορούσε να καταλογιστεί στον Παπασπηλιόπουλο πως το κέφι που επέδειξε αφορούσε τον Αριστοφάνη και όχι ειδικά τη «Λυσιστράτη», αφού και οι μάσκες και οι συνεχείς παρεκβάσεις από την υπόθεση –που αποσπούσαν το ενδιαφέρον από το έργο στο εύρημα καθαυτό– μπορούσαν να «εφαρμοστούν» σε οποιαδήποτε κωμωδία. Η οπτική του απέναντι στη «Λυσιστράτη» βρήκε πάντως άλλους τρόπους να εκφραστεί και αφορούσε μια εσωστρεφή και μάλλον μελαγχολική ματιά στο θέμα της συμφιλίωσης· μια οπτική που παρέκαμψε την όποια πανανθρώπινη θεώρηση –μόνο τα ίχνη των χίπικων 60s-70s κοστουμιών του Άγ. Μέντη άφηναν μια ουμανιστική υπόνοια– και επικεντρώθηκε σε εσωτερικές και διαπροσωπικές διεργασίες (εμπνευσμένη και από τη συνθήκη της καραντίνας που προηγήθηκε της παράστασης;).
Αυτή η εσωστρέφεια λειτούργησε αντιστικτικά στη φρενήρη εξωστρέφεια άλλων στιγμών, κάτι που δεν επηρέασε το ρυθμό ούτε τη συνοχή της παράστασης. Όμως ούτε αυτήν τη συνθήκη κατάφερε να «επιβάλει» ολοκληρωτικά ο σκηνοθέτης, καθώς, π.χ., η ομαδική ψυχοθεραπεία των ηθοποιών που απεκδύθηκαν τους ρόλους τους για χάρη προσωπικών εξομολογήσεων οδήγησε σε ένα μάλλον αμήχανο φινάλε.
Δεν μπορεί, πάντως, να κριθεί ολότελα χαμένο το στοίχημα με αυτή την ερμηνευτική ομάδα. Αν και ο ομώνυμος ρόλος κατέχει συντριπτικό μέρος του κειμένου, ο Αριστοφάνης επιφυλάσσει αβανταδόρικες σκηνές για κάθε πρόσωπο, τις οποίες σκηνοθέτης και ηθοποιοί αξιοποίησαν περαιτέρω. Η Βίκυ Σταυροπούλου έχει κωμικό ταλέντο και, κυρίως, τσαγανό, στοιχεία που υπερτερούν κι όταν βασίζεται στις ευκολίες της. Η Λυσιστράτη της ήταν «τόσο όσο»· παρούσα, χωρίς να επισκιάζει τους υπόλοιπους. Οι συμπρωταγωνιστές της είχαν ο καθένας τη στιγμή του και επανεπιβεβαίωσαν ότι πρόκειται για ηθοποιούς κλάσης. Θέλουμε να ξαναδούμε τη Στεφανία Γουλιώτη (Καλονίκη) σε κωμωδία, οι Αγορίτσα Οικονόμου (Μυρρίνη) και Βίκυ Βολιώτη (Λαμπιτώ) ήταν απολαυστικές, όπως και ο Πρόβουλος του Γιάννη Κότσιφα, ενώ ο Στέλιος Ιακωβίδης (Σπαρτιάτης) έκλεψε την παράσταση στη σύντομη εμφάνισή του.
ΣΧΟΛΕΙΟΝ «ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΠΑ» Πειραιώς 52 & Βενιζέλου, Μοσχάτο, 2103301880. Διάρκεια: 100΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Λυσιστράτη
Όταν οι γυναίκες αποφασίζουν να πάρουν την εξουσία και να βάλουν τέρμα στην… αντρική συνήθεια του πολέμου χρησιμοποιώντας τα κρυφά, αλλά πολύ ισχυρά όπλα τους, οι καταστάσεις γίνονται ανεξέλεγκτες.