Την πολύ ενδιαφέρουσα, και όχι τόσο ευρέως γνωστή στην Ελλάδα, ιστορική διαδρομή του Congress for Cultural Freedom (CCF), το πιο εκλεπτυσμένο όπλο του δυτικού κόσμου στη μεγάλη μάχη για "την καρδιά και τον νου των ανθρώπων" που ονομάστηκε Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος, διηγείται το βιβλίο του Στρατή Μπουρνάζου που μόλις κυκλοφόρησε από την ιστορική σειρά των εκδόσεων Αντίποδες που επιμελείται το Κωστής Καρπόζηλος.
Τι ήταν τελικά το CCF και πώς επέλεξε η CIA να ιδρύσει έναν ανεξάρτητο οργανισμό για να κερδίσει τη "μάχη για την καρδιά και τον νου" ενάντια στον κομμουνισμό; Γιατί δεν υπήρξε ελληνικό CCF και τι μας λέει αυτό για την εγχώρια διανόηση αλλά και την πολιτική σημασία της χώρας μας την εποχή εκείνη;
Υπήρξε (δυνάμει) αντικομμουνιστική Αριστερά στην Ελλάδα και ποιές ήταν οι κινήσεις - κλειδιά ως προς την αυτονόμηση του Κέντρου και της ρήξης με την εθνικοφροσύνη, στον χώρο των τεχνών, κατά την εκρηκτική δεκαετία του 1960; Το βιβλίο του Στρατή Μπουρνάζου, προϊόν πρωτότυπης έρευνας, μοιράζεται μαζί μας άγνωστα στοιχεία και πλάθει μια ενδιαφέρουσα αφήγηση, ακόμη κι όταν αυτή αφήνει "κενές γραμμές”. Μια αποκαλυπτική ιστορία χωρίς εύκολα συμπεράσματα που σε κάνει να σκεφτείς πάνω στη "διαπλοκή” πολιτικής και τέχνης και τους τρόπους υποστήριξης της προοδευτικής καλλιτεχνικής σκηνής τότε, αλλά και τώρα.
Ποια ήταν η αφετηρία της έρευνας που οδήγησε στο βιβλίο "Η ιστορία μιας ματαίωσης. Tο CCF και ο Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος στην Ελλάδα, 1950-1967";
Το καλοκαίρι του 2016 έμεινα ένα μήνα στη Βιέννη. Δυο βασικοί τόποι όπου πέρναγα τις μέρες μου ήταν η Εθνική Βιβλιοθήκη και τα καφέ της πόλης (αγαπημένα μου, το Sperl και το Jelenik). Ήξερα για το Congress for Cultural Freedom (CCF), καθώς είχα διαβάσει τη συναρπαστική μελέτη της Francis Saunders, στη Βιέννη όμως έπιασα για πρώτη φορά στα χέρια μου τα περιοδικά του: Der Monat, Forum, Preuves, Encounter, (το γερμανικό, το αυστριακό, το γαλλικό, το αγγλικό). Περιοδικά ιδεών, σπουδαία περιοδικά. Έκανα τότε διατριβή για τον ελληνικό αντικομμουνισμό και μελετούσα τα "κόκκινα τσακάλια", τους "εαμοβούλγαρους", τον Σύνδεσμο Εθνικοφρόνων Ελασιτών (κατασκεύασμα της ΚΥΠ). "Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του", εκεί κάτω από τους μπαρόκ θόλους του παλιού παλατιού των Χόφμπουργκ, όπου στεγάζεται η Βιβλιοθήκη. Κάπως έτσι ένιωσα, καθώς με το CCF ανακάλυπτα έναν αλλιώτικο κόσμο: σκληρούς αντικομμουνιστές που δεν ήταν όμως οι κλασικοί συντηρητικοί δεξιοί, αλλά φιλελεύθεροι, σοσιαλιστές, διανοούμενοι. Καμία σχέση με τον "κύριο Εθνικοφρονίδη" της Ελλάδας του 1950.
Άρχισα λοιπόν να αναζητώ τη δράση του CCF στη χώρα μας. Τα ίχνη του, αν συναντήθηκε με τους δικούς μας αντικομμουνιστές ή τους φιλελεύθερους διανοούμενους. Ξεκίνησε έτσι μια μακρά αναζήτηση σε ελληνικά και κυρίως ξένα αρχεία: στο Παρίσι, το Μόναχο, το Τέξας, το Μέρυλαντ, και, κατεξοχήν, στο Σικάγο.
