Έχετε δει το «Θεώρημα» (1969) του Πιερ Πάολο Παζολίνι; Αν ναι, ίσως θυμάστε την τελευταία σκηνή, όπου ο μεγαλοβιομήχανος, ύστερα από την καταλυτική επίδραση που έχει ασκήσει στον ίδιο και την οικογένειά του ο νεαρός επισκέπτης τους (στο ρόλο, ο θεϊκός Τέρενς Σταμπ), χαρίζει το εργοστάσιό του στους εργάτες του και τρέχει ολόγυμνος στην έρημο, ουρλιάζοντας απεγνωσμένος. Υπό μία έννοια, ένα δικό του «Θεώρημα» στήνει με το «4» ο Ροντρίγκο Γκαρσία (γενν. 1964, Αργεντινή), ένα οντολογικό θρίλερ που μπορεί να διαβαστεί εξίσου σαν μια προκλητική κατασκευή δίχως έρμα όσο και σαν μια αναρχική βόμβα στα θεμέλια της μεσοαστικής ηθικής των απανταχού φεστιβαλιστών. Το βέβαιο είναι πως, προκειμένου να «αποδείξει» το θεώρημα του, βασίζεται σε μια σειρά από αποδεκτά αξιώματα, αντιστρέφοντάς τα με αρκούντως διεστραμμένο τρόπο.
Ο Γκαρσία πατά εσκεμμένα σε απαγορευμένες ζώνες. Περιπαίζει δίχως αιδώ τα ταμπού του θεατρόφιλου κοινού: από το τι σημαίνει «θέατρο», «φεστιβαλικός θεσμός» και «πρωτοπορία» μέχρι το τι σημαίνει «κακοποίηση ζώων», «σεξουαλικοποίηση ανηλίκων» και «χειραγώγηση του βλέμματος». Γιατί το «4», ξεκινώντας με τη φράση «πέφτει η νύχτα σαν το σκατό», δείχνει πολλά και ενοχλητικά. Σκόρπιες εικόνες, υποταγμένες στο δόγμα του σοκ, και συνάμα ανοιχτές σε πολυάριθμες ερμηνείες. Κάποιος από τους ηθοποιούς παίζει τένις πάνω στο αιδοίο της ελαιογραφίας του Γκυστάβ Κουρμπέ «Η προέλευση του κόσμου» (1886) και κάποιος άλλος μας καλεί να χορέψουμε μαζί του μια cumbia. Τέσσερις παπουτσωμένοι πετεινοί, εγκλωβισμένοι στα New Balance αθλητικά τους, σέρνονται πέρα-δώθε από τους ηθοποιούς. Τους χώνουν μες στα μπουφάν και τα παντελόνια τους μέχρι να ζαλιστούν και, ευθύς αμέσως, δύο –ντυμένα και μακιγιαρισμένα για καλλιστεία- ανήλικα κορίτσια αρχίζουν να περιφέρονται χορεύοντας, ποζάροντας και πίνοντας κοκτέιλ. Τέλος, τέσσερις γλάστρες με σαρκοφάγα φυτά ταΐζονται με σκουλήκια.
![Είδαμε το ακραίο «4» του Ροντρίγκο Γκαρσία - εικόνα 1](https://www.athinorama.gr/lmnts/articles/2515327/000_par8321985.jpg)
Όλα όσα μόλις σας περιέγραψα, δεν παρακολουθούνται εύκολα. Διάχυτη ήταν η δυσφορία στην Πειραιώς 260 προχθές το βράδυ. Κάποιοι φώναξαν «αίσχος» και έφυγαν από την αίθουσα στη σκηνή με τα κοκόρια, με κάποιον να ρωτά όσους ακόμη καθόμασταν στη θέση μας «σας αρέσει να βλέπετε να βασανίζουν ζώα;», ένας ηλικιωμένος κύριος ανέβηκε στη σκηνή με την πρόθεση να σταματήσει όσα συνέβαιναν, ενώ η πλειοψηφία αποχώρησε επιδεικτικά την ώρα του χειροκροτήματος.
