
Πώς θα επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία ο πόλεμος δασμών ΗΠΑ-Κίνας; Τι πρόκειται να δούμε στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα όσο η Ρωσία και η Κίνα έρχονται πιο κοντά; Να χρησιμοποιήσουμε ή όχι το κινεζικό chatbot AI DeepSeek και τι διαφορά έχει στην πράξη το γεγονός ότι τα δεδομένα που μοιραζόμαστε μαζί του πάνε στην αυταρχική κυβέρνηση της χώρας και όχι σε κάποιον αμερικανικό τεχνολογικό κολοσσό; Με τις πρόσφατες διεθνείς εξελίξεις και τη διαπλοκή οικονομίας, τεχνολογίας και πολιτικής στην εποχή της μετα-αλήθειας να έχει περάσει σε άλλη σφαίρα, κάνοντας ακόμη πιο δύσκολη τη νηφάλια κατανόηση της πραγματικότητας, η καλή λογοτεχνία έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις να προσφέρει ένα διαφορετικό φίλτρο κατανόησης των αποχρώσεων της πραγματικότητας που πάει πέρα από το άσπρο και το μαύρο. Κάτι τέτοιο μου συνέβη με το "Μια χώρα ανάμεσά μας" (εκδόσεις 'Ίκαρος, μετάφραση Βάσια Τζανακάρη), το πρώτο μυθιστόρημα της Ταϊβανο-αμερικανίδας Karissa Chen, που ζει μεταξύ Νιου Τζέρσεϊ και Ταϊπέι· μια συναρπαστική μυθοπλαστική κατάδυση στην άγνωστη μεταπολεμική ιστορία της κινεζικής διασποράς βασισμένη σε ενδελεχή έρευνα, και η δική μου πρόταση από τις νέες κυκλοφορίες, για την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου για φέτος.

Ανακαλύπτοντας στα πράγματά του νεκρού παππού της μια φωτογραφία στην οποία εκείνος κλαίει στον τάφο της μητέρας του, που είχε να τη δει από τα δεκαεννιά του, αρχίζει να ψάχνει στοιχεία για μια ιστορία πολέμων και αποχωρισμών που δεν είχε διδαχθεί ποτέ στην Αμερική. Το επικό και πολύ προσωπικό αυτό χρονικό έξι δεκαετιών έχει στο επίκεντρό του τις σοκαριστικές συνέπειες του κινεζικού εμφυλίου πολέμου της δεκαετίας του 1940 μεταξύ εθνικιστών και κομμουνιστών και ειδικότερα το πώς οι επιστρατεύσεις και οι μετακινήσεις χώρισαν εν μια νυκτί, συχνά μάλιστα κατά τύχη και για πάντα, αδέλφια και οικογένειες, καθορίζοντας στη συνέχεια τις ζωές τους στην Κίνα, την Ταϊβάν και τις ΗΠΑ.

Παρακολουθώντας τις ιστορίες της Σούτσι - Σούτζι - Σου και του Χαϊγουέν - Χάουαρντ από τα παιδικά τους χρόνια, στα τέλη της δεκαετίας του ’30 στα φτωχικά και δαιδαλώδη λονγκτάνγκ της Σαγκάης, ως τις κοινότητες συνταξιούχων του Λος Άντζελες των 00s, οι πολλαπλές ταυτότητες του "Κινέζου" ή του "Ταϊβανού" ζωντανεύουν με γλαφυρότητα, ιστορική ακρίβεια και, κυρίως, ενσυναίσθηση. Η οικογένεια, η πατρίδα, ο εαυτός γίνονται θραύσματα και επανασυναρμολογούνται διαρκώς. Ακόμη κι αν ορισμένες φορές η θαλπωρή και οι μνήμες που αναδύονται γύρω από τον αχνιστό ζωμό σε ένα hot pot εστιατόριο δεν μπορούν να καλύψουν τον χαμένο χρόνο: "Άσ’ το. Δεν ήσουν εδώ. Δεν μπορείς να καταλάβεις", θα πει ο αδελφός του Χάουαρντ όταν ξανασυναντιούνται στα γεράματά τους πια στη Σαγκάη, προσπαθώντας να εξηγήσει την απόσταση που τον χωρίζει από την αδελφή τους με την οποία εκείνος μεγάλωσε μαζί (αλλά και χωριστά) στη μαοϊκή Κίνα. "Ήταν ακόμη πατρίδα του αυτό το μέρος;"
Η οικογένεια, η πατρίδα, ο εαυτός γίνονται θραύσματα και επανασυναρμολογούνται διαρκώς. Και την ίδια στιγμή πολλά από τα στερεότυπα ως προς το πώς έχουμε μάθει να αντιλαμβανόμαστε τους "Κινέζους" καταρρίπτονται, πολύ απλά επειδή οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές προσαρμόζονται και αμφισβητούν τον εαυτό τους διαρκώς.