Τι ήταν τελικά το CCF και πώς επέλεξε η CIA να ιδρύσει έναν ανεξάρτητο οργανισμό για να κερδίσει τη "μάχη για την καρδιά και τον νου" ενάντια στον κομμουνισμό; Πόσο διαφορετική ήταν η CIA της εποχής από αυτό που πιθανόν φανταζόμαστε και πόσο παρενέβαινε στο CCF;
Ήταν το πιο προωθημένο και εκλεπτυσμένο όπλο του δυτικού στρατοπέδου στον πόλεμο των ιδεών και της προπαγάνδας, που μαίνεται στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Τον οργανισμό, που διατηρεί μεγάλο βαθμό αυτονομίας, τον σχεδιάζει το 1950 και τον χρηματοδοτεί μυστικά η CIA. Έχει αριστερό προφίλ και στενές σχέσεις με τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές, ενώ τον στελεχώνουν πρώτης τάξης διανοούμενοι. Το όλον δεν θυμίζει σε τίποτα προπαγάνδα.
Η CIA εκτίμησε –και εκτίμησε σωστά– ότι οι σοσιαλιστές ή προσωπικότητες του κύρους του Καίσλερ, του Αρόν, του Σιλόνε μπορούσαν να πλήξουν πολύ πιο αποτελεσματικά τη Σοβιετική Ένωση από ό,τι οι δεξιοί ή κάποιοι φτηνοί προπαγανδιστές. Να έχουν πολύ ευρύτερη επίδραση και να είναι πιο πειστικοί σε αριστερά ακροατήρια. Μια τέτοια προωθημένη πολιτική, ασφαλώς, απαιτεί διευρυμένους ορίζοντες. H CIA τούς έχει το 1950. Το πορτρέτο των διευθυντικών στελεχών της απέχει πολύ από τη σκοτεινή εικόνα του πράκτορα με τον σηκωμένο γιακά της καπαρντίνας.
Οι σιωπές μάς μιλάνε για πολλά. Για παράδειγμα, στα αρχεία του CCF δεν βρίσκουμε το παραμικρό για τη σχέση του με τη CIA. Όπως δεν θα βρούμε στα στρατιωτικά αρχεία της Μακρονήσου διαταγές του τύπου "Εντέλλεσθε όπως βασανίσετε τους κρατουμένους μέχρι εξοντώσεως".
Είναι Cold Wariors και New Dealers μαζί, απόφοιτοι των πρεστιζάτων πανεπιστημίων της Ivy League -ανάμεσά τους συναντάμε και έναν πρώην διευθυντή του περίφημου MoMA (του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης) της Νέας Υόρκης, Βέβαια, η CIA, παρότι μαζί με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ προωθούν τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, δεν ήταν "το υπουργείο Πολιτισμού της χώρας", όπως είπαν κάποιοι απολογητές της (οι ΗΠΑ, ως γνωστόν, δεν έχουν υπουργείο Πολιτισμού). Την ίδια στιγμή, τα ίδια στελέχη οργανώνουν πραξικοπήματα στο Ιράν και τη Γουατεμάλα.
Η CIA δεν παρενέβαινε στο CCF, επειδή εμπιστευόταν αυτούς που το στελέχωναν. Θεωρούσαν την ΕΣΣΔ το απόλυτο κακό, και γι’ αυτό συμπορεύονταν πλήρως με την πολιτική των ΗΠΑ. Έτσι, η CIA δεν χρειαζόταν να τους υπαγορεύσει τι να πουν.
Με ποιoν τρόπο το CCF στοχεύει στην πολιτιστική ελίτ ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι "Δεν μπορείς να πολεμήσεις τον Καρλ Μαρξ με την Coca-Cola", όπως έλεγε το ηγετικό στέλεχος του CCF Μέλβυν Λάσκυ;
Η Coca-Cola είναι "το πιο αμερικανικό πράγμα σ’ όλη την Αμερική, περιέχει ουσία του καπιταλισμού σε κάθε της μπουκάλι", έλεγε με υπερηφάνεια ο Ρόμπερτ Γούντροφ, πρόεδρος της εταιρείας για πάνω από εξήντα χρόνια (1923-1985). Παίζει τεράστιο ρόλο, όπως και οι χολιγουντιανές ταινίες, για την προβολή των ΗΠΑ και των αμερικανικών αξιών. Δεν αρκούν όμως αυτά. Πρέπει να απευθυνθείς και στις ελίτ, γιατί αυτές διαθέτουν ισχύ και επιρροή, χαράσσουν πολιτική. Οι δυτικοευρωπαϊκές ελίτ είναι επιφυλακτικές έναντι των ΗΠΑ, τις θεωρούν έρημη χώρα για τον πολιτισμό. Η στερεοτυπική τους εικόνα για τον Αμερικάνο είναι ο "καουμπόης" που διαβάζει μίκυ μάους και βλέπει γουέστερν, καταναλώνοντας κουβάδες ποπ κορν και Coca-Cola. Ταυτόχρονα, η κομμουνιστική Αριστερά είναι ισχυρή στους χώρους της διανόησης και της τέχνης στη Δυτική Ευρώπη, και η παρουσία της έχει ενισχυθεί μέσα από την αντιφασιστική αντίσταση του Β΄ Παγκοσμίου.
