Μιας και κάθε παράσταση αρχαίας τραγωδίας γεννάει ζητήματα ερμηνείας, οι «Πέρσες» που υπογράφει ο Δημήτρης Λιγνάδης μπορούν να ιδωθούν ως συνέχεια της κλασικιστικής γραμμής που ακολούθησε το Εθνικό Θέατρο, κατέχοντας μάλιστα επί δεκαετίες μια άτυπη ηγεμονία στο είδος. Η παράσταση έχει βέβαια το δικό της στίγμα, δεν αποτελεί αντίγραφο, διακρίνεται όμως από δύο στοιχεία που την τοποθετούν στην ίδια παράδοση: την έμφαση στο κείμενο, στο λόγο του συγγραφέα, και την επίκληση του συναισθήματος, που εδώ εκφράστηκε πάντως μέσα από μια λιτή γραμμή την οποία συγχρόνισε με την εποχή μας. Η σκηνοθεσία στηρίχτηκε στη διδασκαλία του λόγου ώστε να ακουστεί το κείμενο όσο το δυνατόν αμεσότερα, όπως και έγινε, χάρη και στη μετάφραση (Θ. Στεφανόπουλος)· η εκφορά μέρους του κειμένου στα αρχαία ελληνικά δείχνει πίστη στον αισχύλειο λόγο, όμως η υιοθέτηση της ερασμιακής προφοράς θόλωσε το σκηνικό του αντίκρισμα, ενώ η έμμετρη απόδοση δεν βοήθησε όλες τις ερμηνείες (ιδιαίτερα του Ν. Καραθάνου ως Δαρείου).
Ο Λιγνάδης είχε στα χέρια του ένα «καυτό» έργο, καθώς πραγματεύεται μια στιγμή θριάμβου της ελληνικής Ιστορίας και μάλιστα μέσω της πτώσης του αντιπάλου (την ήττα των Περσών στη Σαλαμίνα). Ο κίνδυνος αναγνώσεων προς τόνωση του εθνικού φρονήματος καραδοκεί, όμως ο Αισχύλος δεν έγραψε μια τραγωδία για την υπεροχή των Ελλήνων, αλλά για τη συντριβή που φέρνουν η αλαζονεία και η ύβρις του ισχυρού, μήνυμα που απευθύνεται προς πάσα κατεύθυνση. Η παράσταση του Εθνικού κρατάει το μέτρο, αλλά δεν αποφεύγει τελείως τη συναισθηματολογία, ούτε τον κίνδυνο να στηριχτεί στη διάκριση ελληνικού και «βάρβαρου» στοιχείου.
Χαρακτηριστική η απόδοση της αγγελικής ρήσης από τον Αργύρη Πανταζάρα, που περιγράφει την ύστατη μάχη με συνεχώς κλιμακούμενη παραφορά, συνοδευόμενος από αντίστοιχης διάθεσης μουσική. Έπειτα, η Άττοσα (Λ. Κονιόρδου) αποδίδεται ως μια κυριαρχική φιγούρα, άτρωτη ακόμη και μες στο σπαραγμό της, συνεπικουρούμενη από το εντυπωσιακό της ένδυμα (Εύα Νάθενα), χωρίς να κάνει τις ρωγμές της ηρωίδας ορατές στο θεατή. Το σκηνικό (Αλέγια Παπαγεωργίου), μία σειρά από εκκλησιαστικά στασίδια και ένα μικρό ομοίωμα του Παρθενώνα, εισάγει στο περσικό πεδίο δράσης το ελληνικό στοιχείο και υπενθυμίζει τη διαφορά πολιτισμού και θρησκεύματος.
Αποσιωπάται λοιπόν το ουμανιστικό, ανθρώπινο νήμα με το οποίο υφαίνονται οι «Πέρσες»; Όχι. Ο Αργύρης Ξάφης (Ξέρξης) γίνεται η φωνή κάθε έκπτωτου, πρώην ισχυρού άνδρα, η μουσική (Γ. Πούλιος), βασισμένη σε ανατολίτικες μελωδίες, λειτουργεί ως ισχυρή κατάφαση των διαπολιτισμικών ομοιοτήτων, όπως και η κίνηση του Χορού (Κ. Ρήγος). Αν και αναπαράγουν τυπικά μοτίβα έκφρασης του περσικού πολιτισμού, οι άνδρες του Χορού, με επικεφαλής τον Γιάννο Περλέγκα, φιλτράρουν στο σώμα και στη φωνή τους την κοινή σε όλους τους ανθρώπους οδύνη της απώλειας και του πένθους (Β. Αθανασόπουλος, Κ. Γαβαλάς, Μ. Θεοφάνους, Σπ. Κυριαζόπουλος, Αλ. Μαγγόνας, Λ. Μαλκότσης, Δ. Παπανικολάου, Αλ. Φάις).
ΑΤΤΙΚΟΝ ΑΛΣΟΣ Περιφερειακός Πολυγώνου-Γαλατσίου, Γαλάτσι, 2106997755, 6944542300 (5-9/8, 11-13/8). Διάρκεια: 90΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Πέρσες
Στο αντι-πολεμικό έργο οι πρωταγωνιστές δεν είναι οι Αθηναίοι, αλλά οι αντίπαλοί τους, οι Πέρσες. Ο Αισχύλος περιγράφει την οδύνη τους, τη στιγμή που μαθαίνουν για τη συντριπτική ήττα του στρατού τους στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.