Αβίαστα –σαν μια ανάσα– κυλάει η παράσταση που υπογράφει ο Γιάννης Κακλέας. Σε ένα έργο που μπορεί να βάλει μεγάλες τρικλοποδιές, ο δρόμος της απλότητας που επέλεξε τον δικαιώνει. Η προσωπική του σφραγίδα παραμένει βέβαια διακριτή ήδη από την πρώτη εικόνα: μέσα στο ερειπωμένο τοπίο, πιο πέρα από το γυμνό δέντρο και σήμα κατατεθέν του «Γκοντό», ένα παλιό αυτοκίνητο συμβάλλει στην εικόνα της αποσύνθεσης (σκηνικά: Σάκης Μπιρμπίλης - Γιάννης Κακλέας). Αυτή την εικόνα θα διαταράξει το ζευγάρι που ανοίγει την παράσταση – όχι ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν, αλλά ένα σημερινό ζευγάρι ερωτευμένων (Άρης Κακλέας, Αγγελική Τρομπούκη).
Να μία κατά Κακλέα υπενθύμιση ότι μπορεί ο χρόνος να ανακυκλώνεται, όπως τονίζει ο Μπέκετ, αλλά η ζωή δεν παύει να προχωράει. Θα υπάρχει πάντα μια νέα γενιά που μπορεί να φέρει την αλλαγή, και ίσως οι απαντήσεις να βρίσκονται στα νιάτα και στον έρωτα. Αυτή η γλυκόπικρη παραδοχή διατρέχει την παράσταση, εκφρασμένη επίσης στον Εστραγκόν και τον Βλαντιμίρ, δύο απόκληρους της ζωής που περνούν το χρόνο τους «φιλοσοφώντας». Ο Σπύρος Παπαδόπουλος και ο Θανάσης Παπαγεωργίου έχουν πολύ ωραία χημεία, ρυθμό στις ατάκες, εσωτερική επικοινωνία, ενώ προσδίδουν ύφος στους ήρωες: πιο αλέγρος, ελαφρύς ο Εστραγκόν του Παπαδόπουλου (που καταφεύγει σε κάποιες ευκολίες, αλλά χωρίς να ξεπερνάει το μέτρο), ενώ ο Παπαγεωργίου μεταφέρει με αφοπλιστική απλότητα τη λαϊκή θυμοσοφία του Βλαντιμίρ· η αβίαστη, εσωτερική ερμηνεία του μεταδίδει ταυτοχρόνως βαθιά υπαρξιακή θλίψη και αστείρευτα αισιόδοξη επιμονή.
Ο κόσμος του έργου είναι ένας κόσμος μεταιχμιακός, ένας κόσμος που ρέπει προς την ολοκληρωτική φθορά, αλλά θα μπορούσε να αποτελεί και νούμερο τσίρκου, μιούζικ χολ ή θέατρο δρόμου. Η παράσταση του Κακλέα εκμεταλλεύεται αυτά τα χαρακτηριστικά και εντάσσεται σε μια παράδοση παραστάσεων που εμπνέονται τη μουσική, τα κοστούμια (Ηλένια Δουλαδίρη), την κίνηση (Άρης Σερβετάλης - Αγγελική Τρομπούκη) από τέτοια είδη λαϊκών θεαμάτων. Όμως, η είσοδος του δεύτερου διδύμου θα διαταράξει την ελαφρότητα που –επιφανειακά μόνο– διέπει την παράσταση.
Ο Πότζο και ο Λάκι εμφανίζονται ως σχεδόν αλλόκοτα όντα που ίσως υπερβαίνουν τον δικό μας κόσμο. Ας μη σταθούμε στην εξαιρετική σωματικότητα που διακρίνει ούτως ή άλλως τον Άρη Σερβετάλη, αλλά στην ανάγνωση που επιφυλάσσει στον Πότζο ξεπερνώντας την απόδοσή του ως τυράννου. Αλαζόνας ή παράφρων, ο Πότζο αυτής της παράστασης κουβαλάει την υπεροψία του δημιουργού απέναντι στο δημιούργημά του, ενώ η «πτώση» του στη δεύτερη πράξη, εκφρασμένη μέσα από μια εσωτερική ερμηνεία κόντρα στην εξωστρέφεια της πρώτης πράξης, υπενθυμίζει τη φθαρτότητα της ύπαρξης. Ο Ορφέας Αυγουστίδης από την πλευρά του ως Λάκι –έναν από τους δυσκολότερους ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου– είναι μια ανθρώπινη μαριονέτα με ενεργητικότατη παρουσία (κίνηση, έκφραση), και μάλιστα σε έναν ρόλο που παραμένει σιωπηλός στο μεγαλύτερο μέρος του, ενώ η ερμηνεία του περίφημου, ακατάληπτου μονολόγου του ήρωα αποτελεί μια μεγάλη στιγμή της παράστασης και αδιαμφισβήτητα μια προσωπική νίκη του ηθοποιού.
ΒΕΑΚΕΙΟ ΘΕΑΤΡΟ Λόφος Προφήτη Ηλία, Πειραιάς, 2104226330 (23-24/7). ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΚΗΠΟΘΕΑΤΡΟ ΚΟΡΥΤΣΑΣ Άλσος Παπάγου, 2132027185-7, 2106520412 (29-30/7). Διάρκεια: 100΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Περιμένοντας τον Γκοντό
Το πιο γνωστό έργο του Ιρλανδού νομπελίστα, κι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά του θεάτρου του παραλόγου, παρωδεί την προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήσει την ίδια του την ύπαρξη.