Παρά το επίθετό της, δεν έχει καμία συγγένεια με τον γνωστό πολιτικό. Μολονότι Εξαρχειώτισσα, τελευταία ζει στη Ρωσία – εκεί, εξάλλου, θα ανεβάσει του χρόνου «Οιδίποδα Τύραννο». Για την ώρα, σκηνοθετεί στη Στέγη τη «Μισαλλοδοξία», ορμώμενη από την ομώνυμη θρυλική ταινία του 1919, με ένα θίασο πρωταγωνιστών που, όμως, δεν βγάζει ούτε μία λέξη, καθώς η παράσταση είναι… βωβή!
Τι σας έκανε να φύγετε για σπουδές στη Μόσχα;
Ένα πολύ ισχυρό ένστικτο. Σαν παρόρμηση. Ίσως ήταν κι απελπισία. Ήταν 2008 κι εγώ ήμουν 23 ετών. Ήθελα να φύγω για το άγνωστο και να μάθω τα πάντα από την αρχή. Ξεκίνησα ρώσικα. Έμαθα τη γλώσσα κι έφυγα. Είναι η πρώτη χρονιά από τότε που έχω ξανά ένα σπίτι στην Ελλάδα.
Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που μάθατε εκεί;
Το ότι το θέατρο και η ζωή δεν είναι δύο πράγματα, αλλά ένα. Εκτός, δηλαδή, από την επιστημονική αντιμετώπιση του θεάτρου υπάρχει, επίσης, ο άνθρωπος. Οι δάσκαλοί μας δεν ενδιαφέρονταν να μας κάνουν καλύτερους καλλιτέχνες αλλά (και) καλύτερους ανθρώπους· να μας δώσουν τα κλειδιά της τέχνης αλλά και της ζωής.
Αντί, πάντως, για ένα ρώσικο έργο, λόγου χάρη του Τσέχοφ, καταπιάνεστε με μια θρυλική αμερικανική ταινία…
Τον Τσέχοφ ακόμα τον αποφεύγω – ίσως από υπερβολική δόση ευθύνης! Αστειεύομαι. Στην παρούσα φάση το «θέμα» μου είναι η «Μισαλλοδοξία» του Ντ. Γ. Γκρίφιθ. Είδα την ταινία σχεδόν τυχαία, την περίοδο που μαζί με την Δ. Κούρτη και τον Αργ. Ξάφη αναζητούσαμε υλικό για τον εμφύλιο πόλεμο, αυτήν τη «μαύρη τρύπα» στην ιστορία της Ελλάδας. Ο Γκρίφιθ πιάνει το θέμα στην απόλυτη υπαρξιακή του διάσταση.
Δεν ασχολείται με την πολεμική σύγκρουση, αλλά με τη συνύπαρξη σαν έναν εμφύλιο διαρκείας. Μας κάνει να αναρωτηθούμε: Γιατί η ιστορία είναι φτιαγμένη από πολέμους; Γιατί η κάθε μέρα μας είναι γεμάτη μικρές μάχες; Γιατί ποθούμε το «γίνε εγώ»; Γιατί, αντί να ανοιγόμαστε προς τον άλλο, αναζητάμε μόνο αντανακλάσεις του εαυτού μας; Και γιατί αυτό το κάνουμε κατακτώντας, προσηλυτίζοντας ή ακόμη και θανατώνοντας ο ένας τον άλλο;
Είναι οι τζιχαντιστές μια σημερινή ενσάρκωση της μισαλλοδοξίας;
Η μισαλλοδοξία είναι το απόστημα. Το μίσος είναι η αληθινή νόσος και δεν υπάρχει πιο μεταδοτική ασθένεια. Τι κάνει κάποιον να ζώνεται εκρηκτικά και να σκορπά το θάνατο, πεθαίνοντας κι αυτός μαζί; Πόσο μεταδοτικό είναι αυτό; Τι το γεννά; Ποιοι το υποκινούν, πώς ωφελούνται; Παντού υπάρχει φόβος και μοναξιά. Μην πάμε μακριά. Ο πλανήτης φλέγεται, η Μεσόγειος έχει γεμίσει νεκρούς και η εκκλησία μας φοβάται το σύμφωνο συμβίωσης. Να ένα παράδειγμα μισαλλοδοξίας των ημερών! Μήπως, τελικά, μας λείπει η αγάπη; Γιατί τι άλλο είναι η αγάπη αν όχι κατανόηση, σεβασμός, μη φόβος και αποδοχή του άλλου;
Από τις τέσσερις ιστορίες της ταινίας του Γκρίφιθ στην παράσταση ασχολείστε μόνο μ’ εκείνη που αφορά μια ιστορία αγάπης στις αρχές του 20ού αιώνα…
Σε αυτήν την ιστορία, μια ομήγυρη γυναικών επιχειρεί την ηθική αναμόρφωση μιας κοινωνίας. Το όραμά τους, όμως, έχει δραματικές επιπτώσεις. Ανάμεσα στα θύματα, είναι κι ένα ζευγάρι ερωτευμένων. Το αγόρι κατηγορείται άδικα για φόνο από μια κοινωνία κριτών και δικαστών, έτοιμη να λιντσάρει αθώους. Κι ο έρωτας μοιάζει με επανάσταση…
Αλήθεια, δεν ακούγεται ούτε μια φράση στην παράστασή σας;
Κείμενο δεν υπάρχει. Ακούγονται, όμως, κλάματα, γέλια, περπατήματα… Υπάρχουν κάποιοι ελλειπτικοί υπέρτιτλοι και τέσσερις μουσικοί, υπό τις οδηγίες του Θοδωρή Αμπαζή. Είναι ένα καθαρό πείραμα. Κανείς μας δεν ξέρει 100% την τελική του μορφή. Σίγουρα δεν είναι παντομίμα. Είναι θέατρο με όλα του τα μέσα: το θίασο, τα σκηνικά, την αρχιτεκτονική του ήχου, τα φώτα, τα σταγκόνια και, μαζί, τη σύμβαση της μαγείας. Ο Γκρίφιθ μοιάζει να μας λέει πως το σινεμά είναι η τέχνη που φτάνει στην καρδιά του ανθρώπου. Το δικό μου ερώτημα είναι: «Πώς μπορεί το θέατρο να φτάσει στην καρδιά των ανθρώπων;»
Η «Μισαλλοδοξία» ανεβαίνει στη Στέγη από τις 20 έως τις 31/1. Παίζουν οι Γ. Γάλλος, Δ. Γεωργιάδης, Στ. Ιακωβίδης, Δ. Κούρτη, Αλ. Λογοθέτης, Αργ. Ξάφης, Σ. Πατσίκας, Εύη Σαουλίδου, Ν. Τσαλίκη και Ν. Χατζόπουλος.
Περισσότερες πληροφορίες
Μισαλλοδοξία
Μια βωβή παράσταση βασισμένη στη θρυλική ταινία του Ντέιβιντ Γουόρκ Γκρίφιθ που καθόρισε την κινηματογραφική πρωτοπορία στις αρχές του 20ού αιώνα