Σαν τους παλιούς τολστοϊστές, μιλούσαμε για ώρα περί ψυχής, πίστης και θεού με τους Αγορίτσα Οικονόμου, Γιώργο Παπαγεωργίου και Πέγκυ Τρικαλιώτη. Η αφορμή; Παίζουν τους εγκληματικούς αγρότες στη «Δύναμη του σκότους» που ανεβάζει η ομάδα Νάμα σε avant premiere για τους αναγνώστες του www.athinorama.gr στις 11/2.
Εξηγήστε μου τον τίτλο «Η δύναμη του σκότους». Σε τι αναφέρεται ο Τολστόι;
Π.Τρ.: Στο σκοτάδι που πάντα μας έλκει. Στην τεράστια δύναμη που μας τραβάει προς το κακό. Ο Τολστόι όμως μας λέει επίσης: «Δεν είναι η άβυσσος ο μόνος δρόμος. Υπάρχει η επιλογή να μην πας εκεί». Υπάρχει και η συνείδηση ή όπως αναφέρει στο έργο: «Υπάρχει και η ψυχή, μην το ξεχνάς». Η ψυχή είναι το απέναντι της αβύσσου.
Πηγή έμπνευσης για το έργο ήταν ένα αληθινό φρικιαστικό έγκλημα…
Αγ.Οικ.: Πράγματι, το 1880 ένας χωρικός σκότωσε το παιδί που είχε κάνει με την προγονή του. Η ομολογία του τάραξε τον Τολστόι. Έγραψε λοιπόν για ένα χωριό όπου γίνεται το έλα να δεις. Κυριαρχούσε τότε η πεποίθηση πως η αριστοκρατία ήταν που έρεπε προς το σκοτάδι, ενώ οι αγρότες ήταν «αγνοί». «Όχι, είμαστε όλοι ίδιοι, από το ίδιο υλικό», λέει ο Τολστόι.
Μιλήστε μου για τους ρόλους σας.
Γ.Π.: Παίζω τον 25χρονο μουζίκο Νικήτα, εργάτη στα χωράφια, που διατηρεί κρυφή ερωτική σχέση με τη γυναίκα του αφεντικού του και κλέβει τα λεφτά του. Από εκεί κι έπειτα, βυθίζεται όλο και πιο πολύ στο σκοτάδι, με μια πορεία όπως εκείνη του Μάκβεθ.
Αγ.Οικ.: Παίζω τη μητέρα του, τη Ματριόνα. Ο στόχος μου ένας είναι: η επιβίωση. Δεν υπολογίζω τίποτα – ούτε καν το γιο μου.
Π.Τρ.: Εγώ παίζω την ερωμένη του Νικήτα, την Ανίσια, τη γυναίκα του γαιοκτήμονα. Είναι εγκλωβισμένη σε ένα φριχτό γάμο. Βρίσκει διέξοδο στον έρωτά της. Εμμονικά, αρρωστημένα ερωτεύεται τον Νικήτα. Παθαίνει ψύχωση μαζί του. Κι έτσι, από κακοποιημένο θύμα γίνεται θύτης, τέρας ανθρωπόμορφο.
Πώς τρεις Αθηναίοι του 2017 μεταμορφώνονται σε Ρώσους αγρότες του 1886;
Αγ.Οικ.: Πέρασα ατελείωτα καλοκαίρια στη Θεσσαλία, απ’ όπου κατάγονται οι γονείς μου. Σε αυτές τις μνήμες βρίσκω τώρα πώς στέκει ένα σώμα αγροτικό ή πώς μια κλειστή κοινότητα ζει με τα μυστικά της.
Γ.Π.: Εγώ από την πλευρά της μητέρας μου [σ.σ.: η ηθοποιός Φιλαρέτη Κομνηνού] είμαι Πόντιος και μας θυμάμαι πολύ συχνά στο χωριό των παππούδων, τον Καλλίφυτο Δράμας. Έχουν κι εκεί συμβεί φοβερά εγκλήματα. Θυμάμαι να λέμε τις ζοφερές ιστορίες του χωριού με τους σκοτωμούς και τα φαντάσματα… Σαν μαγνήτης μας τραβούσε η δεισιδαιμονία. Οι καταστάσεις αυτές είχαν ένα παράξενο «μέγεθος», μια ποιητικότητα που βρίσκω και τώρα στον Τολστόι, κάτω από τον ωμό, καθημερινό λόγο των προσώπων.
Π.Τρ.: Εγώ, πάλι, δεν έχω κανένα χωριό! Αναζητώ, λοιπόν, τον ρόλο χωρίς να έχω κάποιο βίωμα. Βοηθάει το ότι η παράστασή μας δεν είναι ρεαλιστικά ανεβασμένη.
Γ.Π. Ναι, δεν υπάρχει τίποτα χωριάτικο ή ρώσικο.
Αγ. Οικ.: H παράσταση είναι εντελώς… handmade. Μόνοι μας «πλάθουμε» το σκηνικό, παίζουμε ζωντανά τη μουσική, τραγουδάμε.
Π.Τρ.: Επίσης δεν υπάρχουν πρώτοι ή δεύτεροι ρόλοι. Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι.
Μελετώντας το έργο και τη ζωή του Τολστόι, τι σας γοήτευσε περισσότερο;
Γ.Π.: Οι τολστοϊστές! Αυτές οι χιλιάδες κόσμου που τον ακολουθούσαν: ανώνυμοι κι επώνυμοι, όπως ο Τσέχοφ, ο Γκόργκι, ο Μπουλγκάκοφ ή αργότερα ο Γκάντι. Αντιμετωπίστηκε σαν ένας γκουρού, ένας Διόνυσος, με πλήθη βακχευμένων γύρω του.
Π.Τ. Ήταν φοβερή η διαδρομή του! Πρίγκιψ, αριστοκρατικής καταγωγής, πέρασε τη νιότη του σαν ρεμάλι, για να φτάσει να δημιουργήσει ένα ουτοπικό κοινόβιο στο οικογενειακό αγρόκτημα και να γίνει ο ογκόλιθος της ρώσικης λογοτεχνίας, εκείνος που συμβούλευε πολιτικούς, εκείνος που εγκατέλειψε την οικογένειά του και πήγαινε από μοναστήρι σε μοναστήρι με έναν κλειστό κύκλο «πιστών». Ίδρυσε μια δική του ιδανική θρησκεία, λέγοντας πράγματα για τα οποία και τον αφόρισαν – το περίφημο «ο θεός είναι μέσα μας».
Αγ.Οικ.: ...δείχνοντάς μας έτσι πως είμαστε ικανοί εξίσου για τα θαύματα όσο και για τα εγκλήματα!
Η «Δύναμη του σκότους» ανεβαίνει σε avant premiere για τους αναγνώστες του www.athinorama.gr στις 11/2 στο Σύγχρονο Θέατρο, σε σκηνοθεσία/καλλιτεχνική διεύθυνση Ελένης Σκότη και Γιώργου Χατζηνικολάου.