Δεδομένου του ότι οι ήρωες της Chen κινούνται σε διάφορες κινεζόφωνες περιοχές ανά τον κόσμο, καθένας μπορεί να αναφέρεται με διαφορετικά ονόματα "και αυτό μπορεί να διευρύνει ή να αλλάζει τον τρόπο που βλέπει τον εαυτό του σε μια δεδομένη κατάσταση ή με το πέρασμα του χρόνου". Η εκμάθηση μιας άλλης γλώσσας για πολλούς ανθρώπους, μας θυμίζει η συγγραφέας μιλώντας για τις ιδιαιτερότητες των σινικών γλωσσών αλλά και των αγγλικών της διασποράς, είναι "μια δεξιότητα που απαιτεί την ικανότητα να προσαρμόζεσαι και να αμφισβητείς τον εαυτό σου, και για πολλούς μετανάστες είναι από τις πιο δύσκολες και υποτιμητικές διαδικασίες όταν πηγαίνουν σε μια καινούργια χώρα. Αν ως αναγνώστες μπερδευτείτε, ελπίζω να μην εγκαταλείψετε την προσπάθεια, αλλά να δοκιμάσετε να φανταστείτε πώς πρέπει να είναι για όσους πρέπει να το διαχειριστούν αυτό σε καθημερινή βάση και να προχωράνε". Προσωπικά δεν μπερδεύτηκα καθόλου και όπως επισημαίνει η Βάσια Τζανακάρη που υπογράφει την πολύ καλή μετάφραση μεγάλη πρόκληση αποτέλεσαν στη διαδικασία αυτή, "τα πλούσια πολιτισμικά στοιχεία που απαιτούσαν έρευνα αλλά και οι διάλεκτοι που υπήρχαν στο πρωτότυπο κείμενο: μανδαρινικά, διάλεκτος της Σανγκάης, καντονέζικα αλλά και μια προφορική διάλεκτος της Ταϊβάν ήταν πράγματα που έπρεπε να αναζητήσω τόσο για την πλήρη κατανόηση του νοήματος όσο και για την προφορά τους, ενώ εξίσου απαιτητικά ήταν και τα τεχνικά σημεία που έχουν να κάνουν με τη μουσική του Χαϊγουέν".
Παρακολουθώντας τους ήρωες να μεγαλώνουν έχοντας να διαχειριστούν τα βιώματα των γονιών τους, τη σύγκρουση παράδοσης και ξένων επιρροών, την υποταγή ή τη συμμετοχή σε ένα αυταρχικό πολιτικό σύστημα, την περίπλοκη σχέση με τους Ιάπωνες και μετέπειτα με τους Ταϊβανούς, την προσφυγιά και την παγκοσμιοποίηση, πολλά από τα στερεότυπα ως προς το πώς έχουμε μάθει να αντιλαμβανόμαστε τους "Κινέζους" καταρρίπτονται, πολύ απλά επειδή οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές προσαρμόζονται και αμφισβητούν τον εαυτό τους διαρκώς. Διδάσκοντάς μας, μέρα που είναι, (και) την ανοχή, την ενσυναίσθηση και τη σημασία της ανθρωπιστικής εκπαίδευσης, του διαβάσματος στο survival kit των χρόνων (της άγνοιας και της παντογνωσίας) που έρχονται.
"Έχω διαβάσει εκατοντάδες βιβλία για την Κίνα. Τους ξέρω τους Κινέζους. Έχω βγάλει πολλά λεφτά με τους Κινέζους. Καταλαβαίνω το κινέζικο μυαλό" υποτίθεται ότι έχει δηλώσει ο Ντόναλντ Τραμπ το 2011 σε συνέντευξη στο κρατικό κινεζικό δίκτυο, για την οποία δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένες αποδείξεις.