Ο Νίκος Ασλάνογλου (1931-1996, το ψευδώνυμο Αλέξης διάλεξε στα εφηβικά του χρόνια από τον ομώνυμο ήρωα του Ντοστογιέφσκι στο έργο του "Ταπεινοί και καταφρονεμένοι") γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Τέλειωσε το πειραματικό σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1949), όπου στη συνέχεια σπούδασε γαλλική φιλολογία. Γύρω στο 1950 (μετά το θάνατο του πατέρα του) ανέλαβε συνδιευθυντής (μαζί με το γαμπρό του Βασίλη Φράγκο) στην εριουργία Μάκερ, που χρεοκόπησε λίγο αργότερα. Στη συνέχεια έφυγε στη Γαλλία και την Αίγυπτο και συνέχισε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια Καΐρου και Αιξ αν Προβάνς.
Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ως καθηγητής σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών, ως επιστημονικός συνεργάτης στην Αρχιτεκτονική Σχολή Θεσσαλονίκης και μετά το 1980, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ως επιμελητής και λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Ευσταθιάδη. Το 1951 ίδρυσε από κοινού με τον Κ.Κατσανό το περιοδικό "Σκέψη", που κυκλοφόρησε ένα μόνο τεύχος, στο οποίο ο Ασλάνογλου δημοσίευσε το πρώτο του δοκίμιο, με τίτλο Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Γιώργου Θέμελη. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με την πολυγραφημένη έκδοση του έμμετρου θεατρικού μονοπράκτου έργου Θάλασσα και συγχρονισμός, απόσπασμα του οποίου δημοσίευσε το 1953 στις σελίδες του φοιτητικού περιοδικού "Πυρσός". Στο ίδιο περιοδικό υπήρξε επίσης μέλος της συντακτικής επιτροπής (1953-1955) και δημοσίευσε οχτώ ακόμη ποιήματα. Βασικό στέλεχος του περιοδικού του Ντίνου Χριστιανόπουλου "Διαγώνιος" (1958-1962), συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά "Διάλογος", "Καινούρια Εποχή", "Ευθύνη", "Ausblicke" και τις εφημερίδες "Δράσις" και "Ναυτεμπορική". Πέθανε στην Αθήνα.
Η ποίηση του Ασλάνογλου δέχτηκε επιδράσεις από τα καλλιτεχνικά ρεύματα του νεοσυμβολισμού και του υπαρξισμού. Οι ποιητικές του συλλογές: Δύσκολος θάνατος, Ο θάνατος του Μύρωνα, Ποιήματα για ένα καλοκαίρι, Νοσοκομείο εκστρατείας, Αργό πετρέλαιο, Ωδές στον Πρίγκιπα, Τρία ποιήματα.
Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή Ωδές στον Πρίγκιπα του 1981. Όπως φανερώνει και ο τίτλος, οι συνθέσεις της συλλογής απευθύνονται σε εκείνο το πάντα φευγαλέο πρόσωπο, τον Πρίγκιπα, που ασκεί εξουσία επάνω στην ποιητική φωνή. Εξουσία έρωτα. Βρισκόμαστε στη χώρα της ανεκπλήρωτης επιθυμίας. Έχει χιονίσει. Το ποιητικό εγώ ξεβρασμένο, μεθυσμένο. Ο ήλιος πέφτει και μεταφερόμαστε, νύχτα πια, σε ένα παλάτι. Πάνω στις παλιές του δόξες η πικρή συνειδητοποίηση: ο Πρίγκιπας δίνεται αλλά ποτέ δεν ανήκει.
Πρίγκιπα, η μέρα αργοσβήνει
Πρίγκιπα, η μέρα αργοσβήνει στις χιονισμένες πλαγιές
κι εσύ οδεύεις ψηλότερα. Τα χέρια σου αγκάλιασαν
το τιμόνι. Τα μάτια σου πάγωσαν λίμνες και δάση
κοιτούν κουρασμένα τις άσπρες κορυφογραμμές
ώσπου ο ουρανός ν’ αστράψει τη νύχτα της Γέννησης
χρωματιστά παιδάκια στη δακρυσμένη σου σκέψη
Κι εμένα με στέλνεις στις λασπωμένες ακτές. Να εξάψω
τις φωλιές της αντίστασης στα χωριά και τα πνεύματα
μιας ηλιόλουστης χειμωνιάτικης μέρας. Μεθυσμένος
από μιαν ολονυχτία σε μισοφώτιστα μπαρ
να ορκιστώ πίστη κι ύστερα να πεθάνω
για σένα
Πρίγκιπα, γύρισα κι είδα τον άρρωστο ήλιο στις πορτοκαλιές
είδα τα νυχτολούλουδα στο παλάτι σου και τις κατάκλειστες γρίλιες
και τ’ άλογά σου συλλογισμένα να βόσκουν στη χλόη.
Γιατί τα κτήματα δόθηκαν για το τίποτα, τα οικόσημα
της αιώνιας βασιλείας σου στο εφήμερο αίσθημα.
Στις μαρμάρινες σκάλες, στα ανάκλιντρα μιας επίχρυσης δόξας με πήραν τ’ αναφιλητά
το αίμα σου μας δόθηκε, Πρίγκιπα, δε μας ανήκει