Το «4» λέει εξίσου πολλά, με τους υπέρτιτλους του να λειτουργούν σαν μια παραληρηματική δραματουργία: παραινέσεις («μη μαζεύεις πλούτη ούτε εξουσία» και «πετάξτε τα βιντεοπαιχνίδια και μιλήστε στα παιδιά σας για τον Κλοντ Λέβι-Στρος και τις πρωτόγονες κοινωνίες»), διερωτήσεις («πώς να βρω γαλήνη μπροστά στην οθόνη;»), αφορισμούς («να ζεις με τον πούτσο σηκωμένο») και ακατάσχετες φλυαρίες («έφαγα παϊδάκια με ένα ποτήρι ουίσκι»). Μια παράσταση-κρυπτογράφημα είναι το «4». Ο δημιουργός της δεν μας κρύβει τα εργαλεία με τα οποία μπορούμε να την προσεγγίσουμε. Η «Άγρια Σκέψη» του Λεβί-Στρος θα μπορούσε να είναι το ένα, το «Δόγμα του Σοκ» της Ναόμι Κλάιν το άλλο και η «Κοινωνία του θεάματος» του Γκυ Ντεμπόρ το τρίτο. Την ίδια στιγμή, όμως, που μας τα «προτείνει», τα ακυρώνει, χλευάζοντας κάθε επίσημο τρόπο μεθοδολογίας και ανάλυσης. «Κανένα βιβλίο δεν μου έσωσε τη ζωή, ούτε ο Σαίξπηρ, ούτε ο Μούζιλ, ούτε ο Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα. Μόνο το γαμήσι μου έσωσε τη ζωή», θα ακούσουμε να λέει ο –αρχετυπικά αντιδραστικός- Γκαρσία.
![Είδαμε το ακραίο «4» του Ροντρίγκο Γκαρσία - εικόνα 2](https://www.athinorama.gr/lmnts/articles/2515327/198077.jpeg)
Άνισο και απείρως ενοχλητικό, εν μέρει ποιητικό και κατά κόρον σοκαριστικό, κάποτε υπερφίαλο κι άλλοτε απροκάλυπτα ωμό, το «4» έχει ένα κυρίαρχο μοτίβο στη βάση του: την έκφραση μιας μεγάλης απογοήτευσης για τον κόσμο όπως είναι. Μια καταγγελία του πολιτισμού μας ως ενός τρόπου ζωής κατ’ επίφαση πολιτισμένου και κατ’ ουσία εθισμένου στο σαδομαζοχισμό της βίας. Είναι σα να μας τραβάει διαρκώς το αυτί, κάνοντάς μας ενοχλητικές ερωτήσεις του τύπου «Ενοχλείστε με τα κοκόρια πάνω στη σκηνή αλλά συνεχίζετε να τα καταναλώνετε;» και «Προσβληθήκατε με τα κοκόρια; Δείτε τώρα πώς κακοποιούνται τα παιδιά σας!». Είναι, ίσως, λοιπόν, το «4» ένα «κατηγορώ» για την υποταγή (μας) στην ασυδοσία του τεχνοκαπιταλισμού και του εξανδραποδισμού, στα κακώς κείμενα της αστικής ηθικής και των θεσμών της, της οικογενείας, της θρησκείας, της αγάπης, του σεξ, της τέχνης,…των πάντων! Έχω την αίσθηση πως αυτή η από σκηνής «εκδίκηση» του κοινού για την απομάγευση του κόσμου θα είναι για καιρό το μηδενιστικό διακύβευμα πολλών σύγχρονων καλλιτεχνών.
Ο γιος του χασάπη που μεγάλωσε στις φαβέλες του Μπουένος Άιρες παίρνει εδώ και χρόνια την εκδίκησή του –το διαπιστώσαμε ήδη με τις προηγούμενες εμφανίσεις του στο Φεστιβάλ Αθηνών (πιο πρόσφατα, με το «Golgota Picnic»). Πάντα έχω την αίσθηση πως, αντί να πειραματίζεται ο ίδιος, αντιμετωπίζει εμάς, το κοινό, σαν ένα ιδανικό πειραματόζωο: μας θέτει στο «εργαστήριό» του και περιμένει να δει πώς θα αντιδράσουμε. Θα αποχωρήσουμε ποικιλοτρόπως πειραγμένοι; Ή θα αποδειχθεί πως, ό,τι κι αν κάνει, η επίδρασή του είναι …φωνή βοώντος εν τη ερήμω; Ναι, ο κόσμος δεν αλλάζει από μια παράσταση. Οι συνειδήσεις, ωστόσο, μετατοπίζονται. Εργοστάσιο να χαρίσω δεν έχω, όπως ο βιομήχανος του Παζολίνι. Κόκορα κρασάτο, πάντως, δεν ξανατρώω. Κι αυτήν την παράσταση δύσκολα θα τη ξεχάσω.