Το CCF λοιπόν, απευθυνόμενο προγραμματικά στις ελίτ και όχι στις μάζες, θέλει να αναδείξει μια κοινή ευρωπαϊκο-ατλαντική ταυτότητα, να καλλιεργήσει τον δυτικό πολιτισμό και τις αξίες του. Τα περιοδικά του δεν στοχεύουν στις μεγάλες κυκλοφορίες αλλά στη δημιουργία ενός χώρου ιδεών. Και ενδιαφέρονται να συγκροτήσουν πρωτίστως την κοινότητα των συνεργατών, και όχι των αναγνωστών. Όλες οι εκδηλώσεις του CCF έχουν τη σφραγίδα της υψηλής κουλτούρας. Ας δούμε τις πρώτες μεγάλες του εκδηλώσεις. Στο Φεστιβάλ στο Παρίσι (1952) στα πάνελ συζητάνε ο Μαλρώ και ο Φώκνερ, στις εκθέσεις βλέπεις έργα του Ματίς, του Σεζάν, του Σαγκάλ και του Καντίνσκι, στις συναυλίες ακούς έργα του Στραβίνσκι, του Ερίκ Σατί, του Μπέλα Μπάρτοκ, του Ντεμπισί.
Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες της δράσης του CCF στην Ελλάδα; Υπήρξε τελικά ελληνικό CCF;
Η παρουσία του CCF στην Ελλάδα είναι καχεκτική. Το έχει δείξει τεκμηριωμένα η Τζένη Λιαλιούτη, η ιστορικός που πρώτη το μελέτησε. Δεν δημιουργείται ελληνική επιτροπή, δεν υπάρχει πρωτότυπη διανοητική παραγωγή, οι παρεμβάσεις του είναι λιγοστές και σκόρπιες. Ούτε αποκτά σχέση με κάποια σημαντική πολιτική ομάδα –ενώ στη Βρετανία συνδέεται με τους Εργατικούς και στη Δυτική Γερμανία με τους Σοσιαλδημοκράτες. Το αποτύπωμά του στον πολιτικό και διανοητικό χάρτη της χώρας μας είναι αχνό. Ωστόσο υπήρξε. Το ότι μετά το τέλος του, το 1967, είναι αόρατο δεν οφείλεται μόνο, και δεν οφείλεται κυρίως, στη μικρή του δράση. Οφείλεται σε μια "συνωμοσία σιωπής": όσοι συνεργάστηκαν μαζί του αποσιωπούν επιμελώς τη σχέση αυτή. Γιατί; Είναι απλό. Το 1967 αποκαλύπτεται ότι το CCF το σχεδίασε και το χρηματοδοτούσε κρυφά η CIA. Ποιος θα τολμούσε, τότε ή αργότερα, στο κλίμα του σφοδρού αντιαμερικανισμού, των καταγγελιών για την "αμερικανοκίνητη χούντα", να μιλήσει για τη σχέση του με το CCF; Θα θεωρούνταν κατευθείαν πράκτορας. Μάλιστα, οι περισσότεροι από αυτούς είχαν πάρει θέση, περισσότερο ή λιγότερο ενεργά, εναντίον της δικτατορίας. Δεν είναι εύκολο να τους μεμφθούμε: η σιωπή μοιάζει στοιχειώδης πράξη αυτοπροστασίας.
