Γιάννης Σελιμιώτης. 1427 μέρες λαζούρα
Στην πρώτη ατομική του έκθεση, ο Γιάννης Σελιμιώτης παρουσιάζει τοπία, νεκρές φύσεις και πορτρέτα. Φιλοτεχνημένα την τελευταία πενταετία (2018-2023), τα έργα αποτυπώνουν τον στενό και ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο του ζωγράφου. Συγγενείς και φίλοι, λουλούδια και φρούτα, ταπεινά χρηστικά αντικείμενα και ασυνήθιστες όψεις της Αθήνας, όπως η εν πολλοίς άγνωστη «Κοίλη Οδός», παρελαύνουν στους πίνακές του συγκροτώντας μια μυθολογία του καθημερινού. Ο Σελιμιώτης παρακολουθεί στωικά όχι μόνο τις διακυμάνσεις του φωτός αλλά και της ψυχικής διάθεσης των προσώπων, οι οποίες ομολογουμένως έγιναν πιο έντονες τον καιρό του υποχρεωτικού εγκλεισμού λόγω της πανδημίας. Η ανθρωποκεντρική ζωγραφική του ισορροπεί θαυμαστά ανάμεσα στον ποιητικό ρεαλισμό και τη μεταφυσική πλευρά της πραγματικότητας. Είναι μια τέχνη που ενώ βασίζεται στο πραγματικό, την ίδια στιγμή επιχειρεί να το υπερβεί. Ο τίτλος της έκθεσης υποδηλώνει το χρονικό πλαίσιο δημιουργίας των έργων (1427 είναι οι μέρες που έχουν περάσει από το πρώτο μέχρι το τελευταίο έργο) και την έμφαση που δίνει ο Σελιμιώτης στις τεχνικές της ζωγραφικής και γενικότερα στην ιστορία του μέσου. Εν προκειμένω η λαζούρα, που τονίζει τα χρώματα και δημιουργεί μια αίσθηση γυαλάδας και διαφάνειας, φανερώνει το ενδιαφέρον του για την αίσθηση του φωτός, η οποία ποικίλει: τα έργα σε ξύλο και καμβά έχουν σκληρό φωτισμό, ενώ στα τελευταία, όπου χρησιμοποιεί τζάμι, η στιλπνότητα είναι διαφορετική. Παραπέμποντας έμμεσα στο εμβληματικό μυθιστόρημα «Εκατό χρόνια μοναξιά» του Gabriel García Márquez, ο Σελιμιώτης αποκαλύπτει τις προθέσεις και τη φιλοσοφία του: η τέχνη βρίσκεται στην καθημερινή ζωή, σε ό,τι περιβάλλει και συγκινεί τον ζωγράφο, και εκτείνεται από το πολύ προσωπικό μέχρι το συλλογικό. Έτσι, η πηγή και το πλαίσιο της ζωγραφικής του δεν είναι μια εξιδανικευμένη ή αφαιρετική κατάσταση αλλά η ζωή στην Αθήνα, εκεί όπου ζει και εργάζεται σήμερα. Έχοντας ως πρότυπο τον Johannes Vermeer, ο Σελιμιώτης επιθυμεί να ζωγραφίσει προσωπικά έργα με οικουμενική εμβέλεια και απεύθυνση. Η ζωγραφική του Σελιμιώτη πατά με το ένα πόδι στο σήμερα και με το άλλο στο παρελθόν. Στα τοπία του ενσωματώνει μοτίβα και φιγούρες-φαντάσματα από εικόνες άλλων εποχών: μια φιγούρα από ένα έργο του Caravaggio, μια φωτογραφία με την Georgia O’Keeffe (να φωτογραφίζει) σε ένα έρημο τοπίο, αλλά και δέντρα από πίνακες της πρώιμης Αναγέννησης. Σε αυτό το αδιάκοπο παιχνίδι που λέγεται σύγχρονη ζωγραφική, ο Σελιμιώτης δουλεύει έχοντας επίγνωση ότι δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στο πώς μπορεί να φτιαχτεί μια εικόνα. Ο ίδιος θέλει να κάνει μια ζωγραφική που να έχει τις ρίζες της «σε πράγματα που έχεις δει, που έχουν ήδη υπάρξει και έχουν περάσει». Ως προς αυτό, η επίδραση της φωτογραφίας στο έργο του υπήρξε καταλυτική.