Η ασάφεια των προθέσεων, η μορφική και υποκριτική ανομοιογένεια, η σύγχυση των υφών και των νοημάτων και οι επιδερμικές ερμηνείες είναι από τα πιο τρανταχτά μειονεκτήματα αυτής της παράστασης.
Φτυστή με ένα σύγχρονο, προβεβλημένο και αμφιλεγόμενο πολιτικό πρόσωπο η Πραξαγόρα, σαν φιγουρίνια από περιοδικό του ’50 ο Χορός, με μια μπάντα να παίζει τα περιπαικτικά εμβατήρια του Κωστή Μαραβέγια και με την εκλεπτυσμένη μετάφραση του Μίνου Βολανάκη να επιδέχεται κάμποσες «ενέσεις» αντι-λόγιας μπαλαφάρας: περιγράφω εδώ εν συντομία το συγκεχυμένο ύφος της παράστασης του Γιάννη Μπέζου.
Με περιβολή αλά Ζωή Κωνσταντοπούλου, ο ίδιος ο σκηνοθέτης-διασκευαστής ερμηνεύει σχεδόν ασάλευτος, με βλοσυρό ύφος και δίχως ιδιαίτερο οίστρο την Πραξαγόρα – αρκετά παράταιρη υποκριτική επιλογή για μια ηρωίδα που ευαγγελίζεται την κοινοκτημοσύνη αγαθών κι ερωτικών συντρόφων. Εξίσου προβληματική είναι η ενδυματολογική επιλογή. Για ποιο λόγο να παραπέμπει σε εκείνη της πρώην ΠτΒ από την τελετή ορκωμοσίας της προηγούμενης κυβέρνησης; Πρόκειται άραγε για ένα σύνθετο πολιτικό σχόλιο; Όπως δηλαδή η επανάσταση της Πραξαγόρας συναντά εμπόδια, έτσι και ο δρόμος της σημερινής Αριστεράς δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα; Γρίφος! Ή μήπως πρόκειται απλώς για μια ηχηρή μεταμφίεση, προορισμένη να συζητηθεί εν είδει διαφημιστικού τρικ;
Εξίσου αναίτια είναι και η vintage αμφίεση του Χορού, με τις Αθηναίες να θυμίζουν μοντέλα της δεκαετίας του ’50 (νοσταλγία κι επίκληση αθωότητας; Σχόλιο για τη μεταπολεμική κατάσταση; Αναφορά στις τότε φεμινίστριες; Άγνωσται αι βουλαί του σκηνοθέτη). Ο δε Χορός παλινωδεί ερμηνευτικά και κινησιολογικά ανάμεσα σε κάτι που θα μπορούσε να τιτλοφορείται «Παρωδώντας το “Mad Men”» ή «Η Barbie σε cocktail party». Πολύ άδικο για τα δεκατέσσερα αυτά δροσερά, καλλίφωνα κορίτσια να ακολουθούν την υποκριτική «γραμμή» του τσιρίγματος και της πόζας. Άχαρα στέκουν στο βάθος τα σπιτάκια-αντίσκηνα των Αθηναίων (σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Γαβαλάς).
Κάπου στο πλάι μια μπάντα παίζει τις ευφρόσυνες συνθέσεις του Κωστή Μαραβέγια – μια αυτόνομη και πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση από μόνη της αυτή! Τα μέλη της μπάντας μπαινοβγαίνουν ενίοτε στη δράση. ζορισμένος είναι όμως ο τρόπος με τον οποίο εντάσσονται στο σχήμα της παράστασης και ασαφής η σχέση του μουσικού ύφους με όλα τα άλλα που συμβαίνουν επί σκηνής. Νέοι ηθοποιοί όπως οι Παναγιώτης Κατσώλης, Γιωργής Τσουρής, Πάνος Βλάχος και Δανάη Σκιάδη παίζουν παλιακά, φωναχτά και κραυγαλέα, με επιτηδευμένη ορμή και κοινότοπα καμώματα, υπερ-παίζοντας ή ακόμη και υπερ-σεξουαλικοποιώντας τις σκηνές τους σαν να ήταν νούμερα κακής επιθεώρησης. Ο Γιάννης Ζουγανέλης διασώζεται ως κωμική περσόνα μόνο και μόνο επειδή, αντί να παίξει τον Βλέπυρο, «παίζει» τον εαυτό του.
Η παράσταση του Γιάννη Μπέζου, σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, έχει ευφρόσυνη διάθεση και προδιαγραφές θεάματος αναψυκτηρίου. Κι ενώ η έναρξή της σε προϊδεάζει –κυρίως χάρη στη δυναμική της μουσικής και του νεανικού θιάσου– για μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση, η παράσταση παραπαίει τελικά μεταξύ φαρσοκωμωδίας κι επιθεωρησιακών νούμερων σχεδιασμένων εκ του προχείρου, με μια σχεδόν αδιόρατη εσάνς από Αριστοφάνη. Η ποιητική μελαγχολία του αρχαίου κωμωδιογράφου αφανίζεται, η υπόθεση του έργου του φαντάζει προσχηματική και το χιούμορ του ανάλογο με εκείνο των αμφιβόλου ποιότητας τηλεοπτικών σόου.
Η παράσταση περιοδεύει στα θέατρα των δήμων της Αττικής.
Περισσότερες πληροφορίες
Εκκλησιάζουσες
Οι Αθηναίες, μεταμφιεσμένες σε άντρες, εισέρχονται κρυφά στην Εκκλησία του Δήμου και αναλαμβάνουν την εξουσία