Πόσο δύσκολο ήταν να βρεις σχετικά αρχεία για την έρευνά σου. Ποια είναι η σημασία των "κενών γραμμών" που συνάντησες;
Χρειάστηκε επίμονη αναζήτηση. Έβρισκα μόνο ψίχουλα στα ελληνικά αρχεία, για τον λόγο που είπα αμέσως παραπάνω. Υπάρχουν πλούσια αρχεία για το CCF, αλλά βρίσκονται διάσπαρτα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, και οι αναφορές τους στην Ελλάδα είναι περιορισμένες. Η μεγάλη φλέβα ήταν η Βιβλιοθήκη Regenstein του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Εκεί βρίσκεται το κεντρικό Αρχείο του CCF, αρχείο αναφοράς για κάθε σχετική μελέτη. Περιέχει αρκετό υλικό για την Ελλάδα, και αποτέλεσε τη βάση: χωρίς αυτό, το βιβλίο δεν θα είχε γραφτεί.
Τα κενά, που ρωτάς, έχουν σημασία. Οι σιωπές μάς μιλάνε για πολλά. Σε οδηγούν να ψάξεις, να αναρωτηθείς να καταλάβεις. Δύο παραδείγματα.
Παράδειγμα πρώτο. Στα αρχεία του CCF δεν βρίσκουμε το παραμικρό για τη σχέση του με τη CIA. Στα αρχεία της CIA υπάρχουν σοβαρά τεκμήρια, αλλά δεν ξέρουμε ακριβώς τι: οι σχετικοί φάκελοι παραμένουν κλειστοί. Είναι από τα ζητήματα για τα οποία τα αρχεία δεν ανοίγουν. Ή, για να πάμε στον πυρήνα, τέτοια θέματα δεν αποτυπώνονται καθόλου στα αρχεία. Όπως δεν θα βρούμε στα στρατιωτικά αρχεία της Μακρονήσου διαταγές του τύπου "Εντέλλεσθε όπως βασανίσετε τους κρατουμένους μέχρι εξοντώσεως".
Παράδειγμα δεύτερο. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις ψάχνοντας για την Ελλάδα, στη μεταπολεμική Ευρώπη, πέφτεις πάνω στον Κρις Γουντχάουζ: επικεφαλής των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα τα χρόνια της Κατοχής, υψηλόβαθμο στέλεχος των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, διευθυντής του think tank Chatham House, πανεπιστημιακός, βουλευτής των Συντηρητικών και άλλα πολλά. Έχει άμεση συνεργασία με το CCF για το βρετανικό περιοδικό του, ωστόσο στους φακέλους που αφορούν την Ελλάδα, στο Αρχείο του Σικάγου, συναντάμε μία μόνο, εντελώς ασήμαντη μνεία. Και όμως, μοιάζει αδύνατον τα στελέχη του CCF να μην τον συμβουλεύτηκαν για τα ελληνικά πράγματα. Κατά πάσα βεβαιότητα, η απουσία του από τις πηγές μας δεν αντιστοιχεί σε έλλειψη επαφής, αλλά υποδεικνύει τυφλά σημεία τους.
Με ποιους διανοούμενους συνομίλησε το CCF στην Ελλάδα; Υπήρξε εδώ (δυνάμει) αντικομμουνιστική Αριστερά;
Δεν υπήρξε άξια λόγου αντικομμουνιστική Αριστερά. Καμία σχέση με την Ευρώπη, όπου λ.χ. ο ηγέτης των Βρετανών Εργατικών, Χιου Γκέιτσκελ, λέει ότι οι σοσιαλδημοκράτες, στους οποίους εντάσσει και τον εαυτό του, είναι "the bitterest enemies of communism". Εδώ οι ομάδες της Μη Κομμουνιστικής Αριστεράς ήταν μικρές και, κάτι ακόμα πιο σημαντικό, φιλοκομμουνιστικές: συνεργάζονταν με την ΕΔΑ στα συνδικάτα, στις δημοτικές και τις βουλευτικές εκλογές. Οι επιφανέστεροι "σοσιαλιστές αντικομμουνιστές", όπως ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου και ο Βύρων Σταματόπουλος, γρήγορα έγιναν αποκλειστικά αντικομμουνιστές, καταλήγοντας υπουργοί της χούντας – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Οι λόγοι γι’ αυτή την ελληνική ιδιαιτερότητα ανάγονται στην Αντίσταση κατά των ναζί, όπου το ΚΚΕ γιγαντώνεται, αποκτά ηγετικό ρόλο και αναδεικνύεται σε πατριωτική δύναμη. Στην πολιτική και κοινωνική κοσμογονία που συντελείται μέσα στο αντιστασιακό κίνημα υφαίνονται στενοί δεσμοί σοσιαλιστών και κομμουνιστών, που διατηρούνται ισχυροί τα επόμενα χρόνια. Συντελεί σε αυτό και το "κράτος των εθνικοφρόνων", που αντιμετωπίζει ως εχθρούς συλλήβδην σοσιαλιστές και κομμουνιστές, ταυτίζοντάς τους.
