Συγκεντρώσαμε και σας παρουσιάζουμε παρακάτω τέσσερις επιλογές μας από τα βιβλία των εκδόσεων Καστανιώτη που αναμένουμε προσεχώς καθώς είναι υπό έκδοση.
Δεν μου ανήκω - Μαχμούντ Νταρουίς
Ανθολογία ποιημάτων του μεγάλου Παλαιστίνιου ποιητή σε μετάφραση Αγγελικής Σιγούρου.
Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε - Παύλος Παυλίδης
Ένα απόσπασμα από την ποιητική συλλογή του μουσικού:
Στα δέντρα που είχαν λέξεις έβαλα πουλιά
Λες και θα σιωπούσαν κάποτε
Στα ποτάμια που κυλούσαν νοήματα έβαλα νερά
Λες και θα στερεύαν κάποτε
Τα κατέστρεψα
Και ησύχασα
Από τότε η ζωή είναι τόσο καλή και δίκαιη μαζί μου
Βλέπω ένα κορίτσι ν’ ακουμπάει ένα ποδήλατο
Σ’ ένα δέντρο δίπλα στην όχθη ενός ποταμού
Ακούω τα πουλιά και δεν καταλαβαίνω λέξη
Κορνιζωμένοι - Ιωάννα Καρυστιάνη
Τυχερή, αντί Κρανιά, έτσι λέγανε την πόλη μερικοί πιο παλιοί και πολύ δίκαιος ο τίτλος, ούτε μία ανθρωποκτονία εδώ και δεκαετίες, οι κτηματικές διαφορές και τα συζυγικά κερατώματα δεν είχαν οδηγήσει ντόπιους σε ακραίες συμπεριφορές, η τοπική Αστυνομία ασχολιόταν με παραβίαση ωρών κοινής ησυχίας, παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, διαρρήξεις, εξυβρίσεις και φασαρίες για τα ποδόσφαιρα και τα κομματικά.
Με τον καιρό ο Στέλιος Σπούγιας είχε προσχωρήσει στο πνεύμα της πλειοψηφίας των ντόπιων, που θεωρούσαν πως τα δύο πιο χρήσιμα ρήματα στη ζωή είναι τα βολεύομαι, ξεβολεύομαι. Κάνα δυο φορές, μετά που η Χιονία του τα φόρεσε με τον επιστήμονα και του ζήτησε διαζύγιο, είχε σκεφτεί να σηκωθεί να φύγει σαν κύριος, γιατί όχι στην Αυστραλία, τόσο μακρινή σαν μία περίπτωση Άλλου Κόσμου. Υπήρχε ο μικρός όμως, ο μοναχογιός του, ο Χρόνης του. Δεν το έσκασε λοιπόν, έμεινε στις κορνίζες, παραφουσκώνοντας το νόημα του μαγαζιού και το ειδικό βάρος των σχέσεων με την ποικιλία των πελατών.
Κάποια πρωινά άνοιγε το παράθυρο, κοιτούσε ψηλά και τα έριχνε στον παραλήπτη, ουρανέ της Κρανιάς, φουκαρά μου κι εσύ, τι έχεις αποκαλύψει φωτεινός, τι έχεις κουκουλώσει σκοτεινός. Μετά απευθυνόταν και στον εαυτό του, ρε μαλάκα Στέλιο, δεν πας να δεις αν έρχομαι;
Εμπούσιον - Όλγκα Τοκάρτσουκ (νομπελίστρια λογοτεχνίας)
Σεπτέμβριος του 1913, σανατόριο Γκέρμπερσντορφ, Κάτω Σιλεσία (σημερινό Σοκολόφσκο στην Πολωνία). Στους πρόποδες των βουνών, λειτουργεί ένα από πρώτα στον κόσμο και διάσημο σε όλη την Ευρώπη σανατόριο για τη θεραπεία ασθενειών "θώρακος και τραχήλου". Ο Βόινιτς, ένας φοιτητής, πηγαίνει εκεί με την ελπίδα πως οι καινοτόμες ιατρικές μέθοδοι και ο καθαρός αέρας θα τον βοηθήσουν. Πλην όμως, η φυματίωση με την οποία διαγνώστηκε δεν αφήνει περιθώρια για ψευδαισθήσεις. Στην Πανσιόν για Κυρίους ο Βόινιτς θα συναναστραφεί και άλλους θεραπευόμενους, ασθενείς από τη Βιέννη, το Κένινγκσμπεργκ, το Μπρέσλαου, το Βερολίνο. Πίνουν ένα χειροποίητο λικέρ και συζητούν ακούραστα για τα σημαντικότερα ζητήματα της εποχής. Έρχεται πόλεμος; Μοναρχία ή δημοκρατία; Υπάρχουν δαίμονες; Όταν αφοσιώνεσαι σε ένα ανάγνωσμα, μπορείς να αναγνωρίσεις από τι χέρι είναι γραμμένο: ανδρικό ή γυναικείο; Τη ρουτίνα ταράζει ένας ξαφνικός θάνατος. Στα αυτιά του Βόινιτς φτάνουν τρομακτικές, μυστηριώδεις και σαγηνευτικές ιστορίες, δίχως ο ίδιος να αντιλαμβάνεται ότι σκοτεινές δυνάμεις τον έχουν βάλει στο μάτι. Στο Εμπούσιον η Όλγκα Τοκάρτσουκ αποκαλύπτει αλήθειες για τον κόσμο, τις οποίες είτε δεν παρατηρούμε είτε με κάθε τίμημα αρνούμαστε να παραδεχτούμε.