Στην Απελευθέρωση, ο παππούς μου ήταν τριάντα πέντε χρονών. Η γιαγιά, είκοσι πέντε. Ο πατέρας μου, δύο. Εγώ γεννήθηκα τριάντα χρόνια αργότερα, ακριβώς στη Μεταπολίτευση. Όσοι έζησαν την Απελευθέρωση, δεν ζουν πια. Κι εμείς που ζούμε, δεν ζήσαμε την Απελευθέρωση.
Χθες, που έβλεπα ειδήσεις στην τηλεόραση, μια κοπέλα από τον Λίβανο έκλαιγε μπροστά στην κάμερα. Ο ισραηλινός στρατός είχε βομβαρδίσει τη γειτονιά της. Άκουγε εκρήξεις όλη νύχτα. Τώρα πρέπει να φύγει από τη χώρα. Πίσω της, οι δρόμοι θύμιζαν Αθήνα. Και η κοπέλα ήταν σαν μία από τις κοπέλες που συναντάς εδώ.
Άραγε, έχει εραστή; Θ’ αναγκαστεί να τον αφήσει; Πώς επιζεί ο έρωτας στα χρόνια του πολέμου; Εδώ δεν επιζεί σε καιρούς ειρήνης. Αυτή την αφελή σκέψη έκανα και μετά έκλεισα την τηλεόραση.
Τον τελευταίο καιρό, γράφω με ενοχή. Γράφω για βιβλία, σινεμά, μουσική και νιώθω ενοχή, επειδή, την ίδια ώρα, τεράστιοι κρατήρες από πυραύλους σχηματίζονται κάτω απ’ το λάπτοπ μου. Μήπως έπρεπε να γράφω για πολιτική και οικονομία; Μήπως πρέπει να πάω στην πρώτη γραμμή, να γράψω φορώντας κράνος; Ίσως.
Μερικές φορές πρέπει να σταματάς το γράψιμο. Αλλά συνεχίζεις να γράφεις. Γιατί ζεις από το γράψιμο. Που είναι προνομιούχα προβληματικό.
"Ο συγγραφέας, όταν ήταν νέος, ένιωθε κάποια ενοχή όταν έγραφε. Δεν ήξερε το γιατί. Το να γράφει ήταν ό,τι επιθυμούσε περισσότερο στον κόσμο. Κι όμως, ένιωθε ένοχος. Οι ώρες που έγραφε του φαινόντουσαν ώρες κλεμμένες. Γέρος πια, γράφει αργά αργά. Έχει γίνει φοβερά υπομονετικός".
Να τι βρήκα, ξεχασμένο στο "Εναλλακτικό βιβλιοπωλείο" της Θεμιστοκλέους. Όλοι διψάνε για νέες εκδόσεις. Αλλά, για μένα, αυτό το εξαντλημένο μικρό μυθιστόρημα της Ναταλία Γκίνσμπουργκ ήταν ό,τι χρειαζόμουν.
Εκδόθηκε πριν από σαράντα χρόνια από τον Καστανιώτη. Το ’84. Σαράντα χρόνια μετά την Απελευθέρωση. Δεύτερη ηλίθια σκέψη του άρθρου.
Η Γκίνσμπουργκ είχε γεννηθεί σε οικογένεια αντιφασιστών. Στον πόλεμο, κρύφτηκε με τον άντρα της σ’ ένα χωριό. Μετά το τέλος του πολέμου, πήγανε στη Ρώμη. Ζήσανε δέκα ευτυχισμένες μέρες. Ύστερα, η αστυνομία συνέλαβε τον άντρα της. Πέθανε στη φυλακή: "Δεν τον ξανάδα ποτέ". Τι φριχτή φράση. Θυμήθηκα τη Λιβανέζα.
Στον παππού μου άρεσε να αφηγείται πώς είχε βρεθεί στο λόγο του Γεωργίου Παπανδρέου που εκφώνησε στις 18 Οκτώβρη του ’44, λίγες μέρες μετά την Απελευθέρωση της Αθήνας.
Κατέβηκε από την οδό Σίνα, όπου ζούσαν τότε, έχοντας αγκαλιά τον πατέρα μου, και στριμώχτηκε στο πλήθος προκειμένου να πλησιάσει όσο πιο κοντά στο κτίριο, εκεί που τώρα στεγάζεται το Public. Ποτέ δεν τον πίστεψα. Αποκλείεται η γιαγιά μου να άφηνε τον πρωτότοκό της στα χέρια του παππού.
Ακούω τη φωνή του Παπανδρέου σ’ ένα δίλεπτο ηχητικό απόσπασμα στο YouTube. Πρόκειται για την εισαγωγή της ομιλίας. Μοιάζει με τη φωνή ενός φαντάσματος που μιλάει μέσα από ένα ραδιόφωνο, γεμάτο παρεμβολές, που κάποιος έχει αφήσει ανοιχτό σ’ ένα άδειο σπίτι, δεκαετίες τώρα.
"Λαέ των Αθηνών", "την περιφρόνησιν του θανάτου", "ο μύθος της καθολικής αντιστάσεως", "τόσης ακλονήτου αισιοδοξίας". Σκόρπιες λέξεις που δεν οδήγησαν πουθενά. Ακούω το ντοκουμέντο στο ριπίτ. Μέχρι που οι λέξεις γίνονται λευκός θόρυβος.
Αλήθεια, ποιος έχει όρεξη για εορτασμούς; Πόσο τους έχουμε ανάγκη; Και, άραγε, πόσο μας αφορούν αυτού του τύπου οι εορτασμοί; Πόσο μας περιλαμβάνουν; Και τι σημασία έχει αν είναι πενήντα ή πενήντα ένα χρόνια από τη Μεταπολίτευση, ογδόντα ή εβδομήντα εννιά χρόνια από την Απελευθέρωση;
Λες και κάποιος επιμένει να φρεσκάρει τη μνήμη μας για κάτι που, ούτως ή άλλως, έχει μπει στο αίμα μας σαν ιός, ενώ δίπλα μας μαίνεται μια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά για την οποία εξακολουθούμε ν’ αδιαφορούμε.
Πέφτω πάνω σε άρθρα απολογισμού, πηγαίνω σε επετειακές εκθέσεις (αν και προτιμώ να τις αποφεύγω), μαθαίνω για συζητήσεις σε "στρογγυλά τραπέζια", κάτι θα δείχνει και η τηλεόραση.
Λες και κάποιος επιμένει να φρεσκάρει τη μνήμη μας για κάτι που, ούτως ή άλλως, έχει μπει στο αίμα μας σαν ιός, ενώ δίπλα μας μαίνεται μια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά για την οποία εξακολουθούμε ν’ αδιαφορούμε. Πριν λίγο διάβαζα στην εφημερίδα πως οι μεγαλύτεροι οργανισμοί στην Αμερική προσέφεραν εκατομμύρια δολάρια για μια νέα εφαρμογή στο κινητό. Τι εποχή αντιφάσεων. Ή ο κόσμος είναι τρελός (τρίτη αφέλεια του άρθρου).
Ανοίγω την μπαλκονόπορτα και βλέπω ένα αμάξι να διασχίζει τη Μιχαλακοπούλου χωρίς να σταματήσει. Για έναν ανεξήγητο λόγο, θα ήθελα να σταματήσει. Δεν ξέρω γιατί. Λες και θέλω να σταματήσει ο χρόνος. Αλλά ο χρόνος δεν σταματά. Είναι καιρός να γιορτάσουμε, καιρός να χαθούμε: "Δεν σε ξανάδα ποτέ".