Στη χώρα μας υπάρχουν οι πόροι, υπάρχει πλούσια πνευματική ζωή, υπάρχει δυναμική φιλελεύθερη διανόηση, και όμως το CCF κάνει μια τρύπα στο νερό. Γιατί; Επειδή αντιμετωπίζει δομικό πρόβλημα και με τις τρεις ομάδες στις οποίες απευθύνεται.
Όσον αφορά τους Έλληνες διανοούμενους, το CCF συνομίλησε με πολλούς. Με διαφορετικές ταχύτητες, με τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Πέτρο Χάρη, τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη, τον Άγγελο Τερζάκη, τον Λέοντα Καραπαναγιώτη και τον Χρήστο Λαμπράκη. Ωστόσο, δεν αποκαθιστά μόνιμη σχέση με κανέναν. Η συνάντηση είναι άγονη. Γι’ αυτό ονόμασα το βιβλίο Ιστορία μιας ματαίωσης…
Σε τι συνίσταται η ματαίωση του τίτλου; Τι αποκαλύπτει για τη θέση της Ελλάδας και του πολιτισμού της η περιορισμένη τελικά δράση του CCF εδώ;
Η λέξη "ματαίωση" θεωρώ ότι αποτελεί κλειδί, που μας ανοίγει ερμηνευτικά την ιστορία του ελληνικού CCF. Στη χώρα μας υπάρχουν οι πόροι, υπάρχει πλούσια πνευματική ζωή, υπάρχει δυναμική φιλελεύθερη διανόηση, και όμως το CCF κάνει μια τρύπα στο νερό. Γιατί; Επειδή αντιμετωπίζει δομικό πρόβλημα και με τις τρεις ομάδες στις οποίες απευθύνεται. Η Μη Κομμουνιστική Αριστερά, όπως είπα, είναι μικρή και φιλοκομμουνιστική. Οι φιλελεύθεροι πολιτικοί και διανοούμενοι, όσο προχωράει η δεκαετία του 1950 και ιδίως τη δεκαετία του 1960, έρχονται σε ρήξη με τη Δεξιά, ενώ συμμαχούν με τους (φιλο)κομμουνιστές. Οι συντηρητικοί, τέλος, πολλά χρόνια μετά τον Εμφύλιο, συνεχίζουν να μιλάνε για τα "κονσερβοκούτια". Ο πιο προωθημένος θεωρητικός τους, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, θεμελιώνει τον αντικομμουνισμό του σε ένα είδος πολιτισμικού ρατσισμού. Γι’ αυτούς το CCF, βαθιά φιλελεύθερο, που εμπνέεται από την Άρεντ, τον Πόπερ, τον Αρόν είναι κάτι εντελώς ξένο. Ο ισχυρός αντικομμουνισμός του δεν αρκεί για να γεφυρώσει το χάσμα.
