Μια εξεζητημένη και λυρικά σαρκαστική περφόρμανς –σαν λοξή επιμνημόσυνη δέηση στην έννοια της ελληνικότητας– με εξαιρετική ατμόσφαιρα και ερμηνείες. Κυρίαρχες φιγούρες, ο Αλέκος Συσσοβίτης ως ομοφυλόφιλος μπουλουκτζής που πενθεί με βαριά μακεδονίτικη προφορά και η τρανσέξουαλ Μπέττυ μια άλλη εκδοχή του εαυτού της.
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη χώρα μας: ο μύθος της. Το «σχολικό» ερώτημα «Τι είναι η πατρίδα μας;» ανακύπτει σε κάθε κρίσιμη καμπή – σχεδόν πάντα δηλαδή. Προ εξαετίας, το εν λόγω ερώτημα είχε γίνει μότο του Εθνικού Θεάτρου, ενώ τόσο η κατά Δημήτρη Παπαϊωάννου «Μήδεια» όσο και η κατά Νίκο Καραθάνο «Γκόλφω» υπήρξαν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα θεατρικής επανα-κατοίκησης της έννοιας της ελληνικότητας. Τα «Αμάραντα» είναι, συγκριτικά, μια πολύ πιο λοξή (με την έννοια του «queer») απόπειρα διαπραγμάτευσης της. Δεν είναι ένας στοχευμένος λίβελος των επίσημων συμβόλων αλλά μια μεταφυσικής διάθεσης μεταμοντέρνα τελετουργία. Κάτι σαν επιμνημόσυνη δέηση ενός φθίνοντος έθνους, γραμμένη και παιγμένη με απύθμενο λυρισμό, ζοφερό ρεαλισμό και διάχυτο αισθητισμό.
Τα «Αμάραντα» δεν θρηνούν για «το καλύτερο κομμάτι» του παρελθόντος αλλά για τα ανίερα ιερά απωθημένα του: τη βοή ενός πλήθους που αλυχτάει σαν αγέλη λύκων, μια τρανσέξουαλ που μόνο θανάτους ζει, έναν ομοφυλόφιλο φουστανελά και κάμποσες ακόμη φιγούρες-«βρικόλακες» που συνήθως απουσιάζουν από τις αστικές αφηγήσεις και τα εθνικά μας μυθεύματα. Ως κείμενο και παράσταση, συναινούν στην αντικομφορμιστική πεσιμιστική αυτοκριτική της Ελλάδας. Τέτοιες τοποθετήσεις δεν είναι άγνωστες στο θέατρό μας – χαρακτηριστικός εκπρόσωπός τους, ο Δημήτρης Δημητριάδης, ήδη με το «Πεθαίνω σαν Χώρα» του 1978. Ο συνδυασμός, όμως, του άπαικτου μονόπρακτου «Το Φτερό» του Παύλου Μάτεσι με τους μονολόγους της ποιήτριας Γλυκερίας Μπασδέκη που συνθέτουν τη δραματουργία στα «Αμάραντα», λειτουργούν σαν ένα αλλόκοτο, αντεστραμμένο κάδρο της ελληνικότητας, στα όρια της σπαραξικάρδιας εκζήτησης και του μελαγχολικού σαρκασμού.
«Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, δεν την σκιάζει φοβέρα καμία…»: σαν ειρωνικό αντι-ποίημα ακούγεται στην παράσταση το γνωστό εμβατήριο. Γιατί μπροστά μας στέκει ένα τσίρκο γεμάτο μελαγχολικούς κλόουν: τον Αλέκο Συσσοβίτη, σε μια οριακή όσο και μεστή ερμηνεία, ως ομοφυλόφιλο μπουλουκτζή που θρηνεί τον πρόωρα χαμένο σύντροφο και συμπρωταγωνιστή του, τον Αλέξανδρο Παπαϊωάννου ως βουβό κι ασάλευτο νεκρό, ντυμένος με την κέρινη μάσκα και την παραδοσιακή στολή των γενίτσαρων της Βέροιας, την Μαρία Πανουργιά να δίνει το δικό της ρεσιτάλ ως κουτοπόνηρη παρτσακλή χήρα και την Μπέττυ Βακαλίδου να παίζει, μέσω μιας υπερρεαλιστικής ποιητικής μετατόπισης, τον εαυτό της.
Όταν στο τέλος, ξεγυμνώνεται και ξαπλώνει στο ντιβάνι με τα αμάραντα άνθη, η εικόνα έλκει και, ταυτόχρονα, απωθεί. Προκαλεί αυτό που ο Ζαν Ζενέ είχε πει για την (πραγματική) Μπέττυ: «ταράζει τα όμορφά μας μάτια». Συνολικά, εξάλλου, η παράσταση του Γιάννη Σκουρλέτη, με την ταραγμένη ομορφιά της, αυτό επιχειρεί. Η μονότονη, όμως, δομή (μονόλογος-στιχομυθία/μονόλογος-στιχομυθία κ.ο.κ.), το διστακτικό φινάλε, η κειμενική φλυαρία και η –γειωμένη στο μακάβριο γκροτέσκο– υποκριτική θολώνουν την υπέρβαση που εξ αρχής υπόσχεται η παράσταση.
FAUST Αθηναΐδος 12 & Καλαμιώτου 11, Κέντρο, 2103234095. Διάρκεια: 90΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Αμάραντα
Η ομάδα επιχειρεί τη δημιουργία ενός λοξού εθνικού μας πορτρέτου μέσα από την ιστορία ενός θιάσου ζώντων και νεκρών στην έσχατη παράστασή τους, σε κείμενα Παύλου Μάτεσι και Γλυκερίας Μπασδέκη