Η ματαίωση μας αποκαλύπτει πολλά. Καταρχάς ότι η κυρίαρχη ελληνοχριστιανική ιδεολογία και πολιτισμός, ο λόγος και οι επίσημες πολιτισμικές εκφράσεις του "κράτους των εθνικοφρόνων" δεν μπορούν να συνομιλήσουν ουσιαστικά με τα εκσυγχρονιστικά εγχειρήματα της εποχής. Ακόμα πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι με το CCF δεν συναντιούνται ούτε οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι και οι πρωτοποριακές εκφράσεις. Το 1958, τις ίδιες ακριβώς μέρες που γίνεται στη Ρόδο το συνέδριο του CCF για τη δημοκρατία και την ανάπτυξη, ιδρύεται το Βασιλικόν Ίδρυμα Ερευνών. Και την επόμενη χρονιά, το Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Όμως ο Λεωνίδας Ζέρβας, ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου, ο Κ. Θ Δημαράς, ο Ιωάννης Περιστιάνης, ηγετικές μορφές των δύο παραπάνω ιδρυμάτων, δεν συνομιλούν με το CCF. Το CCF αδιαφορεί για τις τοπικές πραγματικότητες, ενώ ο επίσημος Έλληνας εκπρόσωπός του Μανώλης Κόρακας προωθεί έναν στενοκέφαλο αντικομμουνισμό, με τον οποίο δεν μπορούν να συνδεθούν οι παραπάνω. Άλλωστε, ποια φερεγγυότητα μπορεί να έχει ένας οργανισμός που ομνύει στην ελευθερία του πνεύματος, αλλά στην Ελλάδα περιορίζεται να ξιφουλκεί κατά του σοβιετικού ολοκληρωτισμού, ενώ δεν λέει κουβέντα για τις πολιτικές διώξεις και τη λογοκρισία στα χρόνια της "καχεκτικής δημοκρατίας";
Ποιος ήταν ο ρόλος του Μάνου Παυλίδη και του "Δεσμού" ως προς την προώθηση της πολιτικής του CCF στην Ελλάδα; Με το δεδομένο ότι ο "Δεσμός" ως χώρος τέχνης μεταγενέστερα, για όσες παρακολουθούμε τα εικαστικά, είναι ταυτισμένος με την εγχώρια πρωτοπορία της εποχής και καλλιτέχνες που μέσω του έργου τους είχαν προοδευτική πολιτική στάση, το να έρχονται στο φως στοιχεία ίσως αυτά που διαβάζουμε στο βιβλίο σου προσθέτει νέα δεδομένα στην αφήγηση. Σε ποιο βαθμό κατά την έρευνα σου είδες διαφορετικά γεγονότα και πρόσωπα που "γνώριζες";
Τον "Δεσμό" τον ξέρουμε κυρίως ως γκαλερί. Ιδρύεται το 1971, μέσα στο αντιδικτατορικό κλίμα που ανθεί στους χώρους των γραμμάτων και των τεχνών, και ταυτίζεται, όπως είπες, με την πρωτοπορία. Το 1957 όμως ο Παυλίδης έχει ιδρύσει μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων και διαφήμισης με το ίδιο όνομα: "Δεσμός". Εκείνη την εποχή, οι διαδρομές των ανθρώπων του τουρισμού, των εικαστικών καλλιτεχνών και των διαφημιστών είναι πολύ κοντινές, τέμνονται --μπορούμε να το σκεφτούμε μέσα από το παράδειγμα της αφίσας. Ο "Δεσμός" αναλαμβάνει το 1958 ένα σημαντικό κομμάτι της προβολής του CCF στην Ελλάδα, με αξιόλογα αποτελέσματα. Είναι η πιο επαγγελματική φάση του οργανισμού στη χώρα, διαρκεί όμως μόλις ένα χρόνο. Σταματάει απότομα, με απόφαση των κεντρικών του CCF. Δεν ξέρουμε γιατί. Η πιο πειστική υπόθεση είναι λόγω του ανταγωνισμού του εκπροσώπου του CCF, Μανώλη Κόρακα.
Μέσα από το Αρχείο του CCF παρακολουθώ τα χρόνια της διαμόρφωσης του Παυλίδη, το δίκτυο των επαφών. Το 1945, οπότε επιστρέφει από την Αίγυπτο (όπου δούλεψε για τη Ford και τον Βρετανικό Στρατό) είναι 24 χρονών. Μέσα σε λίγα χρόνια εξελίσσεται στον "πατέρα των δημοσίων σχέσεων" της χώρας μας. Σε έναν δυναμικό τεχνοκράτη, εκσυγχρονιστή, με ισχυρή επαγγελματική παρουσία στην Ελλάδα και την Ευρώπη, με στενές σχέσεις με τoν ξένο παράγοντα.
Μέσα από την έρευνα έμαθα πολλά για πολλούς, όψεις που αγνοούσα ή ήταν υποφωτισμένες. Έτσι, διαβάζοντας το υπόμνημα που στέλνει ο Λαμπράκης στο CCF, όταν σχεδιάζει το περιοδικό Εποχές, καταλαβαίνουμε το σχέδιό του για τη δημιουργία μιας νέας πολιτισμικής ελίτ, τη διαμόρφωση της ατζέντας στον χώρο των ιδεών. Είναι ένα σχέδιο που παραμένει ενεργό μέχρι το τέλος της ζωής του – εδώ εντάσσεται και το Μέγαρο Μουσικής.
Γιατί το περιοδικό Εποχές κατέχει ξεχωριστή θέση στην αφήγηση και πώς αποτιμάται η σημασία του σε σχέση με την ιδεολογική αποστολή του CCF;
Επειδή είναι ένα σπουδαίο περιοδικό, το σημαντικότερο, μαζί με την Επιθεώρηση Τέχνης, μεταπολεμικό περιοδικών ιδεών. Είναι ένα περιοδικό ευρωπαϊκό, θα μπορούσε κάλλιστα να εκδίδεται στο Παρίσι ή το Λονδίνο. Και πρωτοπόρο. Σκέψου τι σημαίνει για την Ελλάδα του 1960 ότι έχει άρθρα του Ντεριντά και της Άρεντ, κείμενα για τη γενετική και την κβαντομηχανική ή ανθολογία κειμένων του Μαρξ (και την όψη του στο εξώφυλλο).
Η σχέση με τις Εποχές είναι η πιο πολλά υποσχόμενη απόπειρα του CCF στην Ελλάδα: οι άνθρωποι τους (ο Κ.Θ. Δημαράς, ο Θεοτοκάς, ο Καραπαναγιώτης, ο Λαμπράκης, ο Σεφέρης, ο Κωστής Σκαλιόρας, ο Άγγελος Τερζάκης) κινούνται σε πολύ παρόμοιο μήκος κύματος: φιλελεύθεροι, δημοκράτες, πρώτης τάξης διανοούμενοι, ευρωπαϊστές και Ευρωπαίοι. Αυτοί είναι οι ομόλογοι του CCF στην χώρα. Και όμως η σχέση δεν προχώρησε, έμεινε καθηλωμένη. Γιατί; Ερευνώντας, βρίσκω δύο "αγκάθια". Πρώτον, οι Εποχές θέλουν να έχουν τη δική τους φυσιογνωμία, δεν αναδημοσιεύουν κατά κόρον άρθρα από τα περιοδικά του CCF, όπως επιδιώκει έντονα το τελευταίο. Δεύτερον, περιλαμβάνουν τους κομμουνιστές διανοούμενους και λογοτέχνες, που γράφουν στο περιοδικό, το οποίο επίσης παρουσιάζει την παραγωγή τους. Δεν το κάνουν από κάποια ιδεολογική συμπάθεια. Το κάνουν επειδή καταλαβαίνουν ότι ένα δυναμικό φιλελεύθερο προοδευτικό εγχείρημα, όπως οι Εποχές, δεν μπορεί πλέον να αποκλείει την Αριστερά. Βρισκόμαστε την εποχή της πολιτιστικής άνθησης του ’60, με πολύ έντονη την παρουσία της Αριστεράς στον πολιτισμό και τη νεολαία. Οι Εποχές λοιπόν επιλέγουν να συνυπάρξουν και να διαλεχθούν με τους αριστερούς, τους αναγνωρίζουν ως συμπαίκτες, συγκρουόμενες αλλά και συμμαχώντας μαζί τους κατά των "εθνικοφρόνων" δεξιών. Στόχος είναι η κατάκτηση της ηγεμονίας στον χώρο των ιδεών και του πολιτισμού.
Με ποιον τρόπο επηρέασε η αποκάλυψη του "σκανδάλου του CCF";
Με μία λέξη: κατέρρευσε. Κατέρρευσε εν μια νυκτί, το 1967, όταν αποκαλύφθηκε η μυστική σχέση του με τη CIA. Πώς θα μπορούσε μετά από μια τέτοια αποκάλυψη να αντέξει ένας οργανισμός που είχε ως σημαία την ελευθερία του πνεύματος, που ξιφουλκούσε εναντίον των ολοκληρωτικών καθεστώτων και της χειραγώγησης που ασκούσαν; Και μάλιστα όταν οι αποκαλύψεις γίνονται και από μέινστριμ μέσα όπως οι Νew York Times ή το CBS;
Δεν είναι όμως μονάχα αυτό. Πρέπει να δούμε τη συγκυρία. Ήδη από τη δεκαετία του 1950, οι σχέσεις του CCF με την κυβέρνηση των ΗΠΑ και τη CIA κυκλοφορούν ευρέως ως φήμη, αποτελούν περίπου κοινό μυστικό. Ωστόσο αυτό δεν απασχολεί τους διανοούμενους, τους δημοσιογράφους και την κοινή γνώμη της Δύσης –εκτός των κομμουνιστών, βέβαια. Και δεν τους απασχολεί γιατί τότε, στο πλαίσιο του υπέρτατου αγώνα ενάντια στην "Αυτοκρατορία του Κακού", τη Σοβιετική Ένωση, ευθυγραμμίζονται με τις ΗΠΑ. Το 1966-1967 όμως η συναίνεση αυτή έχει διαρραγεί. Καταλυτικό ρόλο σ’ αυτό παίζει ο πόλεμος του Βιετνάμ. Έτσι, η στήριξη της CIA στο CCF, που το 1950 έμοιαζε θεμιτή, ακόμα και αυτονόητη, τώρα φαντάζει σκανδαλώδης.
Κοιτώντας πίσω τελικά αυτή η "διαπλοκή" πολιτικής και τέχνης, καλλιέργειας του αντικομμουνισμού και υποστήριξης προοδευτικών ιδεών, πόσο επιτυχημένη υπήρξε και τι μπορεί να μας πει για το σήμερα και τους τωρινούς τρόπους υποστήριξης της "ανεξάρτητης" καλλιτεχνικής σκηνής;
Το CCF γνωρίζει μεγάλες επιτυχίες τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Δρα σε 48 χώρες, σε όλο τον πλανήτη, ενώ μέσα από τα συνέδρια, τις εκθέσεις και τα έντυπά του βρίσκεται στην πρωτοπορία της σκέψης και του πολιτισμού. Τρία είναι τα συστατικά στοιχεία του μοντέλου της επιτυχίας. Πρώτον, ότι δημιουργεί ένα κοινό πολιτικό και πολιτισμικό πεδίο, στο οποίο μετέχουν πολλά διαφορετικά υποκείμενα: σοσιαλιστές ηγέτες, πρώην αριστεροί, αντισταλινικοί διανοούμενοι, φιλελεύθεροι, καλλιτέχνες, με έναν κοινό στόχο: την αντιπαράθεση στην ΕΣΣΔ και τον ολοκληρωτισμό. Δεύτερον, η ελευθερία δράσης που απολαμβάνουν οι παραπάνω εντός αυτού του πεδίου. Όπως είπα και παραπάνω, η CIA δεν παρεμβαίνει σε ό,τι κάνουν. Τους εμπιστεύεται. Τρίτον, τα χρήματα. Όχι ως μέσον εκμαυλισμού, αλλά ως εργαλείο δράσης, ένας γιγάντιος τηλεβόας με τον οποίο οι μετέχοντες στο CCF μπορούσαν να διαδώσουν τις ιδέες τους σε όλο τον πλανήτη.
Η μελέτη του μοντέλου μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμη και για το σήμερα. Όχι για να βρούμε άμεσες αναλογίες, αλλά για να δούμε σύνθετους και εκλεπτυσμένους τρόπους επίδρασης. Η Frances Saunders επιγράφει τη μελέτη της, έργο αναφοράς για τo CCF, Who paid the piper? , σε ελεύθερη μετάφραση, "εκείνος που πληρώνει τον οργανοπαίκτη, καθορίζει και τη μελωδία". Αν συμφωνούμε, το κομβικό είναι να βρούμε με ποιους ακριβώς τρόπους γίνεται αυτό. Και το πιο ενδιαφέρον δεν είναι η άμεση παρέμβαση, η λογοκρισία που ασφαλώς υπάρχουν (ο στιγματισμός ως "αντισημιτικής" συλλήβδην κάθε κριτικής στην ισραηλινή κυβέρνηση είναι το πιο προφανές πρόσφατο παράδειγμα). Το πιο ενδιαφέρον και δύσκολο είναι οι έμμεσοι και πιο εκλεπτυσμένοι τρόποι. Η αυτολογοκρισία λ.χ. Ή τα χρήματα ως εργαλείο, όχι εξαγοράς, αλλά για να ενισχυθούν κάποιες φωνές, ενώ άλλες δεν θα ακούγονται. Αυτό μπορεί να έχει βαθιά αποτελέσματα: όταν ξέρεις ότι κάποιες κατευθύνσεις θα χρηματοδοτηθούν και κάποιες άλλες όχι, θα στραφείς στις πρώτες. Το έχουμε δει και στον τομέα της έρευνας. Το να αναζητάς αγωνιωδώς πρότζεκτ, σταθμίζοντας ως βασικό κριτήριο της θεματολογίας σου τη χρηματοδότηση, οδηγεί σε στρεβλώσεις και ταυτόχρονα είναι εξουθενωτικό για τον δημιουργό. Αυτό, υπόρρητα αλλά ουσιωδώς, μακροπρόθεσμα μεταμορφώνει και απονευρώνει το τοπίο.